Στις 19 Μαΐου 1919, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα του Πόντου και δρομολόγησε τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ποντιακού Ελληνισμού, που έγινε στο πλαίσιο του Απελευθερωτικού Αγώνα των Τούρκων κατά των Δυτικών (Αγγλογάλλων, Ιταλών, Ελλήνων), που κατείχαν εδάφη της Μικράς Ασίας. Από 200.000 έως 350.000 είναι οι Ελληνoπόντιοι, που εξολοθρεύτηκαν από τους Νεότουρκους κατά την περίοδο 1916-1923, σ’ ένα σύνολο 750.000 περίπου.

Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα -το 40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.

Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.

Το 1908 ήταν μια χρονιά – ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.

Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.

Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.

Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι Τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!

Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».

Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.

Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.

Η Έθελ Τόμσον (Ethel Thompson) το 1921 και το 1922 εργαζόταν για λογαριασμό της Near East Relief, σε ορφανοτροφεία της οργάνωσης κοντά στην πόλη Χαρπούτ, το σημερινό Έλαζιγ. Στην αναφορά που συνέταξε τόνιζε ότι έχει ένα αίσθημα φρίκης και απογοήτευσης όταν αναλογίζεται ότι υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σε αυτές τις συνθήκες και κυβερνήσεις που το ανέχονται. «Όταν μας το επέτρεπαν βοηθούσαμε με ρούχα και τρόφιμα τις συνοδείες των βρικολάκων, των ισχνών και λιμοκτονούντων Ελλήνων, γυναικών και παιδιών, που διέσχιζαν την Ανατολίσ. Τα μάτια είχαν βγει από τις κόγχες, τα οστά απλά καλύπτονταν από δέρμα. [Οι γυναίκες] έφεραν πάντα στη ράχη τα σκελετωμένα βρέφη τους και οδηγούνταν χωρίς τροφή και ρούχα από τους χωροφύλακες, μέχρι να πέσουν νεκρές», περιέγραφε.

(Πηγή: Near East Foundation archives, 1923)

Σε άλλο σημείο της έκθεσης υποστήριξε με έμφαση ότι όλα όσα μεταφέρει είναι η απόλυτη αλήθεια και ότι είδε και ομαδικούς τάφους έξω από τη Χαρπούτ. Πριν από εκεί βρισκόταν στη Σαμψούντα (Αμισό) για δύο περίπου μήνες, Ιούλιο-Αύγουστο 1921, περιμένοντας την τοποθέτησή της· από εκεί είδε τα σπίτια στα ελληνικά χωριά να καίγονται και γυναίκες να φτάνουν στην πόρτα του αρμενικού ορφανοτροφείου, όπου διέμεναν οι εργαζόμενοι στη Near East Relief, εκλιπαρώντας να αφήσουν τα παιδιά τους, αφού είχε ήδη διαταχθεί ο εκτοπισμός τους.

Στο δρόμο από τη Σαμψούντα προς τη Χαρπούτ η Έθελ Τόμσον είδε πορείες κάτω από τον καυτό ήλιο, πτώματα στις άκρες των δρόμων, γυναίκες να παίρνουν παιδιά από την αγκαλιά των νεκρών μητέρων τους και να συνεχίζουν. Μέσα στην πόλη αντίκρισε, όπως περιγράφει στην έκθεσή της, ανθρώπινα ερείπια: μια ομάδα Ελλήνων του Πόντου που προσπαθούσε να φτιάξει σούπα από χορτάρι και ένα αυτί προβάτου για να ξεγελάσει την πείνα της. «Οι Τούρκοι δεν τους είχαν δώσει φαγητό για 500 μίλια, από τη Σαμψούντα. Όσοι είχαν χρήματα, τα χρησιμοποίησαν για να δωροδοκήσουν τους χωροφύλακες. Όσοι δεν είχαν, απλά πέθαναν κατά τη διαδρομή», ανέφερε.

Μετά από ένα καλοκαίρι φρίκης, ήρθε ο χειμώνας. Η Τόμσον σημείωνε ότι χιλιάδες είχαν προσβληθεί από τύφο ή είχαν γάγγραινα στα πόδια. Στις 5 Φεβρουαρίου 1922, κατά τη διάρκεια επίσκεψης σε ορφανοτροφείο έξω από την πόλη, ήταν παρούσα σε περιστατικό ξυλοδαρμού παιδιών από Τούρκους χωροφύλακες και μανάδων που προσπάθησαν να τα προστατεύσουν. Όπως λέει, πολύ συχνά ο διευθυντής της Near East Relief στην περιοχή έκανε αίτημα στις Αρχές να φιλοξενηθούν στα ορφανοτροφεία παιδιά Ελληνίδων που είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ωστόσο συναντούσε σθεναρή άρνηση.

Η Έθελ Τόμσον μετά το 1922 σταμάτησε να εργάζεται για τη Near East Relief. Υπολόγισε (και αυτό αναφέρεται στην έκθεσή της, που δεν είναι όμως επίσημη) ότι από τους 30.000 Έλληνες που έφυγαν από τη Σεβάστεια, οι 8.000 πέθαναν καθ’ οδόν προς τη Χαρπούτ και οι 15.000 στάλθηκαν στο Ντιγιάρμπακιρ κατά τη διάρκεια του χειμώνα – στην πλειοψηφία ήταν γυναικόπαιδα. Τα πιο όμορφα κορίτσια κατέληξαν σε χαρέμια, ενώ από τη λευκή πορεία προς το Ντιγιάρμπακιρ δεν κατάφεραν να επιβιώσουν περί τα 3.000 άτομα. Άλλοι 9.000 Έλληνες στάλθηκαν προς το Μπιτλίς, χωρίς κανείς τότε από την οργάνωση να έχει την παραμικρή εικόνα για την τύχη τους, καθώς η πόλη ήταν κατεστραμμένη.

Η πορεία στο χάρτη: Σαμψούντα-Σεβάστεια-Χαρπούτ-Ντιγιάρμπακιρ

«Όταν ετοιμαζόμασταν για αναχώρηση, ο Τούρκος διοικητής μάς κάλεσε και μας ζήτησε να διαψεύσουμε τις εκθέσεις του κ. Γιόγουελ και του δρ Γουόρντ όταν θα φτάναμε στη Βηρυτό ή στην Κωνσταντινούπολη. Μας απείλησε ότι αν δεν του δίναμε αυτή την υπόσχεση, θα ανακαλούσε την άδεια. Τελικά, του είπαμε απλώς ότι θα πούμε την αλήθεια για όσα είδαμε. Και κράτησα την υπόσχεσή μου», καταλήγει η Έθελ Τόμσον.

Στις αρχές του 1991, η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ αποδέχτηκε ομόφωνα πρόταση του προέδρου του Ανδρέα Παπανδρέου, ύστερα από επιστολή των ποντίων βουλευτών του κινήματος, για την κατάθεση πρότασης νόμου για την επίσημη αναγνώριση από τη Βουλή της γενοκτονίας των Ποντίων και την καθιέρωση της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων». Έτσι, την 1η Απριλίου 1992, 22 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ κατέθεσαν τη σχετική πρόταση νόμου, η οποία ουδέποτε προωθήθηκε για συζήτηση από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Μετά την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο του 1993, η πρόταση νόμου επανακατατέθηκε στη Βουλή στις 9 Δεκεμβρίου 1993 και ψηφίστηκε ομόφωνα από το σώμα στις 24 Φεβρουαρίου 1994. O νόμος 2193/94, που δημοσιεύτηκε στις 11 Μαρτίου 1994 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φύλλο 32 Α’) καθιερώνει την 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.

Πηγή: sansimera.gr, pontos-news.gr