H ελληνική οικονομία, μετά την εφαρμογή τριών μνημονίων από τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις, βρίσκεται μπροστά σε μια ακόμα πρόκληση: να αντιμετωπίσει τις οδυνηρές επιπτώσεις μιας πρωτοφανούς, παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι το ΑΕΠ της χώρας θα συρρικνωθεί κατά 10,5% το 2020 και οι πραγματικές επενδύσεις θα μειωθούν κατά 14,3%. Ως αποτέλεσμα, η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ θα περιοριστεί στο 7,6%, ποσοστό που αποτελεί το χαμηλότερο των τελευταίων δεκαετιών. 

του Γιάννη Παπαθανασίου*

Είναι  γεγονός ότι η πανδημία βρήκε την ελληνική οικονομία, αλλά και τη χώρα συνολικά, σε εξαιρετικά ευάλωτη κατάσταση. Η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στα χρόνια των μνημονίων στηρίχθηκε κυρίως στην υπέρογκη αύξηση των έμμεσων φόρων, που γονάτισε τα νοικοκυριά, αλλά και στη βίαιη περικοπή των επενδύσεων. Η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα της δημόσιας διοίκησης παραμένει εξαιρετικά χαμηλή. Παρά τα θετικά βήματα που έγιναν με στόχο την ψηφιοποίηση υπηρεσιών προς τον πολίτη, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ουραγός στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε θέματα ψηφιακής διακυβέρνησης. Μεγάλα προβλήματα παραμένουν, επίσης σε άλλους κρίσιμους τομείς, όπως είναι η υγεία, η παιδεία, το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, η καταπολέμηση της φτώχειας κ.ά.

Η αλήθεια είναι ότι στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας πετύχαμε, με μεγάλες θυσίες, τη δημοσιονομική προσαρμογή. Αποτύχαμε, όμως, στη διαρθρωτική προσαρμογή.

Αυτή είναι η πραγματικότητα. Κι όσοι αρνούνται να την αποδεχθούν ή επιμένουν να εγκλωβίζονται σε ιδεοληψίες του χθες, δεν μπορούν να μιλήσουν αξιόπιστα για το μέλλον. Δεν μπορούν να σχεδιάσουν σε στέρεες βάσεις την επόμενη μέρα, δεν μπορούν να απευθυνθούν με ειλικρίνεια στην κοινωνία και να κερδίσουν πραγματικά την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Η Ελλάδα θα χρειαστεί θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, ώστε να καλυφθεί το χαμένο έδαφος και να αρχίσει να βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων της. Μπορεί να τα καταφέρει;

Μπορεί, γιατί οι διεθνείς αγορές παραμένουν αισιόδοξες αυτό το διάστημα. Η πρόοδος που συντελείται παγκόσμια, ως προς την ανακάλυψη και τη διανομή αποτελεσματικών εμβολίων για τη νόσο COVID 19, η  προσδοκώμενη ανάκαμψη των οικονομιών και το ιστορικά χαμηλό, αν όχι αρνητικό, επίπεδο επιτοκίων αγοράς διεθνώς, δημιουργούν σήμερα ένα θετικό κλίμα.

Μπορεί, γιατί υπάρχει ένα συνεκτικό εθνικό σχέδιο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Η πρόταση της Επιτροπής Πισσαρίδη μπορεί, αν μη τι άλλο, να αποτελέσει βάση διαλόγου και μια χρήσιμη ευκαιρία για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, να καταρτίσει ένα επιχειρησιακό πολιτικό σχέδιο, με σαφείς στόχους και δεσμεύσεις. Ένα σχέδιο που θα στηρίζεται σε ευρύτερες συναινέσεις και θα αποφεύγει τα ολέθρια λάθη, που έγιναν την εποχή των μνημονίων.

Μπορεί, γιατί υπάρχουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης που μπορούν να διατεθούν για την ενίσχυση δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, με στόχο την παραγωγή περισσότερων διεθνώς εμπορεύσιμων και υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων και υπηρεσιών. Έχουμε σήμερα την ευκαιρία να κάνουμε ό,τι δεν έγινε τα προηγούμενα χρόνια με τη διαχείριση των κοινοτικών πόρων, οι οποίοι σπαταλήθηκαν σε αποσπασματικές δράσεις, χωρίς να ενισχύσουν ουσιαστικά την παραγωγική βάση της χώρας.

Μπορεί, γιατί είναι γνωστοί οι τομείς στους οποίους θα πρέπει να προσελκύσουμε μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις, προκειμένου να επιτύχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης:  πράσινη ενέργεια, αμυντική βιομηχανία, ψηφιακή οικονομία, φαρμακοβιομηχανία, μεταφορές και υπηρεσίες εφοδιασμού, υποδομές κ.ά. Είναι γνωστό, επίσης, ότι χρειαζόμαστε περισσότερες, μεγαλύτερες και ανταγωνιστικότερες επιχειρήσεις.

Βεβαίως, υπάρχουν και οι φωνές της άρνησης, οι οποίες έσπευσαν ήδη να κατασυκοφαντήσουν τις προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη. Αυτές οι φωνές, που επενδύουν στην καταστροφή, βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τις διαθέσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινής γνώμης, αλλά και με την κοινή λογική. Η Ελλάδα είτε θα ακολουθήσει το δρόμο άλλων μικρών χωρών, όπως της Δανίας, της Ολλανδίας ή και του Ισραήλ, είτε θα παραμείνει παγιδευμένη στη φτώχεια, στη μιζέρια και στην οπισθοχώρηση.

Τα προηγούμενα δέκα χρόνια και οι τρεις παρατάξεις που κυβέρνησαν τη χώρα επέλεξαν να κατηγορούν η μία την άλλη, για τη σκληρότητα των μνημονίων. Τελικά και οι τρείς παρατάξεις υπέγραψαν και υλοποίησαν από ένα, τουλάχιστον, μνημόνιο. Διδαχθήκαμε από αυτή την πολιτική σχιζοφρένεια; Ο τρόπος με τον οποίο θα χειριστούμε τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης θα δώσει την απάντηση. Εύχομαι, ελπίζω και πιστεύω ότι ο Πρωθυπουργός, όπως άκουσε τη γνώμη των ειδικών στη διαχείριση της πανδημίας και αντιστάθηκε στις φωνές των λαϊκιστών, εντός και εκτός της κυβέρνησης, θα κάνει το ίδιο και στη μάχη για την ανάκαμψη και την ανάταξη της εθνικής οικονομίας.

 


  • πρώην Υπουργός Οικονομικών, Πρόεδρος Δ.Σ. ΕΛΠΕ

**από το περιοδικό της Βουλής «Επί του Περιστυλίου»