Τις έντονες αντιδράσεις των εργαζομένων έχουν προκαλέσει οι διατάξεις για τα εργασιακά που περιλαμβάνονται στο πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Ανάπτυξης με τίτλο «Επενδύω στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις». Οι αντιδράσεις εστιάζονται σε τρία καίρια σημεία που αφορούν στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τις κλαδικές συμβάσεις και στη διαδικασία προσφυγής στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ).

Για τα παραπάνω κρίσιμα ζητήματα, το tomanifesto.gr ζήτησε διευκρινήσεις από τον εργατολόγο  Γιάννη Καρούζο.

Στο ιδιαίτερα φλέγον θέμα για το νέο «ρόλο» του αρμόδιου Υπουργού Εργασίας, με βάση –πάντα- τις σχετικές διατάξεις, ο Γ. Καρούζος χαρακτήρισε ως «ιδιαιτέρως ισχυρό και παρεμβατικό το «ρόλο» του Υπουργού Εργασίας» και ανέφερε ότι «οι νέες διατάξεις αφήνουν ευρύ περιθώριο παρέμβασης, καθώς πολλά ζητήματα επρόκειτο να προσδιοριστούν μέσω Υπουργικών Αποφάσεων που θα εκδοθούν».

Συνέντευξη στην Άντζελα Πεΐτση

Κύριε Καρούζο ποια είναι κατά την άποψή σας, η στόχευση των αλλαγών στα εργασιακά που περιλαμβάνονται στο πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Ανάπτυξης «Επενδύω στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις»;

Το νέο πολυνομοσχέδιο περιέχει διατάξεις που στοχεύουν στην προσέλκυση νέων επενδύσεων στη χώρα, προκειμένου να επέλθει η επιθυμητή ανάπτυξη. Παράλληλα, με τις διατάξεις που αφορούν τις επενδύσεις, επήλθαν αλλαγές στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, με σκοπό την προώθηση ευέλικτων επιχειρήσεων, οι οποίες μπορούν να παραμείνουν ανταγωνιστικές.

Ήδη οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ζητούν διορθώσεις επί καίριων ζητημάτων τα οποία αφορούν στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας και στη διαδικασία προσφυγής στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Τι ίσχυε μέχρι και σήμερα και τι πρόκειται να ισχύσει από εδώ και πέρα;

Τον τελευταίο έναν χρόνο, είχαν αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό θα λέγαμε, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Είχε επανέλθει η εφαρμογή της αρχής της εύνοιας σε περίπτωση συρροής συλλογικών συμβάσεων, όπως και η δυνατότητα κήρυξης των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων ως γενικώς υποχρεωτικών. Με τις νέες διατάξεις, παρατηρείται η επάνοδος των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων, οι οποίες δύνανται να υπερισχύουν των κλαδικών, σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Παράλληλα, προβλέπεται η δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων επιχειρήσεων από την ισχύ των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων είτε κατόπιν συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων, είτε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας.

Σαρωτικές είναι οι αλλαγές στο θεσμό της διαιτησίας. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί μιλούν για «έμμεση» κατάργηση αυτής, καθώς η διαδικασία της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία αυστηροποιείται μέσω της πρόβλεψης πολλών και ασαφών κριτηρίων.

Το νέο «ρόλο» του αρμόδιου Υπουργού Εργασίας, με βάση τις παραπάνω διατάξεις, πως τον χαρακτηρίζετε και γιατί;

Ιδιαιτέρως ισχυρό και παρεμβατικό θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το «ρόλο» του Υπουργού Εργασίας. Οι νέες διατάξεις αφήνουν ευρύ περιθώριο παρέμβασης, καθώς πολλά ζητήματα επρόκειτο να προσδιοριστούν μέσω Υπουργικών Αποφάσεων που θα εκδοθούν.

Κύριε Καρούζο –από το νέο εργασιακό τοπίο που διαφαίνεται πως πηγαίνει να διαμορφωθεί- διαβλέπετε πως οι εργαζόμενοι θα προσφεύγουν τελικά μέχρι και τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια για την επίλυση των διαφορών τους και ειδικά για το θέμα της «διαιτησίας»;

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δύνανται σε περίπτωση ένδικης διαφοράς, η οποία τυχόν θα προκύψει, να προασπίσουν τα δικαιώματα των μελών τους τόσο ενώπιον των εθνικών όσο και των ευρωπαϊκών δικαστηρίων.

Ωστόσο ως προς το θέμα της ηλεκτρονικής ψήφου για την υπερψήφιση ή καταψήφιση μιας απεργιακής κινητοποίησης, η κοινωνία διαφαίνεται πως το «βλέπει με θετικό μάτι». Θα θέλαμε όμως να μας εξηγήστε γιατί στο σημείο αυτό υπάρχουν αντιδράσεις από τους συνδικαλιστές;

Κατά την άποψη των συνδικαλιστικών οργανώσεων, η καθιέρωση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας σε κρίσιμα ζητήματα, όπως αυτό της κήρυξης απεργίας, θα επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στη συσπείρωση τους, αφού θα αποδυναμωθεί ο θεσμός της γενικής συνέλευσης. Παράλληλα, κατά την ίδια άποψη, η ηλεκτρονική ψήφος αντιστρατεύεται το δημοκρατικό χαρακτήρα των συνδικαλιστικών οργανώσεων και δεν προάγει τη διαδικασία του διαλόγου.