Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του πριν από έναν χρόνο, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αντιμετώπιζε εξαιρετικά μεγάλες προκλήσεις. Έπρεπε να αντιμετωπίσει μια παγκόσμια πανδημία που είχε συντρίψει την οικονομία και είχε μπερδέψει τους ειδικούς.

Έπρεπε να επιδιορθώσει τις κατεστραμμένες συμμαχίες των ΗΠΑ και να αποκαταστήσει την αμερικανική αξιοπιστία μετά από τέσσερα χρόνια προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ. Πιο συγκεκριμένα, αναλάμβανε τη διακυβέρνηση μιας χώρας που είχε αφεθεί πικρά διχασμένη – με την εμπιστοσύνη στους κρατικούς-κυβερνητικούς θεσμούς να υποχωρεί κατακόρυφα, τους Ρεπουμπλικανούς να είναι απρόθυμοι να συνεργαστούν και τους Δημοκρατικούς να διαθέτουν τις πιο πλέον οριακές πλειοψηφίες στα δύο σώματα του ομοσπονδιακού Κογκρέσου.

Στην αρχή μιας νέας διακυβέρνησης, τα πράγματα σπάνια έμοιαζαν τόσο άσχημα.

Επιτυχίες
Αυτό το ζοφερό πλαίσιο καθιστά ακόμη πιο εντυπωσιακή τη δυναμική της οικονομικής ανάκαμψης κατά τους πρώτους 12 μήνες Μπάιντεν.

Το 2021, το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 6,1%, σημειώνοντας ανάκαμψη από την πτώση 2,3% του 2020, την ταχύτερη ανάκαμψη από οποιαδήποτε συγκρίσιμη προηγμένη οικονομία. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε σε λιγότερο από 4%. Αν και η διάθεση των ανθρώπων είναι στα τάρταρα και η ψυχραιμία επίσης, μετά από δύο χρόνια πανδημίας Covid-19, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα – και στις περισσότερες άλλες χώρες, πλούσιες και φτωχές, είναι.

Ο Μπάιντεν έχει επίσης κάποια θεμιτά επιτεύγματα για τα οποία μπορεί να καυχιέται. Ενέκρινε τους περισσότερους ομοσπονδιακούς δικαστικούς υποψηφίους τον πρώτο χρόνο της προεδρίας του σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον πρόεδρο από την εποχή του Ρόναλντ Ρίγκαν.

Η κυβέρνησή του έχει δώσει προτεραιότητα στις πρωτοβουλίες για το κλίμα, έχει σημειώσει πρόοδο κατά της πανδημίας και έχει αποφύγει σε μεγάλο βαθμό τα σκάνδαλα.

Επικίνδυνη προσέγγιση
Δυστυχώς, αυτά τα επιτεύγματα δεν αλλάζουν το γεγονός ότι ο Μπάιντεν έχει απογοητεύσει σε ζωτικής σημασίας σημεία. Τα στοιχεία για την ανάπτυξη δεν αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της χώρας, καθώς η ανάκαμψη αντιμετωπίζει κινδύνους – και η προσέγγιση του Μπάιντεν στη χάραξη πολιτικής τούς ενισχύει.

Η σοβαρότερη απειλή δεν είναι η Covid-19 αλλά η πιθανότητα να καταρρεύσει εντελώς ο μηχανισμός διακυβέρνησης της Αμερικής, ο οποίος τρίζει. Η πιο σημαντική δουλειά του προέδρου ήταν να αποκαταστήσει κάποια μορφή εθνικής ενότητας και να πείσει Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους να συνεργαστούν. Αν το προσπάθησε έστω και λίγο, σίγουρα δεν ήταν αρκετό. Το τελευταίο διάστημα φαίνεται να υπολογίζει, όχι λιγότερο απ’ ο,τι το έπραττε ο Τραμπ, ότι η διχόνοια μπορεί να προωθήσει τους πολιτικούς του στόχους.

Από την αρχή της θητείας του, ο Μπάιντεν υποχωρεί διαρκώς στην “προοδευτική αριστερά” του Δημοκρατικού Κόμματος – την πιο ενεργητική πτέρυγά του, αλλά και μια πτέρυγα η οποία δεν έχει επαφή με μεγάλο μέρος της χώρας και αντιμετωπίζει κάθε είδους συμβιβασμό ως συνθηκολόγηση.

Αυτή η συμμαχία καθυστέρησε και παρ’ ολίγον να “σκότωνε” ένα τόσο απαραίτητο νομοσχέδιο όσο εκείνο για τις Υποδομές, το οποίο είχε δικομματική υποστήριξη. Εμπόδισε επίσης λογικές τροποποιήσεις στο Αμερικανικό Σχέδιο Διάσωσης, το οποίο ψηφίστηκε τον Μάρτιο. Όπως φαίνεται τώρα πια ξεκάθαρα, αυτό το μέτρο των 1,9 τρισ. δολαρίων βοήθησε να τροφοδοτηθεί η πλεονάζουσα ζήτηση και να εξωθηθεί το ποσοστό του πληθωρισμού στο 7% τον Δεκέμβριο – φέροντας την ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα (Federal Reserve) ενώπιον της πρόκλησης της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής με τρόπο ο οποίος δεν θα συντρίβει την ανάκαμψη.

Τετραγωνισμός του κύκλου
Όσο για το σχέδιο Build Back Better, το οποίο έχει προς το παρόν παγώσει, σχεδιάστηκε για να συμβιβάσει την επιθυμία των προοδευτικών για ακόμη ένα “μετασχηματιστικό” δημοσιονομικό πρόγραμμα με δύο υποσχέσεις του Μπάιντεν – ότι οι δαπάνες θα “καλυφθούν με δημοσιονομικά ισοδύναμα” και ότι οι φόροι δεν θα αυξηθούν για την τεράστια πλειοψηφία των Αμερικανών.

Για να τετραγωνιστεί αυτός ο κύκλος, η πρόταση βασίστηκε σε ένα δημοσιονομικό κόλπο τόσο παράδοξο, που αποξένωσε τους μετριοπαθείς εντός του Δημοκρατικού Κόμματος. Βασικό θύμα, εάν το νομοσχέδιο “καταρρεύσει” και δεν ψηφιστεί, θα είναι εκατοντάδες δισ. δολάρια για τη στήριξη της καθαρής ενέργειας και της μείωσης της χρήσης άνθρακα – μια δέσμευση τεράστιας σημασίας η οποία θα έπρεπε να είχε κατευθυνθεί στο Κογκρέσο ως ξεχωριστή πρωτοβουλία. Σύμφωνα με την νοοτροπία των “προοδευτικών”, έπρεπε να πάμε στο “όλα ή τίποτα”: ο διαχωρισμός και η ιεράρχηση θα άφηνε την κρίση να πάει χαμένη.

Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου την Τετάρτη, ο Μπάιντεν ανέφερε ότι είναι πλέον σαφές ότι το σχέδιο πρέπει να κατατμηθεί σε μικρότερα κομμάτια που θα μπορούσαν να λάβουν την απαραίτητη υποστήριξη στο Κογκρέσο. Αυτό είναι ενθαρρυντικό. Δεν είναι πολύ αργά για να διασωθούν τμήματα του προγράμματός του.

Και τα δύο δημοσιονομικά μέτρα αμαυρώθηκαν, επιπλέον, από έναν “αντανακλαστικό” σεβασμό στα συνδικάτα, ο οποίος πρόσθεσε τεράστιο κόστος και υπονόμευσε τους ίδιους τους στόχους του προέδρου. Η συμμαχία του Μπάιντεν με τις συνδικαλιστικές ενώσεις των εκπαιδευτικών κάλυψε επίσης τα λαθεμένα κλεισίματα σχολείων λόγω πανδημίας που έβλαψαν τους μαθητές, επιβάρυναν τους γονείς και δημιούργησαν τεράστιο βάρος πολιτικών ευθυνών.

Διχασμός αλά Τραμπ;
Το πιο πρόσφατο νεύμα του προέδρου προς τα αριστερά είναι το πιο ανησυχητικό.

Στην ομιλία του την περασμένη εβδομάδα στην Ατλάντα, έκανε λόγο για μεταρρυθμίσεις στον εκλογικό νόμο με τρόπο που θα μπορούσε να σκοτώσει κάθε πιθανότητα μελλοντικής συνεργασίας των Δημοκρατικών με Ρεπουμπλικανούς κοινοβουλευτικούς. Οι λογικοί άνθρωποι μπορεί να διαφωνούν σχετικά με τον καλύτερο τρόπο διευκόλυνσης της πρόσβασης στην ψηφοφορία, ζητώντας όμως παράλληλα προστασία της αξιοπιστίας των ψηφοδελτίων. Το να κατηγορεί κανείς, ωστόσο, τους αντιπάλους των προτάσεών του ως εχθρούς της δημοκρατίας – όπως έκανε ο πρόεδρος – είναι και απαράδεκτο και αυτοκαταστροφικό: πώς μπορεί ο Μπάιντεν να φαντάζεται ότι μια τέτοια ρητορική καθιστά πιο πιθανή μια συμφωνία;

Ένα χρόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο πρόεδρος πρέπει να θυμηθεί ότι υποσχέθηκε απομάκρυνση από τη δηλητηριώδη πολιτική κουλτούρα που καλλιέργησε ο Τραμπ και να αρχίσει να επουλώνει τις πληγές των διαιρέσεων στη χώρα. Γι’ αυτό ακριβώς εξελέγη και κανένα καθήκον δεν είναι πιο σημαντικό από αυτό.

Αυτό σημαίνει αντίσταση στις εκκλήσεις της “σκληρής” Αριστεράς. Σημαίνει επίσης να μιλά κανείς στους ανθρώπους που βρίσκονται στο Κέντρο, πολιτικό, γεωγραφικό και ταξικό, μιας εξουθενωμένης και αποθαρρυμένης χώρας.

Την Τετάρτη, ο Μπάιντεν δήλωσε ότι θα το κάνει, υποσχόμενος να ταξιδέψει περισσότερο προκειμένου να εξηγήσει τις προτάσεις του και να υποστηρίξει τα επιχειρήματά του. Εάν είναι τυχερός, αυτό θα μπορούσε να τον βοηθήσει να ανακτήσει το έδαφος που έχασε στις τάξεις των ψηφοφόρων – ειδικά αν αφιερώσει χρόνο για να ακούσει, εκτός του να μιλήσει.

Της Συντακτικής Επιτροπής του Bloomberg Opinion