Η μάχιμη δημοκρατία, η δημοκρατία που προστατεύει τις αξίες και τους θεσμούς της, οφείλει να αποτρέπει και να τιμωρεί τους αντιπάλους της αλλά και να σέβεται πάντα και πλήρως τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Η δημοκρατία ή είναι φιλελεύθερη ή δεν υπάρχει. Αυτό σημαίνει ότι στην πολιτική μας συμπεριφορά πρέπει να υπάρχει πάντα το στοιχείο της ιστορικής επίγνωσης και της θεσμικής αυτοσυγκράτησης. Η καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων επί της ενοχής εκδόθηκε με βάση τους κανόνες του δικονομικού και ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου. Με τον ίδιο τρόπο θα εκδοθεί τώρα η απόφαση για την επιμέτρηση των ποινών.

του Ευάγγελου Βενιζέλου*

Οι δικαστικές αποφάσεις δεν υπαγορεύονται από το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Αντιθέτως υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το κράτος δικαίου επιβάλλει στον δικαστή να σηκώσει το βάρος της αντίθεσης προς την επικρατούσα αντίληψη. Οταν συμβαίνει μια δικαστική απόφαση για εμβληματική υπόθεση μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής ευαισθησίας να ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις του κράτους δικαίου και επιπλέον (μόνον όμως επιπλέον) να εναρμονίζεται με το κοινό αίσθημα, έχουμε μια ιστορική στιγμή για τη δικαιοκρατούμενη δημοκρατία.

Ιστορικός, θεσμικός και αξιακός πυρήνας του κράτους δικαίου είναι οι συνταγματικές και διεθνείς εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας και της ατομικής ασφάλειας, οι εγγυήσεις του ποινικού φιλελευθερισμού που έχει επεξεργαστεί τις τελευταίες δεκαετίες, με υποδειγματικό τρόπο, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το κράτος δικαίου υψώνει φραγμό στον ποινικό λαϊκισμό και τις δημαγωγικές κραυγές που θέλουν έναν υδραργυρικό ποινικό νόμο, άλλοτε πολύ αυστηρό και άλλοτε πολύ επιεική με βάση τα δεδομένα μιας υπόθεσης ή μιας στιγμής.

Θα ήθελα να υπήρχε ανταπόκριση των πολιτικών δυνάμεων και της κοινής γνώμης στις προτάσεις που είχα διατυπώσει, πριν από τις δολοφονίες, το 2012, για τη θεσμική απομόνωση της Χρυσής Αυγής. Θα ήθελα να είχε γίνει ευρύτερα αντιληπτή από την κοινή γνώμη και να έχει υποστηριχθεί από όλα τα κόμματα, χωρίς επιφυλάξεις, υστεροβουλίες και ρωγμές, η πρωτοβουλία της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου τον Σεπτέμβριο του 2013 για την ποινική αντιμετώπιση μιας εγκληματικής οργάνωσης που λειτουργούσε υπό το κέλυφος πολιτικού κόμματος.

Χαίρομαι που τώρα, με δεδομένη την πρωτοβάθμια δικαστική κρίση, όλοι διεκδικούν την εμφανέστερη δυνατή θέση στην ιστορική εικόνα της μάχης κατά του φιδιού που βγήκε από ένα αβγό που ήταν οφθαλμοφανές χρόνια πριν. Ενός φιδιού με το οποίο κάποιοι έπαιξαν στο όνομα των κοινοβουλευτικών συσχετισμών ή του δήθεν σεβασμού της πολιτικής πολυφωνίας και της

βούλησης των πολιτών που το στήριξαν με την ψήφο τους, και μάλιστα όχι μόνο μία φορά.

Η συζήτηση για το ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων των καταδικασθέντων διεξάγεται τώρα με εσφαλμένους όρους. Δεν διευκολύνει την πολιτική επαναδραστηριοποίησή τους η κατάργηση της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρο 59 του παλιού ΠΚ) και η αντικατάστασή της από την παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων (άρθρο 59 του νέου ΠΚ). Ούτως ή άλλως η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων προϋπέθετε αμετάκλητη απόφαση, απόφαση δηλαδή που δεν υπόκειται ούτε στο ένδικο μέσο της αναίρεσης. Δεν αρκούσε ούτε η πρωτόδικη ούτε η τελεσίδικη απόφαση (άρθρο 65 παλιού ΠΚ). Αμετάκλητη απόφαση προϋποθέτει τώρα για την αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων και ο νέος ΠΚ (άρθρο 60 παρ. 2).

Το ζήτημα ρυθμίζεται όμως απευθείας από το Σύνταγμα που επιτρέπει με το άρθρο 51 παρ. 3 να επιβληθούν με νόμο περιορισμοί στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος: α) αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας, β) λόγω ανικανότητας προς δικαιοπραξία και γ) ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Δεν απαιτεί το Σύνταγμα ο περιορισμός του εκλογικού δικαιώματος να προβλέπεται στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικό ποινικό νόμο ούτε να έχει επιβληθεί σχετική παρεπόμενη ποινή. Ο εκλογικός νόμος μπορεί συνεπώς να προβλέψει ότι σε περίπτωση αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένες πράξεις (κακουργηματικές ή και πλημμεληματικές) επέρχεται περιορισμός του εκλογικού δικαιώματος του καταδικασθέντος. Δεν απαιτείται η πρόβλεψη αυτή του εκλογικού νόμου να είναι προγενέστερη της πράξης, διότι η ρύθμιση δεν είναι ουσιαστικού ποινικού δικαίου αλλά εκλογικού/συνταγματικού δικαίου. Δεν υπόκειται στην απαγόρευση της αναδρομικότητας των ουσιαστικών ποινικών νόμων. Ούτε μεσολαβεί νέα δικαστική κρίση για το ίδιο θέμα, άρα δεν εμπίπτει η ρύθμιση στον κανόνα «ne bis in idem». Με γενικό και αφηρημένο τρόπο ο κοινός νομοθέτης μπορεί να θέσει τους συνταγματικώς ανεκτούς περιορισμούς του εκλογικού δικαιώματος για τους εκλογικά ανήλικους, για αυτούς που κατά τον Αστικό Κώδικα έχουν τεθεί με απόφαση του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου σε καθεστώς «πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης» (που συνεπάγεται ανικανότητα προς δικαιοπραξία) και για όσους έχουν, σύμφωνα με το ποινικό τους μητρώο, καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου για κάποιες πράξεις που ορίζει ο νόμος λόγω της ιδιαίτερης δημοκρατικής και κοινωνικής απαξίας τους και για ένα εύλογο χρονικό διάστημα με βάση την αρχή της αναλογικότητας.

Τυχόν τροποποίηση του ΠΚ για την επαναφορά της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων ως ρύθμιση ουσιαστικού ποινικού δικαίου δεν θα μπορούσε να έχει αναδρομική εφαρμογή. Θα δημιουργούσε μάλιστα την εσφαλμένη εντύπωση ότι κινούμαστε στο πεδίο του ποινικού δικαίου, ενώ κινούμαστε στο πεδίο του συνταγματικού / εκλογικού δικαίου.

Ο περιορισμός του εκλογικού δικαιώματος κατά το άρθρο 51 παρ. 3 λειτουργεί αυτομάτως και ως περιορισμός του δικαιώματος του εκλέγεσθαι κατά το άρθρο 55 του Συντάγματος. Οποιος μάλιστα έχει εκλεγεί βουλευτής χωρίς τα προσόντα του εκλογέα και άρα χωρίς τα προσόντα εκλογιμότητας ή στερήθηκε αυτών στη συνέχεια, εκπίπτει αυτοδικαίως του αξιώματός του (άρθρο 55 παρ. 2), η δε σχετική κρίση ανήκει στην αρμοδιότητα του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 100 παρ. 2 γ του Συντάγματος.

Οταν συνεπώς η καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, οι καταδικασθέντες θα στερηθούν του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, εφόσον ο τότε ισχύων εκλογικός νόμος προβλέπει κάτι τέτοιο για ορισμένες πράξεις για τις οποίες θα υπάρχει αμετάκλητη καταδίκη σε κυρία ποινή. Η στέρηση θα ισχύει για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.

Στο μεσοδιάστημα, πριν δηλαδή υπάρξει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση (ούτε αυτό μεταβλήθηκε με τον νέο ποινικό κώδικα), οι καταδικασθέντες διατηρούν πλήρως το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι και μπορούν, αν θέλουν, να δοκιμάσουν, ακόμη και μέσα από τη φυλακή, τη σχέση τους με τους πολίτες που συγκροτούν την κοινή γνώμη, την κοινωνία και το εκλογικό σώμα. Θα έχουν έτσι τη δυνατότητα να δουν, αν το τολμήσουν, ότι η καταδίκη τους δεν είναι μόνο δικαστική αλλά και κοινωνική. Οι πολίτες έχουν άλλωστε την ευθύνη των επιλογών τους και της σχέσης τους με τη δημοκρατία, τη συγκυρία και τελικά την Ιστορία, που είναι η μακροπρόθεσμη συλλογική μας μοίρα.


Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα Νέα