Αν και οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 60% των Αμερικανών εμπιστεύεται την εξωτερική πολιτική, σε εγχώριο επίπεδο δεν θα δοθεί στήριξη στην προσπάθεια του Μπάιντεν να επανέλθει η Αμερική στη θέση του κυρίαρχου στον κόσμο και στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη πραγμάτων, όπως συνέβαινε σε προηγούμενες εποχές όπου η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ διαχωριζόταν από την εσωτερική πολιτική.

του Έρολ Ούσερ* 

Η πρόσφατη δήλωση του Προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ότι «η Αμερική επέστρεψε» έχει προκαλέσει συζήτηση σχετικά με το αν η νέα κυβέρνηση μπορεί να αποκαταστήσει αποτελεσματικά την αμερικανική παγκόσμια υπεροχή και να διατηρήσει τη φιλελεύθερη διεθνή τάξη που εγκαταλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ. Ενώ συνεχίζονται οι συζητήσεις για το αν η ηγεμονία των ΗΠΑ μπορεί να επανακάμψει ή να παραμείνει σε τέλμα, καθίσταται σαφές ότι η Ουάσιγκτον κλίνει σημαντικά προς την στήριξη περισσότερων διεθνών δεσμεύσεων, κοινών σκοπών και ενεργού συμμετοχής στην παγκόσμια διακυβέρνηση.

Αυτό σημαίνει, άραγε, ότι μια φιλελεύθερη διεθνής τάξη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ είναι ώριμη για ανανέωση; Τι γίνεται με την αμφισβήτηση της εγχώριας πολιτικής και το σκηνικό πόλωσης που χαρακτηρίζουν σήμερα το εσωτερικό των ΗΠΑ; Πώς θα μπορούσαν τα βαθύτατα ρήγματα στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα της διοίκησης του Μπάιντεν να διεκδικήσει την παγκόσμια κυριαρχία και να διατηρήσει μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του φιλελεύθερου διεθνισμού;

Εκ πρώτης όψεως, η απόφαση του Προέδρου Μπάιντεν να επιστρατεύσει εκ νέου μια εκδοχή του φιλελεύθερου διεθνισμού συνάδει με τις απόψεις της αμερικανικής κοινής γνώμης σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση της Pew Research έδειξε ότι το 60% των Αμερικανών έχει εμπιστοσύνη στην εξωτερική πολιτική του σημερινού Προέδρου. Συμπεριλαμβανομένης μιας παρόμοιας έρευνας που διεξήχθη τον Ιανουάριο του 2021 για λογαριασμό του Συμβουλίου του Σικάγο για τις Παγκόσμιες Υποθέσεις, οι έρευνες αυτές ανέδειξαν μια σθεναρή γενικά υποστήριξη τόσο στο σύστημα συμμαχιών ασφαλείας των ΗΠΑ όσο και στη δέσμευση των ΗΠΑ απέναντι στους διεθνείς οργανισμούς ως τόπους επίλυσης των παγκόσμιων προβλημάτων. Όταν το Σικάγο ρώτησε για συμμαχίες, μια ισχυρή πλειοψηφία ερωτηθέντων (71%) –συμπεριλαμβανομένης της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών (82%), των Ρεπουμπλικάνων (57%) και των Ανεξάρτητων (72%)– συμφώνησαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «θα πρέπει να είναι πιο ανοικτοί στο να λαμβάνουν αποφάσεις μαζί με τους συμμάχους τους, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει μερικές φορές να ακολουθήσουν μια πολιτική που δεν είναι η πρώτη τους επιλογή».

Σε ό,τι αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη δέσμευσή τους προς τα Ηνωμένα Έθνη και τους διεθνείς οργανισμούς, διαπιστώνουμε επίσης μια συνολική στήριξη, αν και με σαφέστερες κομματικές διαφοροποιήσεις. Στο ερώτημα κατά πόσο τα Ηνωμένα Έθνη θα πρέπει να συμμετάσχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, το 62% των Αμερικανών συμφωνεί, αν και τα επιμέρους ποσοστά είναι 84% για τους Δημοκρατικούς και μόνο 37% για  Ρεπουμπλικάνους. Ομοίως, στο ερώτημα κατά πόσον οι εξέχοντες διεθνείς οργανισμοί πρέπει να συμμετάσχουν στην επίλυση των παγκόσμιων προβλημάτων, το 52% των συνολικών ερωτηθέντων υποστηρίζει τα Ηνωμένα Έθνη, το 41% ​​τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) και το 51% τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Και πάλι, οι κομματικές διαφοροποιήσεις είναι εντυπωσιακές καθώς οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν καθένα από αυτά τα διεθνή θεσμικά όργανα περισσότερο από τους Ρεπουμπλικάνους: 68% έναντι 39% για τον ΟΗΕ, 53% έναντι 30% για τον ΠΟΕ και 71% έναντι 32% για τον ΠΟΥ. Σχετικά με το ζήτημα της συνολικής ηγεσίας στον κόσμο, η Pew Research διαπίστωσε ότι το 78% συμφώνησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να «ηγούνται από κοινού με άλλους», ενώ μόνο το 11% θεώρησε ότι οι ΗΠΑ πρέπει να είναι ο «μοναδικός» ηγέτης και μόνο το 10% υποστήριξε «να απέχει από την ηγεσία».

Το πιο σημαντικό, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτές οι κομματικές διαφοροποιήσεις έναντι των διεθνών οργανισμών δεν είναι καινούργιες. Μια έρευνα του Σικάγο το 2004 διαπίστωσε παρόμοιες κομματικές αποκλίσεις, ενώ η διοίκηση του Τζορτζ Μπους ήταν εξίσου σκεπτική, χωρίς να το κρύβει, για το ρόλο των πολυμερών οργανισμών, γεγονός που αποδεικνύεται δραματικά από την αδυναμία των ΗΠΑ να διασφαλίσουν την υποστήριξη των Ηνωμένων Εθνών για τη στρατιωτική δράση στο Ιράκ το 2003.

Ωστόσο, παρά τις ομοιότητες των δημοσκοπήσεων, υπάρχουν τέσσερις βάσιμες υποψίες ότι σε εγχώριο επίπεδο δεν θα δοθεί στήριξη στην προσπάθεια του Μπάιντεν να επανέλθει η Αμερική στη θέση του κυρίαρχου στον κόσμο και στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη πραγμάτων, όπως συνέβαινε σε προηγούμενες εποχές όπου η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ διαχωριζόταν από την εσωτερική πολιτική.

Πρώτον, παρόλο που οι πεποιθήσεις της πλειονότητας των Αμερικανών περί εξωτερικής πολιτικής συμφωνούν, σε γενικές γραμμές, με τις φιλελεύθερες διεθνείς αρχές, δεν προβάλλονται τόσο έντονα. Με άλλα λόγια, η ευρεία υποστήριξη σε συμμαχίες, στο ελεύθερο εμπόριο και σε ένα πιο ανοιχτό πλαίσιο μετανάστευσης βρίσκουν συχνά σθεναρή αντίθεση από κομματικούς υποστηρικτές που αντιτίθενται σθεναρά σε αυτές τις «παγκοσμιοποιημένες» πολιτικές. Για παράδειγμα, εκείνοι που πιστεύουν ότι οι χειρωνακτικές τους δουλειές χάνονται στο διεθνές εμπόριο λόγω εξωτερικής ανάθεσης (outsourcing) πιθανότατα να ασπάζονται με έντονο τρόπο αντιλήψεις που αντιτίθενται στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, όπως η NAFTA ή η άρτι υποβληθείσα Trans-Pacific Partnership. Όσοι ορίζουν τα εθνικά οφέλη υπό το πλαίσιο του ανοικτού εμπορίου είναι λιγότερο πιθανό να ψηφίσουν έχοντας το ως κύριο πολιτικό ζήτημα. Επιπλέον, περίπου το 75% της αμερικανικής κοινής γνώμης δίνει προτεραιότητα στα εσωτερικά ζητήματα έναντι της εξωτερικής πολιτικής, ενώ η αντιπολίτευση –τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά– σε θέματα περί των εξωτερικών αμερικανικών στρατιωτικών επεμβάσεως και των «πάγιων πολέμων» γίνεται όλο και πιο σθεναρή.

Δεύτερον, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εποχές, παρατηρείται σημαντικό χάσμα μεταξύ των κομματικών υποστηρικτών σε ό,τι αφορά τις αντιλήψεις περί της σημαντικότερης απειλής για την ασφάλεια των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η αντιπαλότητα με τη Σοβιετική Ένωση σφυρηλάτησε μια ισχυρή συναίνεση στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών ως προς το πλαίσιο της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής, ενώ οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου εξασφάλισαν τη δικομματική υποστήριξη στον Παγκόσμιο Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας. Αντιθέτως, μια άλλη πρόσφατη έρευνα από το Συμβούλιο του Σικάγο αποκαλύπτει μια δραματική διάσπαση σχετικά με το τι συνιστά τη σοβαρότερη απειλή για την ασφάλεια. Μόνο το 11% των ερωτηθέντων (10% Δημοκρατικοί και 15% Ρεπουμπλικάνοι) θεωρούν τις εξωτερικές τρομοκρατικές ομάδες, όπως το ISIS και η Αλ Κάιντα, ως την κύρια απειλή για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Μεταξύ των Δημοκρατικών, οι μεγαλύτερες απειλές τώρα είναι ομάδες εντός των πυλών: «βίαιες λευκές εθνικιστικές ομάδες εντός των Ηνωμένων Πολιτειών» (47%) και «μαχητικές ακροδεξιές εξτρεμιστικές ομάδες» (46%). Αλλά για τους Ρεπουμπλικάνους, το 45% πιστεύει ότι η Κίνα αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια των ΗΠΑ, σε αντίθεση μόλις το 10% των Δημοκρατικών. Εν ολίγοις, όχι μόνο υπάρχει χαρακτηριστική διαφωνία σχετικά με το ποιες ομάδες ή κράτη απειλούν περισσότερο την ασφάλεια των ΗΠΑ, αλλά οι κομματικοί οπσδοί είναι διχασμένοι σχετικά με το αν η μεγαλύτερη απειλή προέρχεται από εσωτερικά ακραία κινήματα ή από ξένους γεωπολιτικούς αντιπάλους.

Τρίτον, η ευρεία δικομματική στήριξη της δημοκρατίας και του πολιτικού φιλελευθερισμού χάνει έδαφος στις Ηνωμένες Πολιτείες, και πάλι σε μεγάλο βαθμό από τις κομματικές γραμμές. Οι Ρεπουμπλικάνοι, ειδικά σε κρατικό επίπεδο, ενστερνίζονται όλο και περισσότερο μια μορφή αντι-συστημικής πολιτικής που περιλαμβάνει την απόρριψη των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών του 2020, με 128 Ρεπουμπλικάνους του Σώματος και 18 γενικούς εισαγγελείς να αναλαμβάνουν νομική δράση υπέρ του ισχυρισμού του Προέδρου Τραμπ ότι οι εκλογές του 2020 είχαν κλαπεί ή, τρόπο τινά, διεξήχθησαν με νοθεία. Επιπλέον, η εισβολή στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου από διαδηλωτές που υποστήριζαν τον Τραμπ, θορύβησε τους αμερικανούς νομοθέτες και καθυστέρησε την έγκριση του εκλογικού αποτελέσματος. Οι διεθνείς εκφράσεις δυσπιστίας επεσήμαναν ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται πλέον να λειτουργεί συναινετικά και ότι οι δύο πλευρές θα αποδεχθούν τα αποτελέσματα των εκλογών και θα συμφωνήσουν σε μια ειρηνική και ομαλή μετάβαση της εξουσίας. Σαφώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατηγορούνταν πάντα για υποκρισία όταν πρέσβευε τις δημοκρατικές αξίες, τόσο στο εσωτερικό (ειδικά κατά τη διάρκεια του κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων) όσο και στο εξωτερικό, όταν υποστήριζε ανοιχτά αυταρχικά καθεστώτα στο όνομα του αντι-κομμουνισμού ή την ήττα του μαχητικού Ισλάμ. Και ο σκεπτικισμός του Προέδρου Τραμπ για την προώθηση της δημοκρατίας στο εξωτερικό και την προβολή φιλελεύθερων αξιών φαίνεται να υποστηρίζεται πλέον ευρέως από το αμερικανικό κοινό – μόλις το 20% των Αμερικανών υποστηρίζουν την προώθηση της δημοκρατίας στο εξωτερικό ως κορυφαία προτεραιότητα της εξωτερικής τους πολιτικής.

«Οι ρωγμές στο δημοκρατικό σύστημα των ΗΠΑ είναι τώρα τόσο μεγάλες που ο ρόλος της Αμερικής ως δημοκρατικό πρότυπο φαίνεται να έχει πληγεί ανεπανόρθωτα».

Τέλος, μαζί με την εγχώρια κομματική σκηνή εδράζεται ένας βαθιά ριζωμένος πολιτικός πόλεμος μεταξύ των υποστηρικτών και των αντιπάλων του πολιτικού φιλελευθερισμού που έχει πάρει όλο και περισσότερες διαστάσεις τόσο σε διεθνές όσο και σε διακρατικό επίπεδο. Η διεθνής χρηματοδότηση και η προώθηση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ και οι φιλελεύθερες κοσμικές αξίες τώρα δέχονται μια πιο συστηματική επίθεση, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε πολλές περιοχές του κόσμου, από μη φιλελεύθερα κινήματα που αντιτίθενται στην άμβλωση, θεωρούν εαυτούς θεματοφύλακες των παραδοσιακών οικογενειακών αξιών, και προκρίνουν τον ρόλο της οργανωμένης θρησκείας στον πολιτικό βίο. Οι προτεραιότητες των οργανισμών εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, όπως ο Οργανισμός Διεθνούς Ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών (USAID), αντικατοπτρίζουν αυτές τις διαφορετικές πολιτιστικές και κοινωνικές ατζέντες μεταξύ των ανταγωνιστικών μερών. Ταυτόχρονα, τα πάλι ποτέ κυρίαρχα υπερεθνικά δίκτυα ευαισθητοποίησης της δεκαετίας του 1990, με επικεφαλής δυτικές ΜΚΟ που υπερασπίστηκαν τα φιλελεύθερα αιτήματα, αμφισβητούνται όλο και περισσότερο από φιλελεύθερους διεθνικούς συνασπισμούς, όπως το Παγκόσμιο Συνέδριο Οικογενειών και ομάδες δεξιών εθνικιστικών κομμάτων και κινημάτων, στη Δύση που επιδιώκει να αναπροσανατολίσει τις αξίες του δυτικού πολιτισμού.

Εν ολίγοις, παρά τις διακηρύξεις ότι «η Αμερική επέστρεψε», οι εγχώριες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η προεδρία Μπάιντεν, ενόσω επιδιώκει να επανασυνδεθεί με τον κόσμο, δεν θα περάσουν απαρατήρητες.


*O Έρολ Ούσερ (Erol User) είναι πρόεδρος και CEO της USER HOLDİNG. Επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος, πρόκειται έναν από τους καινοτόμους παίκτες της επιχειρηματικής τουρκικής σκηνής. Η USER HOLDİNG είναι επενδυτική τραπεζική εταιρεία που προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες τόσο σε τουρκικές όσο και διεθνείς εταιρείες.