Δηλαδή, αν αποφασίσω με τρεις φίλους μου, ύστερα από μελέτη βιβλίων, μανιφέστων, οικονομικών και πολιτικών αναλύσεων και επαναστατικών θεωριών, δεν έχω κάθε δικαίωμα, αφού το σύστημα είναι άδικο και καταπιεστικό, με μεγάλες ανισότητες ανάμεσα στην πλουτοκρατία και στις λαϊκές οικογένειες, να το κάνω καλοκαιρινό; Δεν είναι αναφαίρετο δημοκρατικό μου δικαίωμα να κάνω γιούργια στον ταβλά με τα κουλούρια; 

Δεν έχω κάθε δικαίωμα, όταν το άθλιο σύστημα ασκεί βία, να ασκήσω κι εγώ λίγη; Να μπουκάρω με τους κολλητούς σε καμιά τράπεζα και να κάνω ανάληψη μετρητών με ροπαλιές στον ταμία, αν δεν είναι ευγενής και συνεργάσιμος; Είναι γνωστόν τοις πάσι, άλλωστε, πως οι τράπεζες μας ληστεύουν, διότι αν καταθέσεις εκατό, σε εκατό χρόνια θα πάρεις από ενενήντα κάτι ως εκατόν δύο, ενώ αν δανειστείς εκατό, σε πέντε χρονάκια θα σού ’χουν σκίσει το γκρόβερ, οχτακόσια πενήντα τρία θα χρωστάς. Δεν έχεις; Πάει το σπίτι. 

Ρε φίλε, με πνίγει το δίκιο, σου λέω, ξέρεις. Σκέφτηκα να μπω στην κουβέντα των φίλων που ήταν στα όρια να πλακωθούνε, άσ’ το λέω καλύτερα, άσε να ολοκληρώσω πρώτα μόνος μου και βλέπουμε, μπαίνω από αύριο στο ματσάκι. Ετσι κι έκανα. Μόνο που το αύριο δεν έχει έρθει, ακόμα. Αργεί πολύ, απ’ ό,τι φαίνεται…