Ο διπολισμός της Τουρκίας

Οπως αποκάλυψε το Open, η Τουρκία διακινεί ένα δισέλιδο non-paper στις ξένες πρεσβείες στο ίδιο μήκος κύματος με τις δηλώσεις Ερντογάν και υπουργών του, επιχειρώντας να δικαιολογήσει γιατί ακύρωσε το Ανώτατο Συμβούλιο Ελλάδας – Τουρκίας που λάμβανε χώρα σε ετήσια βάση τα τελευταία χρόνια, κατηγορεί την Αθήνα ότι απειλεί για μονομερή επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, ισχυρίζεται ότι γίνονται παραβιάσεις από τα ελληνικά μαχητικά και, τέλος, θεωρεί ότι οι στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ που βρίσκονται στην Ελλάδα στρέφονται εναντίον της Τουρκίας. Και παρά την αυξανόμενη ρητορική έντασης και μετά τους λεονταρισμούς του κατά της Ελλάδας, ο Τούρκος υπουργός Αμυνας Χουλουσί Ακάρ μιλώντας στον ανταποκριτή του ΣΚΑΪ στην Κωνσταντινούπολη, Μανώλη Κωστίδη, επιχείρησε να ρίξει τους τόνους δηλώνοντας ότι η Τουρκία είναι έτοιμη για συναντήσεις και συζητήσεις με την Ελλάδα για όλα τα ζητήματα και για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Κατά την άποψη του γράφοντος, η μανιχαϊστική άσκηση πολιτικής ουδέποτε έφερε τα προσδοκόμενα αποτελέσματα στους εμπνευστές της.

 

Ποιες ίσες αποστάσεις;

Οταν το 2014 ανακοινώθηκε ότι ο πρώην σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Νορβηγίας, Γενς Στόλτενμπεργκ, θα αναλάβει 13ος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ουδείς πρόβαλε αντιρρήσεις διότι το μετριοπαθές προφίλ του και η ουδετερότητα της χώρας καταγωγής του αποτελούσαν εχέγγυα αμερόληπτης ηγεσίας. Ωστόσο, τα πράγματα δεν κύλησαν ακριβώς έτσι από το 2014 έως σήμερα. Για πολλοστή φορά ο Στόλτενμπεργκ όχι μόνο δεν κρατά τις αποστάσεις που επιβάλλουν η θέση και ο ρόλος του, αλλά συνεχίζει προκλητικά αφενός να μην ενοχλείται από την τουρκική παραβατικότητα σε βάρος της Ελλάδας, αφετέρου βρίσκει «δικαιολογημένες τις απαιτήσεις της Τουρκίας απέναντι στη Φινλανδία και τη Σουηδία». Αυτό που πρέπει να εξηγηθεί στον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ είναι ότι η επιθετικότητα της Τουρκίας απέναντι σε ένα μέλος της Συμμαχίας δεν απειλεί μόνο την Ελλάδα. Απειλεί κυρίως τα θεμέλια του ίδιου του ΝΑΤΟ, τα συμφέροντα του οποίου (υποτίθεται) ότι προασπίζεται ο Στόλτενμπεργκ.

 

Μέθοδοι μαφίας

 Διαβάζοντας χθες στο «toManifesto» το βαρύ κατηγορητήριο κατά του Παπαγγελόπουλου και της Τουλουπάκη, μου γεννάται η εξής απορία: Πώς είναι δυνατό να θεωρεί κάποιος ότι μπορεί να στήσει τέτοιου είδους σκευωρία σε βάρος όχι απλά δέκα πολιτικών, αλλά σε βάρος του ίδιου του πολιτεύματος. Πώς είναι δυνατό να πιστεύει κάποιος ότι θα πειθαρχήσουν εισαγγελείς, μάρτυρες, διωκτικές αρχές και δικαστήρια σε μία τόσο χοντροκομμένη απόπειρα χειραγώγησης του εκλογικού σώματος με το κατ’ επίφασιν αφήγημα της «κάθαρσης». Στο κατηγορητήριο περιγράφονται μέθοδοι μαφίας για την εξόντωση δημοσιογράφων, πολιτικών και λοιπών «ενοχλητικών» προσώπων με κοινή συνισταμένη την παντί τρόπω διατήρηση της εξουσίας. Με αυτά που διαβάζω, μου ήρθε στον νου η χαρακτηριστική σκηνή από την ταινία του Σταύρου Τσιώλη «Ας περιμένουν οι γυναίκες», παραφρασμένη για της ανάγκες της περίστασης: «– Ητανε σκευωρία, κύριε Πάνο; – Ο ορισμός της σκευωρίας, κυρία μου».

 

Αύξηση επιτοκίων

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ενέκρινε την Τετάρτη τη μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων από το 1994, σε μια προσπάθεια να ανακόψει την άνοδο του πληθωρισμού, προβλέποντας επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας και αύξηση της ανεργίας. Η κίνηση επιβεβαιώνει ότι η οικονομική κρίση, που ξεκίνησε από τις συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού και συνεχίζεται με τον παγκόσμιο οικονομικό αντίκτυπο που έχει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, απαιτεί συνεκτική αντιμετώπιση κατ’ αρχάς σε ευρωπαϊκό και σε δεύτερο βαθμό σε παγκόσμιο επίπεδο. Ειδικότερα στα καθ’ ημάς, πομφόλυγες που εξαπολύει («αμολάει» είναι το αρμόζον ρήμα, αλλά είμαι politically correct) η αντιπολίτευση για δήθεν νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησης, δεν πείθουν ούτε τα hardcore ακροατήριά της, υπό την παραδοχή ότι την αφήνουν να έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο και να ενημερώνεται –έστω στα κρυφά– από σοβαρές διεθνείς πηγές.

 

Τέσσερα χρόνια από τη Συμφωνία των Πρεσπών

Σήμερα έχουμε γενέθλια. Συμπληρώνονται τέσσερα έτη από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών την 17.6.2018 από τις κυβερνήσεις των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και του Ζόραν Ζάεφ. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε χαρακτηρίσει «ιστορική» την εν λόγω Συμφωνία, η οποία θέτει νέες βάσεις για την ασφάλεια και τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου.

Τι άλλαξε λοιπόν τα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από την υπογραφή της Συμφωνίας; Η απάντηση είναι απλούστατη: Τίποτα. Μάλλον, σχεδόν τίποτα, αν εξαιρέσει κανείς ότι χαρίσαμε στα Σκόπια «μακεδονική γλώσσα» και «μακεδονική εθνικότητα».

Κατά τα λοιπά, οι αξιώσεις των Σκοπιανών σε πληθώρα σημείων που υποτίθεται ότι θα λύνονταν συνεχίζονται. Οπως αναγνώρισε ο Νίκος Δένδιας, μιλώντας στη Βουλή, η Συμφωνία δεν λειτουργεί με ευθύνη των Σκοπίων. Είπε ότι δεν έχει κάνει καμία πρόοδο η Μεικτή Επιτροπή για τα σχολικά βιβλία, ότι δεν έχουν υποχωρήσει οι Σκοπιανοί στο καυτό ζήτημα των εμπορικών σημάτων και ότι δεν έχουν αποσύρει τα αγάλματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η διεκδίκηση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς της Μακεδονίας συνεχίζεται.

Εάν σε αυτά προστεθούν ότι οι αθλητικές ομάδες των Σκοπίων συμμετέχουν σε διεθνείς διοργανώσεις με το όνομα «Μακεδονία», ή ότι η Μακεδονική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών αρνήθηκε να μετονομαστεί σε Βορειομακεδονική, ή ακόμα ότι και ο ίδιος ο Ζάεφ δέχεται να μιλάει σε συνέδρια και fora ανεβαίνοντας σε podiums που αναγράφουν σκέτο «Μακεδονία», αποδεικνύεται ότι ο γεωγραφικός προσδιορισμός είναι για το θεαθήναι και ουσιαστικά δεν χρησιμοποιείται.

Αλλά και γεωπολιτικά, η Συμφωνία ουδεμία επίπτωση είχε. Η ενόχληση της Βουλγαρίας, η οποία θεωρεί ότι στα Σκόπια κατοικεί μεγάλος αριθμός Βουλγάρων και ότι οι λεγόμενοι «Μακεδόνες» διεκδικούν παρατύπως την ιστορία και τους ήρωες του βουλγαρικού έθνους, έφτασε σε σημείο να θέσει βέτο στην ενταξιακή πορεία των Σκοπίων στην ΕΕ. Και, βεβαίως, η «ασφάλεια της περιοχής» που προσχηματικά διατυμπάνιζε ο Τσίπρας ότι εγκαθιδρύει η Συμφωνία, έφερε τους Τούρκους και στα βόρεια σύνορά μας, αφού τα Σκόπια υπέγραψαν πενταετή στρατιωτική συμφωνία με την Τουρκία.

Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είχε, δεν έχει και δεν πρόκειται να έχει την «ιστορική βαρύτητα» και το γεωπολιτικό αποτύπωμα που διατυμπάνιζαν οι εμπνευστές της. Πρόκειται απλώς για μία προσωπική υπόθεση των υπογραφόντων, ερειδόμενη κυρίως σε ιδεολογικές εμμονές της Αριστεράς, η οποία δυστυχώς αντανακλά και βαρύνει τα κράτη και τους πολίτες τους.

 

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”