Οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα το 2022 παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, χωρίς κανένα σημάδι μείωσης, η οποία τόσο πολύ χρειάζεται για να επιτευχθεί ο επιθυμητός στόχος περιορισμού της ανόδου της θερμοκρασίας στους ενάμισι βαθμούς Κελσίου. Ειδικότερα οι εκπομπές, λόγω καύσης ορυκτών καυσίμων, πιθανότατα θα σημειώσουν νέο ρεκόρ φέτος, αυξημένες κατά 1% έναντι του 2021.

Αν τα επίπεδα αυτά εκπομπών συνεχιστούν, υπάρχει πλέον πιθανότητα 50% η άνοδος της θερμοκρασίας να κινηθεί πάνω από 1,5 βαθμούς μέσα στα επόμενα εννέα χρόνια (έως το 2031), σύμφωνα με τους περίπου 100 επιστήμονες του διεθνούς προγράμματος Global Carbon Project. Μέχρι σήμερα η θερμοκρασία έχει ανέβει κατά 1,1 βαθμούς σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα και ήδη έχει προκαλέσει μεγάλες κλιματικές καταστροφές.

Η νέα έκθεση προβλέπει ότι οι συνολικές παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα φέτος θα φθάσουν τους 40,6 δισεκατομμύρια τόνους (γιγατόνους), σχεδόν σταθερές από το 2015. Ειδικότερα όμως οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από ορυκτά καύσιμα θα αυξηθούν κατά 1% έναντι του 2021, φθάνοντας τους 36,6 γιγατόνους, λίγο πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα του 2019. Οι εκπομπές διοξειδίου από την αλλαγή χρήσης γης (ιδίως τις αποψιλώσεις δασών), κυρίως σε Βραζιλία, Ινδονησία και Κονγκό, εκτιμώνται σε 3,9 γιγατόνους το 2022.

Το πετρέλαιο θα είναι φέτος η πηγή με τη μεγαλύτερη συμβολή στη συνολική αύξηση των εκπομπών άνθρακα. Οι εκπομπές άνθρακα αναμένεται να μειωθούν το 2022 στην Κίνα (-0,9%) και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (-0,8%), αλλά να αυξηθούν στις ΗΠΑ (1,5%) και στον υπόλοιπο κόσμο (1,7%).

Η ξηρά και οι ωκεανοί που απορροφούν και αποθηκεύουν άνθρακα με φυσικό τρόπο, συνεχίζουν να αφαιρούν περίπου τις μισές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Μολονότι το ισοζύγιο άνθρακα εμφανίζει μια σχετική βελτίωση, σε σχέση με τη δεκαετία του 2000 (όταν οι εκπομπές από τα ορυκτά καύσιμα αυξάνονταν με μέσο ετήσιο ρυθμό άνω του 3%, έναντι 0,5% της δεκαετίας του 2010), οι επιστήμονες τόνισαν ότι «βρισκόμαστε ακόμη μακριά από τις μειώσεις εκπομπών που χρειαζόμαστε».

Για να μειωθούν στο μηδέν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050, απαιτείται πλέον μια μείωσή τους κατά 1,4 γιγατόνους ετησίως. Η προειδοποίηση αυτή έρχεται καθώς οι ηγέτες των χωρών συναντώνται στην Αίγυπτο στο πλαίσιο της συνόδου COP27, για να συζητήσουν την κλιματική κρίση.

«Φέτος βλέπουμε ακόμη μια αύξηση στις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα ορυκτά καύσιμα, ενώ αυτό που έχουμε ανάγκη είναι μια γρήγορη μείωσή τους. Υπάρχουν κάποια θετικά σημάδια, αλλά οι ηγέτες που συναντιούνται στην COP27, πρέπει να αναλάβουν περισσότερη δράση, αν πρόκειται να υπάρξει μια ευκαιρία να περιορίσουμε την παγκόσμια υπερθέρμανση κοντά στους 1,5 βαθμούς. Μέχρι στιγμής δεν βλέπουμε την αναγκαία δράση», δήλωσε ο επικεφαλής επιστήμονας του Global Carbon Project καθηγητής Πιέρ Φριντλιγκστάιν του βρετανικού Πανεπιστημίου του Έξετερ.

Η νέα έκθεση εκτιμά ότι η συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα θα φθάσει κατά μέσο όρο τα 417,2 ppm (μέρη ανά εκατομμύριο) το 2022, επίπεδο πάνω από 50% υψηλότερο σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.

Μια δεύτερη αμερικανική επιστημονική μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό για θέματα κλιματικής αλλαγής «Nature Climate Change», εκτιμά και αυτή ότι πιθανότατα η άνοδος της θερμοκρασίας θα ξεπεράσει τελικά τους 1,5 βαθμούς σε σχέση με τα επίπεδα προ βιομηχανικής επανάστασης. Το θέμα πλέον είναι πόσο πολύ θα ξεπεράσει αυτό το όριο που είχε συμφωνηθεί στη διεθνή σύνοδο του Παρισιού το 2015 και πόσο γρήγορα.

Οι ερευνητές του Εθνικού Εργαστηρίου Pacific Northwest του υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ, της αμερικανικής Υπηρεσίας Περιβαλλοντικής Προστασίας (ΕΡΑ) και του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ καλούν τις χώρες να υιοθετήσουν πιο φιλόδοξα μέτρα και να απαλλαγούν από τον άνθρακα ταχύτερα, καθώς η υπέρβαση του ορίου των 1,5 βαθμών «φαίνεται πια αναπόφευκτη».

«Ας έρθουμε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα. Πρόκειται να σπάσουμε το όριο των 1,5 βαθμών μέσα στις δύο επόμενες δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ότι θα φτάσουμε τους 1,6 ή 1,7 βαθμούς ή και περισσότερο, οπότε θα πρέπει μετά να τους κατεβάσουμε στους 1,5 βαθμούς. Το πόσο γρήγορα μπορούμε να το πετύχουμε αυτό, θα είναι το κλειδί», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Haewon McJeon.