Η παρέμβαση Βενιζέλου

Οι παρεμβάσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου είναι πάντοτε ειδικού βάρους και διττής σημασίας. Διότι φέρουν βαρύνουσα νομική και πολιτική αξία ταυτόχρονα. Η παρέμβασή του για το θέμα της παρακολούθησης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ είχε ένα σημείο που πέρασε –σχεδόν– απαρατήρητο. Αναφερόμενος στις ευθύνες της εισαγγελικής Αρχής, υποστήριξε ότι «υπάρχουν εξίσου τεράστιες ευθύνες της Δικαιοσύνης με τη μορφή και πάλι εισαγγελικών λειτουργών ειδικών και αποκλειστικών καθηκόντων, όπως η “εισαγγελέας της ΕΥΠ”. Είχε προηγηθεί η ακραία προκλητική εμπειρία της “εισαγγελέως Διαφθοράς”. Η κατάργηση των ειδικών/προνομιακών εισαγγελικών αυτών θέσεων, που πλήττουν ούτως ή άλλως την αρχή του νόμιμου δικαστή, είναι επιβεβλημένη». Η θέση αυτή δεν είναι νέα για τον κ. Βενιζέλο. Την υποστηρίζει εδώ και καιρό. Και είναι και απολύτως ορθή. Μη λησμονούμε όμως ότι η ιδιάζουσα διαδικασία εκδίκασης πράξεων διαφθοράς κρατικών αξιωματούχων εισήχθη με τον ν. 4022/2011 (τον οποίο συνυπέγραψε ο κ. Βενιζέλος) και ο οποίος αποτέλεσε το έδαφος επί του οποίου ο Αντώνης Ρουπακιώτης δημιούργησε την Εισαγγελία Διαφθοράς τον 2013 (με το άρθρο 75 του ν. 4139/2013).

 

Ηθελημένο σφάλμα(;)

Αν και συνήθως συμφωνώ με τις νομικές θέσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου, θεωρώ ότι ηθελημένα σφάλλει στο σημείο της τοποθέτησής του που αναφέρει ότι η παρακολούθηση του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη ήταν παράνομη διότι «το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 ως ειδικότερη διάταξη θέτει, απευθείας εκ του συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ. 1». Κατ’ αρχάς, οι πρόνοιες του άρθρου 61 δεν είναι γενικές και αόριστες. Σχετίζονται αναγκαία με τα όσα πράττει ο βουλευτής «κατά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων». Μία ενδεχόμενη δραστηριότητα κατά της ασφάλειας του κράτους δεν μπορεί να καλυφθεί από τη βουλευτική ασυλία, όσο διασταλτικά και να ερμηνεύσει κανείς τη συνταγματική διάταξη. Αλλά και εκτός αυτού, δεν θυμάμαι να έχει την ίδια άποψη ο κ. Βενιζέλος όταν η ΕΥΠ παρακολουθούσε με την ίδια ακριβώς διαδικασία τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής και ο Ηλίας Κασιδιάρης απειλούσε από βήματος Βουλής την κυβέρνηση (και τον ίδιο δηλαδή) ότι θα κάνει μηνύσεις κατά παντός υπαιτίου (Συνεδρίαση Ολομέλειας, 31.10.2013).

 

Ανευ νοήματος…

Κατ’ αρχάς, ας ξεκαθαρίσουμε το βασικό και κύριο: ο πρωθυπουργός δεν βγήκε δημόσια να μιλήσει για τις υποκλοπές γενικά, τις παρακολουθήσεις, τα λογισμικά κατασκοπείας που κυκλοφορούν στο εμπόριο και ποιος μπορεί να παρακολουθείται. Δήλωσε δημοσίως τι συνέβη με την υπόθεση της νόμιμης επισύνδεσης του κινητού τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Τελεία και παύλα. Το αν παρακολουθούνται δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, μπακάληδες ή ψυκτικοί απ’ το Περιστέρι είναι άλλο κεφάλαιο που άπτεται αποκλειστικά των καθηκόντων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ). Διότι αν κάποιος αφελής θεωρεί ότι κακώς γίνονται νόμιμες συνακροάσεις, δεν έχει παρά να βρει ένα εύκαιρο λιβάδι με παπαρούνες και να τρέχει ολημερίς ξέγνοιαστος, σαν άλλος Κλοντ Μονέ…

 

Τακτική βαρεμάρας

Αρνούμενος μία ακόμη φορά να ενημερωθεί για τον λόγο παρακολούθησής του, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού τη Δευτέρα, επανέλαβε μονότονα αυτό που λέει από την πρώτη στιγμή που η νόμιμη επισύνδεση της κινητής συσκευής του είδε το φως της δημοσιότητας: «Να μας πει η κυβέρνηση για ποιον λόγο με παρακολουθούσε». Ο ίδιος βέβαια γνωρίζει ότι ούτε η κυβέρνηση ούτε κανείς άλλος θεσμικός παράγων μπορεί να πει δημόσια τον λόγο παρακολούθησής του, απλούστατα διότι η όλη διαδικασία καλύπτεται από το απόρρητο λόγω της επίκλησης της εθνικής ασφάλειας. Ο μόνος που δικαιούται να ξέρει είναι ο ίδιος. Ο ίδιος όμως δεν θέλει. Κάνει κόνξες. Και το θλιμμένο βιολί συνεχίζεται. Μέχρι να βαρεθεί και ο τελευταίος ψηφοφόρος (του).

 

«Από δω και πέρα τίποτα δεν μας τρομάζει»

Η θεσμική έκπτωση είναι ασυγχώρητο ολίσθημα μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Το κράτος δικαίου οφείλει να έχει αναστολείς, θεσμικά αντίβαρα που αποτρέπουν τέτοιου είδους ολισθήματα. Την περίοδο της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ η λειτουργία των θεσμών ετέθη συνολικά εν αμφιβόλω.

Καταστρατηγήθηκε βάναυσα η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των εξουσιών με συνεχείς παρεμβάσεις –ευθέως και πλαγίως– στη Δικαιοσύνη, αλλά και απειλές όταν αυτές οι «παρεμβάσεις» δεν τελεσφορούσαν.

Καταστρατηγήθηκε βάναυσα το τεκμήριο της αθωότητας, κορωνίδα του νομικού πολιτισμού παγκοσμίως. Εδώ είχαμε και την εξής πρωτοτυπία: ενώ η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αναγκάστηκε να κυρώσει την Οδηγία 2016/343/ΕΕ για την προστασία του κατηγορούμενου από δηλώσεις πολιτικών που προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης, οι ίδιοι έβγαιναν καθημερινά στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα και «μοίραζαν καταδίκες» στους ελεγχόμενους για την υπόθεση Novartis, σε όποιο σκάνδαλο εφεύρισκε ο φίλα προσκείμενος Τύπος, ακόμα και στον Ριχάρδο – ο οποίος αθωώθηκε πανηγυρικώς από το σύνολο των κακουργημάτων που του φόρτωσαν.

Δεν θα σταθώ σε άλλες μεμονωμένες περιπτώσεις, έχουν αναλυθεί δεκάδες φορές. Ωστόσο, αυτή η αντιθεσμική νοοτροπία, την οποία αποπειράθηκαν να «νομιμοποιήσουν» διά της νομοθετήσεως, κατέρρευσε (και καταρρέει ακόμα) στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Πληθώρα νόμων κηρύσσονται αντισυνταγματικοί, υποδηλώνοντας μία ολοκληρωτική αντίληψη για την άσκηση της εξουσίας.

Είναι η μετουσίωση της ανάληψης της κυβέρνησης του κράτους. Το επόμενο βήμα. Ο έλεγχος των αρμών της εξουσίας. Η ολοσχερής και άνευ όρων κατάληψη της εξουσίας. Είναι η άρνηση ότι στις φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν παραχωρείται απόλυτη εξουσία στον κυβερνήτη.

Και όλο αυτό εξηγείται πολύ εύκολα διότι το ιδεολογικό τους υπόβαθρο φτάνει βαριά-βαριά ως τον Λένιν και τα όσα έλεγε στους συντρόφους του στο 3ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ τον Ιανουάριο του 1918: «Από δω και πέρα τίποτα δεν μας τρομάζει, γιατί δημιουργήσαμε τη νέα κρατική εξουσία μας, γιατί κρατάμε στα χέρια μας τη διακυβέρνηση του κράτους».