Μόνο στα γόνατα που δεν έπεσε ο Παύλος Πολάκης για να πείσει τους βουλευτές να μην ψηφίσουν υπέρ της άρσης της ασυλίας του. Ξέρει πως οδεύει σε μια δικαστική μάχη από την οποία θα βγει χαμένος, ατιμασμένος, προς ικανοποίηση και κάποιων μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ.

Και θα ηττηθεί όχι γιατί θα υπάρξουν παρεμβάσεις αλλά διότι όντως συκοφάντησε τον Γιάννη Στουρνάρα για να εξυπηρετήσει επικοινωνιακούς σκοπούς. Σημασία όμως έχει τι είπε στη Βουλή στην απέλπιδα προσπάθεια του να συγκινήσει και να διασωθεί. Ότι η μήνυση είναι απόπειρα λογοκρισίας και φίμωσής του και με την άρση της ασυλίας του ανοίγει «η κερκόπορτα της ποινικοποίησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου» (!) και φαλκιδεύεται «η ελευθερία του λόγου του βουλευτή». Αυτά παρότι η μήνυση εναντίον του, αφορά τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και της εξύβρισης με αφορμή μια ανάρτηση του τέως αναπληρωτή υπουργού Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ στο προσφιλές του Facebook, από όπου, προφανώς, ο ίδιος πιστεύει ότι ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο.

Το ρεζουμέ της «απολογίας» Πολάκη, που κράτησε πάνω από μισή ώρα δοκιμάζοντας τα νεύρα των «γαλάζιων» βουλευτών και του αντιπροέδρου της Βουλής Χαράλαμπου Αθανασίου, ήταν ότι η μήνυση εις βάρος του είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη γιατί με όσα περιείχε η επίμαχη ανάρτηση ήταν «πολιτικοί χαρακτηρισμοί» οι οποίοι συνδέονταν με την κοινοβουλευτική του δραστηριότητα. Ποιοι ήταν αυτοί οι «πολιτικοί χαρακτηρισμοί»; Σταχυολογώ, ενδεικτικά: «Με ακούς, ελεεινέ και τρισάθλιε αρχιτραπεζίτη που σου έκατσαν στον λαιμό τα 100.000 του δικού μου δανείου;», «με ακούς, ελεεινέ και τρισάθλιε υπονομευτή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ;» ή «τίποτα δεν θα ξεχαστεί, Γιάννη Στουρνάρα, και η άλλη φορά θα είναι αλλιώς».