Η ανακοίνωση των μέτρων σχετικά με τους όρους άσκησης δραστηριοτήτων λόγω της προϊούσας πανδημίας προκάλεσε μια αμφίδρομη αντίδραση: αφενός από όσους θεωρούν ότι τα μέτρα είναι εξαιρετικά περιοριστικά για τους ανεμβολίαστους και, αφετέρου, από όσους θεωρούν ότι θα έπρεπε να υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη αυστηρότητα απέναντί τους, ώστε να διαφυλαχθεί η δημόσια υγεία και να επανέλθει η κοινωνία στους προηγούμενους ρυθμούς της. Θα συνοψίσω τη σχετική κριτική επιχειρώντας να απαντήσω επαγωγικά.

Του Γιώργου Γεραπετρίτη

1. Γιατί υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην πρόσβαση σε κάθε χώρο και δεν ισχύουν ενιαίοι κανόνες; Για παράδειγμα, γιατί διακρίνονται οι χώροι εστίασης από τους χώρους πολιτισμού; Η διαφοροποίηση ερείδεται στον βαθμό αναγκαιότητας κάθε δραστηριότητας για τον άνθρωπο. Σε απολύτως αναγκαίες για τη ζωή των πολιτών δομές, όπως υγειονομικές και σούπερ μάρκετ, δεν μπορεί να υπάρξει περιορισμός στην πρόσβαση, αλλά μόνο μέτρα προφύλαξης. Το ίδιο ισχύει και για τους χώρους λατρείας, όπου εκδηλώνεται η θρησκευτική πίστη, με υποχρεωτική μάσκα για τους πιστούς, ένα άτομο ανά 15 τετραγωνικά μέτρα και μέγιστο αριθμό 100 ατόμων. Και, αναλόγως, δεν μπορεί να περιοριστεί η πρόσβαση στα μέσα μαζικής μεταφοράς, αλλά μόνο να πυκνώσουν τα δρομολόγια, όπως και συνέβη, και να τηρούνται απαρεγκλίτως τα μέτρα προφύλαξης. Περαιτέρω, υπάρχουν δύο λόγοι που διαφοροποιούν τα εστιατόρια/καφέ/μπαρ από τα μουσεία/αρχαιολογικούς χώρους/θέατρα/κινηματογράφους. Ο πρώτος είναι ότι η πρόσβαση στον πολιτισμό συνιστά στοιχείο ανάπτυξης της προσωπικότητας του καθενός και άρα θα πρέπει να διασφαλίζονται όροι ευρύτερης δυνατής πρόσβασης. Ο δεύτερος είναι ότι στους χώρους πολιτισμού οι επισκέπτες φορούν μάσκα και κατ’ αρχήν δεν συνομιλούν.

2. Γιατί δεν επιτρέπεται πρόσβαση στην εστίαση σε ανεμβολίαστους με τεστ; Το τεστ αποτελεί τη φωτογραφία μιας στιγμής σε σχέση με τον ιό. Είναι απολύτως δυνατό κάποιος να έχει αρνητικό τεστ προ 24 ωρών και παρά ταύτα να νοσεί, είτε επειδή εμπίπτει στο όριο του στατιστικού λάθους είτε επειδή νόσησε οψιγενώς. Συνεπώς, μόνο όπου βρίσκονται αποκλειστικά άτομα που έχουν αναπτύξει αντισώματα, δηλαδή εμβολιασμένοι και νοσήσαντες, διασφαλίζεται ένα σχετικά πιο προστατευμένο περιβάλλον, ιδίως μάλιστα σε μέρη που οι πελάτες δεν φέρουν μάσκα.

3. Πώς εξηγείται να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο εστίασης θαμώνες μόνο εμβολιασμένοι και εργαζόμενοι που δεν είναι υποχρεωτικά εμβολιασμένοι; Δεν είναι ίδια η φύση της παρουσίας των δύο κατηγοριών προσώπων. Οι πελάτες βρίσκονται στον χώρο για αμιγή ψυχαγωγία, ενόσω οι εργαζόμενοι ασκούν μια αναγκαία για την επιβίωσή τους λειτουργία. Αρα, η διαφοροποίηση αναγκαίου και μη αναγκαίου είναι προφανής. Επιπλέον, οι ανεμβολίαστοι εργαζόμενοι στα καταστήματα αυτά τηρούν πολύ αυστηρούς όρους προφύλαξης με δύο τεστ εβδομαδιαίως και χρήση μάσκας.

4. Γιατί σε ορισμένους χώρους οι εργαζόμενοι υποχρεούνται σε δύο τεστ εβδομαδιαίως και σε άλλους σε ένα; Ο αριθμός των απαιτούμενων εργαστηριακών τεστ εξαρτάται από τη μεταδοτικότητα που παρουσιάζει ο εκάστοτε χώρος εργασίας, σε σχέση είτε με τον συγχρωτισμό που αναπτύσσεται, είτε με την αμεσότητα στην επαφή πελατών και εργαζομένων, είτε με την επαφή των εργαζομένων με μέσα και υλικά, όπως φαγώσιμα είδη. Εύλογο είναι, κατά τούτο, να απαιτούνται δύο τεστ για εκπαιδευτικές δομές και χώρους εστίασης και ένα σε λιγότερο επικίνδυνους χώρους εργασίας.

5. Πρέπει να επεκταθεί η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού και σε άλλες κατηγορίες πληθυσμού; Ο εμβολιασμός αποτελεί το πλέον ισχυρό όπλο ευρείας κλίμακας κατά της πανδημίας. Δυστυχώς, η σταδιακώς φθίνουσα ζήτηση έχει ως αποτέλεσμα να απέχουμε ακόμη από τον στόχο της ανοσίας πληθυσμού. Ενα στόχο που άλλες χώρες με παρόμοια πληθυσμιακά και γεωχωρικά χαρακτηριστικά, όπως η Πορτογαλία, φαίνεται να προσεγγίζουν, με αποτέλεσμα να έχουν μικρότερη θετικότητα και λιγότερες νοσηλείες. Το πρώτο βήμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού περιλάμβανε τους εργαζομένους σε δομές φροντίδας ηλικιωμένων, δομές φροντίδας ΑμεΑ και υγειονομικές δομές, για λόγους που νομίζω είναι προφανείς. Το ενδεχόμενο να επεκταθεί η υποχρεωτικότητα και σε άλλες κατηγορίες πληθυσμού, ιδίως σε όσους εργάζονται σε πεδία εν δυνάμει υπερμετάδοσης ή σε κρίσιμες για τη χώρα υποδομές, παραμένει ανοικτό και θα αξιολογηθεί. Σήμερα, μάλιστα, που τα εμβόλια σταδιακά λαμβάνουν οριστική άδεια, όπως συνέβη με το εμβόλιο της Pfizer από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων των ΗΠΑ, εκλείπει και το τελευταίο νομικό και ψυχολογικό ανάχωμα για την επέκταση του προγράμματος υποχρεωτικού εμβολιασμού. Πάντως, θα πρέπει κάποια στιγμή να φτάσουμε ως κοινωνία σε ένα επίπεδο ωριμότητας που δεν θα χρειάζεται ένα πατερναλιστικό κράτος για να αντιλαμβανόμαστε τις ευθύνες μας απέναντι στην κοινότητα. Εχοντας απώλειες περίπου 4,5 εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως, εκ των οποίων 13.500 στη χώρα μας, η άποψη ότι θα εμβολιαστούμε όταν αυτό καταστεί κρατική επιταγή συνιστά υποκριτική απενοχοποίηση.

6. Είναι τα μέτρα αντισυνταγματικά; Το κράτος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, οφείλει να μεριμνά για την υγεία των πολιτών και δικαιούται να αξιώνει από όλους την εκπλήρωση του χρέους κοινωνικής αλληλεγγύης. Η δε ιδιωτική αυτονομία δεν μπορεί να εξικνείται έως του σημείου να τίθεται σε κίνδυνο η δημόσια υγεία και η ευημερία της χώρας. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί τηρούν το αναγκαίο μέτρο και είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ο μεν υποχρεωτικός εμβολιασμός περιορίζεται όπου κρίνεται ότι υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος μετάδοσης και νόσησης. Τα δε μέτρα πρόσβασης σε χώρους συγκέντρωσης του κοινού διαβαθμίζονται, πρώτον, εξ αντικειμένου ανάλογα με το κάθε πεδίο, τον βαθμό επικινδυνότητάς του και τον αναγκαίο ή μη χαρακτήρα του και, δεύτερον, εξ υποκειμένου ανάλογα με τον κίνδυνο που κάθε πρόσωπο έχει στο να μεταδώσει τον ιό. Για τα θέματα αυτά, η νομολογία είναι σαφής: επιτρέπεται ο υποχρεωτικός εμβολιασμός ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στην τυπική εκπαίδευση και για την απασχόληση σε κρίσιμες κρατικές υποδομές, όπως η ΕΜΑΚ και δομές κοινωνικής προστασίας. Για την ταυτότητα του λόγου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση εθνικά προγράμματα υποχρεωτικού εμβολιασμού.

7. Συνιστούν τα μέτρα διχασμό της κοινωνίας; Η αφετηρία του φετινού φθινοπώρου είναι απολύτως διαφορετική σε σχέση με πέρυσι. Πρώτον, σήμερα υπάρχει καθολική και άμεση πρόσβαση σε εμβόλιο της επιθυμίας του καθενός. Δεύτερον, γνωρίζουμε ότι η πιθανότητα να νοσήσει κάποιος ανεμβολίαστος είναι υπερπολλαπλάσια έναντι ενός εμβολιασμένου. Τρίτον, το σύστημα υγείας πιέζεται λόγω της νόσησης των μη εμβολιασμένων – περισσότερο από το 90% των ασθενών σε ΜΕΘ είναι ανεμβολίαστοι. Υπό το φως αυτό, δεν υπακούει σε καμία λογική, ούτε είναι ηθικό να επιβάλλονται καθολικοί περιορισμοί που θα εφαρμόζονται εξίσου σε όσους έχουν μικρό έναντι μεγάλου ιικού δυναμικού και σε εκείνους που επιτέλεσαν το κοινωνικό τους χρέος τους έναντι εκείνων που ακόμη απέχουν. Αλήθεια, είναι ηθικό να κλείνουν σχολεία και πανεπιστήμια, να κλυδωνίζεται η αγορά και η οικονομία, να περιορίζεται η κοινωνία ολόκληρη επειδή επιλέγουν ορισμένοι να μην εμβολιάζονται; Τι θα απαντούσαμε στα νέα παιδιά που εμβολιάζονται μολονότι τα ίδια έχουν μικρότερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης έναντι των πιο ηλικιωμένων συμπολιτών μας; Ο διχασμός δεν προκαλείται όταν η πολιτεία μεριμνά για τη δημόσια υγεία θέτοντας ανάλογες προϋποθέσεις, αλλά, αντιθέτως, όταν δεν διασφαλίζει ευρυθμία σε εκείνους που φροντίζουν για τον εαυτό τους και τους άλλους. Την απάντηση δίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας μνημονεύοντας ρητά ότι συνταγματικά δεν υφίσταται ταυτότητα συνθηκών μεταξύ εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων. Η δε πολιτεία θα φροντίσει για την απαρέγκλιτη τήρηση των μέτρων αυτών.

Τα μέτρα που τίθενται σε ισχύ συνιστούν ένα ισόρροπο μείγμα για την προστασία της δημόσιας υγείας. Μέτρα συνεκτικά που λαμβάνουν υπ’ όψιν τον αναγκαίο ή μη χαρακτήρα της δραστηριότητας, τη δυνατότητα ή μη χρήσης μάσκας και την κλίμακα της κάθε συγκέντρωσης. Μέτρα που δεν διχάζουν, αλλά συνθέτουν, αποσκοπώντας να διατηρηθεί όρθια η κοινωνική και οικονομική ζωή. Με την ελπίδα ότι όλοι οι πολίτες θα αντιληφθούν την αξία του εμβολίου και θα προστρέξουν σε αυτό, ώστε να απαλλαγούμε το συντομότερο δυνατόν από τους υφιστάμενους περιορισμούς.

Ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης είναι υπουργός Επικρατείας

πηγή: kathimerini