Δρόμο γεμάτο από κινδύνους και προκλήσεις θα πρέπει να διανύσει η χώρα για να διασφαλίσει ικανοποιητικό ποσοστό ανάπτυξης και μέσα στη χρονιά που ξεκινάει σε λίγα 24ωρα. Μπορεί το 2021 να κλείνει εντυπωσιακά -και με βάση τις αναθεωρημένες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος να εμφανίζει ρυθμό ανάπτυξης ακόμη και άνω του 8%-, ωστόσο για να επιτευχθεί η πρόβλεψη του +5% για το 2022 θα πρέπει να αποφευχθούν τα μεγάλα εμπόδια που απαριθμεί και η ΤτΕ στην ενδιάμεση έκθεση για τη νομιμσαμτική πολιτική που κατέθεσε χθες στη Βουλή ο επικεφαλής της Γιάννης Στουρνάρας. 

Τέσσερις είναι οι βασικοί κίνδυνοι: ο πληθωρισμός (τον οποίο η ΤτΕ βλέπει να εκτινάσσεται στο 3% σε μέσο ετήσιο επίπεδο το 2022), η εξέλιξη της πανδημίας, η πιθανή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω και της απόσυρσης των μέτρων στήριξης, αλλά και η πιθανότητα η δημόσια διοίκηση να μην μπορέσει να απορροφήσει τον πακτωλό των δισεκατομμυρίων που προορίζονται για την Ελλάδα μέσω τόσο του Ταμείου Ανάκαμψης όσο και του πολυετούς προϋπολογισμού της Ε.Ε. (σ.σ.: ύψους 32 και 40 δισ. ευρώ αντίστοιχα). Οι κίνδυνοι ξεδιπλώνονται με το «καλημέρα» της νέας χρονιάς και έρχονται να προστεθούν σε παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται.

Έτσι, μπροστά σε αυτούς τους κινδύνους, η χώρα θα κληθεί να δώσει απαντήσεις σε συγκεκριμένες προκλήσεις, 10 στον αριθμό, οι οποίες -σύμφωνα με την ΤτΕ- είναι οι εξής:

1. «Η βασικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα είναι ο αποτελεσματικότερος έλεγχος της πανδημίας, καθώς, έως τώρα, η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ και οι υγειονομικές επιπτώσεις είναι πιο σοβαρές συγκριτικά με τα ευρωπαϊκά δεδομένα» αναφέρει στην έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος.

2. Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αν και βελτιώθηκε το 2021, λόγω της μείωσης του κόστους των επιχειρήσεων σε όρους φορολογίας και εργοδοτικών εισφορών και της αύξησης της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, εξακολουθεί να είναι συγκριτικά χαμηλή σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Σύμφωνα με την κατάταξη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Ινστιτούτου IMD, οι σημαντικότερες προκλήσεις οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι: η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης μέσω της αύξησης των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου, η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου τομέα, η διευκόλυνση της πρόσβασης των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση και η δημιουργία ειδικών προγραμμάτων με σκοπό την ψηφιακή μετάβαση.

3. Διαχρονικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να αποτελούν το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής, η αργή απονομή της δικαιοσύνης και η δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.

4. Μια πρόσθετη σημαντική πρόκληση αφορά την ικανότητα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα να απορροφήσουν πλήρως και εγκαίρως τους διαθέσιμους χρηματοδοτικούς πόρους από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης την περίοδο 2021-2026 και από το ΕΣΠΑ την περίοδο 2021-2027. Η απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων είναι απαραίτητη για την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων. Επιπλέον, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.

5. H πανδημία επιδείνωσε αρκετά προβλήματα που ήδη αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία, όπως το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, οι εξωτερικές ανισορροπίες, η υψηλή μακροχρόνια ανεργία, το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και η χαμηλή δυνητική ανάπτυξη.

6. Ο τραπεζικός τομέας αντιμετωπίζει μια σειρά από προκλήσεις, όπως η αδύναμη κερδοφορία και η ανάγκη για ποσοτική αλλά και ποιοτική ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, λαμβάνοντας υπόψη και το υψηλό μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα κεφάλαια των τραπεζών και τον ακόμη υψηλό λόγο ΜΕΔ. Παράλληλα, όπως ανέδειξε και η 12η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εξακολουθούν να υπάρχουν καθυστερήσεις στην εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, καθώς και των παλαιών εκκρεμών συντάξεων.

7. Παρά την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, η πιστοληπτική αξιολόγησή της υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας. Αυτό δημιουργεί μία σειρά από προβλήματα, κυρίως όμως στερεί την ελληνική οικονομία από πολύτιμους επενδυτικούς πόρους που θα μπορούσαν να εισρεύσουν από το εξωτερικό σε πολλούς κλάδους και τομείς, είτε ως δανειακά κεφάλαια χαμηλού κόστους είτε ως συμμετοχή στο κεφάλαιο επιχειρήσεων. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Δεκεμβρίου να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου μετά τον Μάρτιο του 2022 και μέχρι τη λήξη της περιόδου των επανεπενδύσεων το τέλος του 2024, μεγαλύτερου ύψους από τις επανεπενδύσεις των εξοφλήσεων των ομολόγων που αγόρασε η ΕΚΤ στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (PEPP), αναμένεται ότι θα διατηρήσει ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες και χαμηλό κόστος δανεισμού τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Υπό την έννοια αυτή, παρέχει ένα «παράθυρο ευκαιρίας», το οποίο όμως πρέπει να αξιοποιηθεί τάχιστα προκειμένου να αποκτηθεί η επενδυτική βαθμίδα.

8. Η σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα καθιστά τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του πρωτεύοντα στόχο της δημοσιονομικής πολιτικής. Κατά συνέπεια, με την επιστροφή της οικονομίας σε πλήρη λειτουργία, η διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μέσα από τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων ανάγεται σε κεντρικό μέλημα της οικονομικής πολιτικής. Τα θετικά αναπτυξιακά αποτελέσματα του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης καθιστούν πιο εύκολη τη δημοσιονομική προσαρμογή που απαιτείται για τη διασφάλιση (ή και βελτίωση) της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.

9. Η αναθεώρηση των υφιστάμενων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων στην περίοδο μετά την πανδημία θα πρέπει να δώσει έμφαση στην αντικυκλικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να διαφυλαχθούν η οικονομική ανάπτυξη και η διατηρήσιμη πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μακροοικονομικού περιβάλλοντος της κάθε χώρας.

10. Η επερχόμενη κλιματική αλλαγή αναδεικνύει ως νέα πρόκληση τη μετάβαση της οικονομίας σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας. Ωστόσο, η έλλειψη ικανής προόδου στην τεχνολογία αποθήκευσης ενέργειας καθυστερεί την πράσινη μετάβαση.

Άνω του 8% η ανάπτυξη φέτος

Η Τράπεζα της Ελλάδος αποτυπώνει και επίσημα πλέον την εκτίμηση ότι το ΑΕΠ θα κλείσει φέτος με θετική μεταβολή άνω του 8%, καθώς μπορεί στην έκθεση ο πήχης να παραμένει στο 7,2%, ωστόσο, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «με βάση τα νέα εθνικολογιστικά στοιχεία του ΑΕΠ, τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα προσφάτως από την ΕΛΣΤΑΤ και τα οποία δεν έχουν ληφθεί υπόψη στις προβλέψεις του Ευρωσυστήματος για την Ελλάδα, ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2021 αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερος, άνω του 8%, σύμφωνα με μια τεχνική επανεκτίμηση».

Για το 2022 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 5% και για το 2023 3,9%. Κινητήριος δύναμη για το 2022 προβλέπεται ότι θα είναι η αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου με ποσοστό 20,3% αλλά και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών που προβλέπεται να αυξηθούν με ρυθμό 12,9%, δηλαδή ταχύτερο από τον αντίστοιχο των εισαγωγών (12%). Ο ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης εκτιμάται ότι θα φέρει αύξηση της απασχόλησης σε ποσοστό 2,8% (από 0,4% το 2021), ενώ η ανεργία προβλέπεται ότι θα μειωθεί περαιτέρω από το 15,7% στο 14,3%. Η ανησυχία της ΤτΕ για την εξέλιξη του πληθωρισμού αποτυπώνεται και στις προβλέψεις της, οι οποίες ανεβάζουν το μέσο ποσοστό για το 2022 στο 3% έναντι μόλις 0,6% το 2021. Για να φτάσει ο μέσος πληθωρισμός της επόμενης χρονιάς στο 3% σημαίνει ότι ειδικά για τους πρώτους μήνες του 2022, η ΤτΕ «βλέπει» πολύ υψηλά ποσοστά πληθωρισμού σε μηνιαία βάση, τα οποία δεν αποκλείεται να κινηθούν ακόμη και πάνω από το 5%. Η ΤτΕ εκτιμά πάντως ότι το 2023 θα έχουμε αποκλιμάκωση του φαινομένου με τον δείκτη τιμών καταναλωτή (σε εναρμονισμένο επίπεδο) να διαμορφώνεται και πάλι κάτω από το κρίσιμο όριο του 2%.

Από την έντυπη έκδοση της Ναυτεμπορικής