Στην ύπαρξη πολιτικού κινδύνου για την πορεία της οικονομίας επισημαίνει στην έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής για το 3ο τρίμηνο του 2022, σημειώνοντας παράλληλα ότι «στις αβεβαιότητες για τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης στις επερχόμενες εκλογές πρέπει να προστεθεί η όξυνση της πολιτικής πόλωσης».

Επίσης στην έκθεση σημειώνεται ότι «από την πλευρά μας, οφείλουμε να επισημάνουμε τη σημασία των θεσμών στην οικονομική ανάπτυξη. Ειδικότερα, η αποτελεσματική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών παρέχει προστασία και αποτελεί μοχλό ενίσχυσης της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομίας.

Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η ελευθερία του Τύπου παρέχουν τις θεσμικές εγγυήσεις για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η οικονομική δραστηριότητα, τη δικαιότερη αναδιανομή του εισοδήματος ώστε να διασφαλίζεται η πολιτική ομαλότητα και τη διαφάνεια και λογοδοσία στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος ώστε να επιτυγχάνεται η δημοσιονομική σταθερότητα.

Το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να έχει συνεχή στόχο την συστηματική ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενη υποβάθμιση της ποιότητας διακυβέρνησης και της εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου, κάτι που θα επέφερε αρνητικές οικονομικές συνέπειες μακροχρόνια».

Σε ότι αφορά τα οικονομία μεγέθη, σημειώνεται ότι «ο ρυθμός μεγέθυνσης περιορίστηκε σημαντικά κατά το τρίτο τρίμηνο (2,8%) σε σχέση με τα δύο προηγούμενα (7,8% και 7,1%), με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 5,9% την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022. Η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να διευρύνεται, ενώ ο πληθωρισμός παρουσιάζει στοιχεία αποκλιμάκωσης κατά τους τελευταίους δύο μήνες. Τα δημοσιονομικά στοιχεία διατηρούν την αισθητή βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, διευρύνοντας το πρωτογενές πλεόνασμα που καταγράφηκε στην Έκθεση του δεύτερου τριμήνου, επιβεβαιώνοντας ότι ο φετινός δημοσιονομικός στόχος θα επιτευχθεί με ασφάλεια».

Παράλληλα αναφέρεται ότι «με βάση τα έως τώρα δεδομένα, η ελληνική οικονομία μπαίνει σε φάση «ομαλής προσγείωσης» και αναμένουμε σημαντική επιβράδυνση της μεγέθυνσης τους επόμενους μήνες, εξαιτίας της αρνητικής επίδρασης του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση, της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας στους κύριους εμπορικούς εταίρους, την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού και την προβλεπόμενη άρση των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης.

Κρίσιμος αναμένεται να είναι ο ρυθμός απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων και ο βαθμός υλοποίησης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την πορεία της οικονομίας το 2023.

Η επιβράδυνση του πληθωρισμού κατά τους τελευταίους δύο μήνες οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο «αποτέλεσμα βάσης» (base effect) καθώς η μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή γίνεται σε σύγκριση με μήνες που είχαν ήδη καταγραφεί αυξήσεις.

Αναμένουμε πως, εφόσον δεν προκύψει κάποια νέα διαταραχή στις τιμές της ενέργειας, η επιβράδυνση του πληθωρισμού θα συνεχιστεί στους πρώτους μήνες του επόμενου έτους. Παρόλα αυτά, παραμένει η αβεβαιότητα όσον αφορά την ταχύτητα αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για να επανέλθει κοντά στο επίπεδο του 2% μεσοπρόθεσμα».

Σημειώνεται επίσης ότι «καθοριστικό ρόλο για τη σταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών και την υποχώρηση του πληθωρισμού παίζει η περιοριστική νομισματική πολιτική. Όπως είναι αναμενόμενο οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό μεγέθυνσης.

Ο τραπεζικός δανεισμός καθίσταται ακριβότερος περιορίζοντας τη ρευστότητα των επιχειρήσεων αλλά και επιβαρύνοντας την εξυπηρέτηση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού.

Αξίζει να επαναλάβουμε ότι ο δημοσιονομικός κίνδυνος των αυξημένων επιτοκίων δεν είναι βραχυπρόθεσμος, αφενός γιατί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι σε σταθερά επιτόκια και αφετέρου γιατί ακόμα και τα τρέχοντα επιτόκια παραμένουν αρκετά χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, περιορίζοντας τον λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ.

Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, αν τα επιτόκια ξεπεράσουν το άθροισμα πληθωρισμού και πραγματικής μεγέθυνσης (ονομαστική μεγέθυνση) τότε θα κινηθεί αυξητικά ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, απαιτώντας υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του.

Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η εικόνα του εξωτερικού τομέα. Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία του τουρισμού δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, ούτε σε όρους συνολικού ρυθμού μεγέθυνσης ούτε σε όρους βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η επιδείνωση του εξωτερικού τομέα, σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική επιβάρυνση της πανδημίας, σηματοδοτεί την επιστροφή των λεγόμενων «δίδυμων» ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή του δημοσιονομικού ελλείμματος και τους ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ενώ το πρώτο είναι σε τροχιά εξισορρόπησης, αυτό δεν έχει προκαλέσει και εξισορρόπηση του δεύτερου, όπως θα συνέβαινε θεωρητικά. Χρειάζεται επομένως προσοχή στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας προκειμένου να μην εξελιχθεί σε σοβαρή μακροοικονομική ανισορροπία».

Και η έκθεση καταλήγει, σημειώνοντας ότι «ακόμα την πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας που περιέχει σημαντικές βελτιώσεις σε σχέση με το προηγούμενο. Παρότι οι στόχοι του συνολικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους (3% και 60%, αντίστοιχα) παραμένουν αμετάβλητοι, η εποπτεία της διαδικασίας προσέγγισής τους γίνεται σαφώς απλούστερη και πιο ευέλικτη.

Η οικονομική πολιτική κάθε χώρας θα αξιολογείται κατά περίπτωση με βασικό κριτήριο τον ρυθμό μεταβολής των καθαρών δημόσιων δαπανών και το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με 4ετή ορίζοντα. Επί της ουσίας, πρόκειται για προσπάθεια συνδυασμού κάποιων βασικών δημοσιονομικών κανόνων με τις εθνικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας.

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει αφορά τα μέσα επιβολής που θα διαθέτει η Επιτροπή σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και οι προϋποθέσεις ενεργοποίησής τους. Το δεύτερο είναι η δέσμευση των πολιτικών κάθε κυβέρνησης στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Επιτροπής, υποβαθμίζοντας τη δημοκρατική λειτουργία και προσφέροντας στην Επιτροπή ενισχυμένο ρόλο στις εθνικές πολιτικές. Η συζήτηση μεταξύ των κρατών-μελών αναμένεται να διεξαχθεί εντός τους επόμενου έτους προκειμένου να τεθεί σε ισχύ το 2024».