Ο ρόλος των τραπεζών είναι κρίσιμος για τη στήριξη μιας άλλου τύπου ανάπτυξης – περιβαλλοντικά βιώσιμης και κοινωνικά ανοιχτής σε όλους. Όχι απλώς ανάπτυξη, αλλά ευημερία – βιώσιμη και συμμετοχική, υπογραμμίζει στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής» ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Eurobank, Φωκίων Καραβίας.

Σημειώνει πως η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης για μία πενταετία πρέπει να είναι ένας βασικός στόχος για την Ελλάδα. Ένας άλλος είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το ταχύτερο, καθώς δεν θα υπάρχει για πάντα η άφθονη ρευστότητα από τις κεντρικές τράπεζες. Τονίζει επίσης πως η δημοσιονομική πειθαρχία πρέπει να είναι προτεραιότητα της χώρας και στοιχειώδης υποχρέωση έναντι των επόμενων γενεών.

Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση της οικονομίας από τις τράπεζες, λέει πως δεν απορρίπτεται κανένα αίτημα επιχείρησης που δεν είναι συστημικά ζημιογόνος ή δεν έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Εχετε πει πως η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα πρέπει να είναι πρωταρχικός στόχος την επόμενη περίοδο. Γιατί;

Οι κύριοι στόχοι για την ελληνική οικονομία είναι τρεις – μια μακρά περίοδος διαρκούς ανοδικού κύκλου, ένας μέσος ρυθμός μεγέθυνσης της τάξης του 3,5%4% τουλάχιστον για την πενταετία έως το 2026. Οχι, όμως, οποιαδήποτε ανάπτυξη. Ανάπτυξη που βασίζεται στις επενδύσεις και αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, ανάπτυξη που θα συμβάλει στην κάλυψη του επενδυτικού κενού, περίπου 100 δισ., που άφησε η κρίση. Και, ο πιο άμεσος στόχος, ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Το Δημόσιο δανείζεται φθηνά σήμερα, γιατί υπάρχει άφθονη ρευστότητα στην αγορά, λόγω των πολιτικών των κεντρικών τραπεζών και κυρίως του ειδικού προγράμματος της ΕΚΤ για την πανδημία. Ομως, δεν θα είναι έτσι για πάντα. Και σε συνθήκες μειούμενης ρευστότητας, χώρες με χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση είναι πιο εκτεθειμένες σε πιθανές κρίσεις. Σίγουρα, αυτό είναι κάτι που όλοι θα θέλαμε να αποφύγουμε. Δεν μπορούμε να είμαστε εσαεί η μόνη χώρα της Ευρωζώνης με κρατικά ομόλογα στην κατηγορία junk.

Πώς θα επηρεάσει ειδικά τις τράπεζες η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας;

Η επενδυτική βαθμίδα θα φέρει στη χώρα έναν σημαντικό αριθμό επενδυτών που σήμερα είναι αποκλεισμένοι από τις επενδυτικές τους προδιαγραφές και κανονισμούς. Θα βοηθήσει έτσι τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις όλων των εταιρειών και, άμεσα, εκείνων που δανείζονται με ευρωομόλογα. Αυτό ισχύει για τις τράπεζες σε μείζονα βαθμό, καθώς έχουν εποπτική υποχρέωση άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές και πρόγραμμα έκδοσης τίτλων σημαντικού ύψους. Συνολικά, για την οικονομία, επενδυτική βαθμίδα συνεπάγεται μειωμένο κόστος χρηματοδότησης.

Με ποιο αφήγημα μπορεί να υποστηριχθεί η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας από μια χώρα με δημόσιο χρέος σχεδόν 200% του ΑΕΠ;

Tο χρέος είναι πράγματι πολύ μεγάλο. Ωστόσο έχει ειδικά χαρακτηριστικά που πρέπει να αναδείξουμε: διακράτηση κυρίως από κράτη, μεγάλη μέση διάρκεια και χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Επίσης, η Ελλάδα διαθέτει ένα ταμειακό απόθεμα περίπου 40 δισ., το μεγαλύτερο στον κόσμο σε αναλογία προς το ΑΕΠ (20 ποσοστιαίες μονάδες). Παράλληλα, έχουν γίνει δύο καίρια βήματα. Πρώτον, με την εξαίρεση της πανδημικής περιόδου, αποκαταστάθηκε η δημοσιονομική ισορροπία. Είναι κρίσιμο να μην υποτροπιάσουμε μόνιμα στα δίδυμα ελλείμματα που οδήγησαν στην κρίση. Και, δεύτερον, η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος. Η Eurobank ήταν αυτή που άνοιξε τον δρόμο. Ο μονοψήφιος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων που ανακοινώσαμε πριν από λίγες μέρες δεν είναι ένας απλός αριθμός ή μια τεχνική λογιστική λεπτομέρεια. Αυτό το 7,3% είναι ένα σημείο καμπής. Για τη Eurobank, αλλά και για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, που ακολουθεί με στόχο ανάλογα μεγέθη στο τέλος του 2022. Θα τολμούσα να πω ότι αυτή είναι η δική μας συμβολή στη συλλογική προσπάθεια για την επαναφορά της επενδυτικής βαθμίδας στη χώρα. Φτάσαμε εδώ επειδή οι τράπεζες, με βάση τις οδηγίες της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΕΚΤ, κατήρτισαν αξιόπιστα μεσοπρόθεσμα πλάνα μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αντίστοιχα, το Δημόσιο θα μπορούσε να εστιάσει περισσότερο στη μεσοπρόθεσμη διάσταση του δικού του πλάνου μείωσης του χρέους, προβάλλοντας την αποτελεσματικότητα ενός συνδυασμού δυναμικής αύξησης του ΑΕΠ και λελογισμένων πρωτογενών πλεονασμάτων.

Εκτιμάτε ότι θα συνεχιστεί η κατ’ εξαίρεση παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ έως ότου ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα;

Αναμένουμε τις αποφάσεις που θα λάβει τις επόμενες μέρες η ΕΚΤ για το θέμα αυτό. Βλέπετε ότι έχουμε αυτή την αβεβαιότητα –μόνη χώρα στην Ευρωζώνη– ακριβώς γιατί η Ελλάδα δεν είναι σε επενδυτική βαθμίδα. Πολλά θα εξαρτηθούν και από την πορεία της πανδημίας, αλλά σε κάθε περίπτωση με βάση και τις σχετικές αναφορές του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος η αισιοδοξία δεν είναι αδικαιολόγητη.

Υπάρχει θεωρείτε ο κίνδυνος να τεθούν στην Ελλάδα υπερβολικοί στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 2023; Πώς μπορεί να αποτραπεί;

Οι στόχοι θα είναι αντικείμενο συζήτησης και διαπραγμάτευσης, σε συνάρτηση και με το συνολικότερο περιβάλλον. Δεν μπορούμε να ορίσουμε εμείς τον πήχυ, αλλά μπορούμε εύλογα να προεξοφλήσουμε πως η Ε.Ε. θα μετακινηθεί από την ακαμψία και την απόλυτη προσήλωση στη δημοσιονομική αυστηρότητα ως μόνο κριτήριο. Εμείς, όμως, από την πλευρά μας πρέπει να μην ξεχνάμε τι μας έμαθε η κρίση και όσα τη συνόδευσαν. Η πειθαρχία αποτελεί πλέον δική μας προτεραιότητα και έχει και χαρακτήρα διαγενεακής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Το ξέρουμε πια ότι το έλλειμμα τελικά κάποιος το πληρώνει – κυρίως οι πιο αδύναμοι και οι νεότεροι που το κληρονομούν.

Ποια είναι η πρόβλεψή σας για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας;

Η ανάκαμψη φέτος είναι εντυπωσιακή, πάνω από 7%, παρά τα προβλήματα στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα. Χωρίς αρνητικές εκπλήξεις από το μέτωπο της πανδημίας, θα είμαστε ψηλά, γύρω στο 5%, και του χρόνου. Αλλά σημασία έχει να ξεπερνάμε τον μέσο όρο της Ευρωζώνης για πολλά χρόνια. Οι προϋποθέσεις υπάρχουν – οι πόροι, οι σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις και το οικονομικό κλίμα, τόσο στο σκέλος των επενδύσεων, όσο και της κατανάλωσης. Υπάρχουν μείζονες εξελίξεις που δεν γίνονται αισθητές σε όλη τους την έκταση. Εχουμε, για παράδειγμα, μια αθόρυβη αναγέννηση της ελληνικής βιομηχανίας. Η βιομηχανική παραγωγή έχει ξεπεράσει ήδη τα μεγέθη του 2019. Βλέπουμε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας και τεχνολογικής αιχμής να είναι διεθνώς ανταγωνιστικοί στην άντληση επενδύσεων, όπως η φαρμακοβιομηχανία ή τα κέντρα αποθήκευσης δεδομένων. Βλέπουμε πολλές παραγωγικές επιχειρήσεις να σχεδιάζουν επενδύσεις και εξαγορές με στόχο τη μεγέθυνσή τους και την τόνωση της εξωστρέφειάς τους. Βλέπουμε κορυφαίες παγκόσμιες εταιρείες όπως η Pfizer, η Microsoft ή η Amazon να εγκαθιστούν κέντρα έρευνας ή στρατηγικές δομές στην Ελλάδα. Και ο τουρισμός αποκτά νέα χαρακτηριστικά – ποιοτική αναβάθμιση, στροφή στη βιωσιμότητα και το περιβάλλον όχι μόνο ως στοιχείο λειτουργίας των μονάδων αλλά και ως εμπειρία του επισκέπτη. Ο ρόλος των τραπεζών είναι κρίσιμος για τη στήριξη μιας άλλου τύπου ανάπτυξης – περιβαλλοντικά βιώσιμης και κοινωνικά ανοιχτής σε όλους. Οχι απλώς ανάπτυξη, αλλά ευημερία – βιώσιμη και συμμετοχική. Εχουμε προσανατολίσει όλες τις δυνάμεις της τράπεζας σε αυτή την κατεύθυνση.

Η πανδημία επηρέασε σημαντικά τον τουρισμό, αλλά υπογράμμισε επίσης και την ανάγκη ενός άλλου μοντέλου για τον κλάδο. Πώς μπορείτε να τον στηρίξετε προς αυτή την κατεύθυνση;

Με την έναρξη της πανδημίας η Eurobank ανακοίνωσε «πάγωμα» δανειακών υποχρεώσεων ειδικά για τον ξενοδοχειακό κλάδο, την ώρα που πλήττονταν πιο σκληρά από όλους. Είναι η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας και αρκετές επιχειρήσεις τα έβγαλαν πέρα μόνες τους. Εμείς αναστείλαμε την πληρωμή δόσεων ύψους 200 εκατ. ευρώ. Και τώρα, που η αύξηση της ζήτησης για το ελληνικό τουριστικό προϊόν απαιτεί επενδύσεις, ανακοινώσαμε και πάλι ένα μεγάλο πρόγραμμα χρηματοδότησης ύψους 750 εκατ. ευρώ. Από αυτά, μισό δισεκατομμύριο είναι για την ανακαίνιση μονάδων ή την ανέγερση νέων στις κατηγορίες 4 και 5 αστέρων. Και εντάσσουμε δύο ειδικά προγράμματα με κριτήρια ESG. Τα προγράμματα αυτά στηρίζονται σε προνομιακή μεταχείριση όσων αποφασίσουν να επενδύσουν στον τουρισμό με συγκεκριμένες περιβαλλοντικές προδιαγραφές και κριτήρια βιωσιμότητας. Αρα, όχι απλώς χρηματοδοτούμε, αλλά και κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να δώσουμε κίνητρα στις επιχειρήσεις, εν προκειμένω στον τουριστικό κλάδο, αλλά όχι μόνον, ώστε να κάνουν το βήμα, να επενδύσουν εκεί που βρίσκεται το μέλλον, εξασφαλίζοντάς τους και τα αναγκαία κεφάλαια.

Η Eurobank έκανε τη στρατηγική επιλογή να μην αποσυρθεί από συγκεκριμένες αγορές του εξωτερικού. Ποια είναι τα επόμενα βήματα αυτής της στρατηγικής;

Η διεθνής παρουσία είναι στρατηγική επιλογή. Είναι στο DNA της Eurobank. Δεν ήταν αυτονόητο ότι θα καταφέρναμε να τη διατηρήσουμε. Μας ξεχωρίζει από τις άλλες τράπεζες και μας δίνει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, διαφοροποιημένη πηγή εσόδων. Η στρατηγική αυτή δικαιώνεται από τη σταθερή συμβολή των διεθνών δραστηριοτήτων στην κερδοφορία μας, αλλά και από την πορεία της αγοράς. Στη Βουλγαρία διαθέτουμε μία από τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες. Πρόσφατα εξαγοράστηκε μια ανάλογου μεγέθους τράπεζα με ένα ποσό που παραπέμπει σε αποτιμήσεις προ κρίσης. Εάν, θεωρητικά, εφαρμοζόταν η αναλογία στη δική μας θυγατρική, η αξία της θα αντιστοιχούσε περίπου στο 40% της τρέχουσας αποτίμησης όλου του ομίλου. Η διεθνής μας εμβέλεια είναι δύναμη για την τράπεζα και μπορεί να είναι χρήσιμη και για τη χώρα.

 

Δεν υπάρχει επιχείρηση με βιώσιμο σχέδιο που να μη βρίσκει χρηματοδότηση

Eχουν επενδυθεί μεγάλες προσδοκίες στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Ωστόσο, υπάρχει η εντύπωση πως αυτά τα κεφάλαια θα κατευθυνθούν κυρίως προς μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων θα μείνει εκτός. Ισχύει;

Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) είναι εξαιρετικά σημαντικό, αλλά είναι λάθος να θεωρούμε ότι αποτελεί το μοναδικό εργαλείο. Οι πόροι του κατανέμονται σε δάνεια, όπου οι μεγαλύτερες και μεσαίες επιχειρήσεις έχουν περισσότερες δυνατότητες σχεδιασμού για την απορρόφησή τους, και σε επιδοτήσεις που από τις προδιαγραφές τους θα διαχυθούν σε όλη την οικονομία. Επιπλέον, για τις μικρότερες επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες, χωρίς να αποκλείονται από το ΤΑΑ, υπάρχει πλήθος εναλλακτικών, όπως ο νέος αναπτυξιακός νόμος, το νέο ΕΣΠΑ, τα προγράμματα της ΕΑΤ και ευρωπαϊκά σε συνεργασία με την ΕΙΒ ή την EIF, που είναι ειδικά σχεδιασμένα για τις ανάγκες τους. Δεν υπάρχει επιχείρηση ή επαγγελματίας που να έχει ένα βιώσιμο σχέδιο και να μη βρίσκει χρηματοδότηση.

Eντονη το τελευταίο διάστημα είναι η κριτική προς τις τράπεζες, πως οι ελληνικές επιχειρήσεις στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι αποκλεισμένες από τον δανεισμό. Δίκαιη η κριτική;

Αναζητώ βιώσιμες επιχειρήσεις για να τις χρηματοδοτήσουμε. Σας παρακαλώ να μου υποδείξετε επιχειρήσεις που θέλουν να δανειστούν είτε για κεφάλαιο κίνησης ή για να υλοποιήσουν κάποιο σχέδιο, εφόσον δεν είναι συστηματικά ζημιογόνες και δεν έχουν ήδη ληξιπρόθεσμες ή υπερβολικά υψηλές υποχρεώσεις. Θα τρέξουμε να τις χρηματοδοτήσουμε, γιατί αυτή είναι η βασική δουλειά και η βασική πηγή των εσόδων μας. Οχι απλώς δεν απορρίπτουμε εύλογα αιτήματα, αλλά έχουμε και σκληρό ανταγωνισμό, που φαίνεται από την καθοδική τιμολόγηση των δανείων.

Παρά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, υπάρχουν ακόμη εκκρεμότητες από την κρίση, όπως η μεγάλη συμμετοχή της αναβαλλόμενης φορολογίας στα κεφάλαιά τους. Μήπως είναι νωρίς ακόμη για τη διανομή μερίσματος;

Η επανέναρξη της διανομής μερίσματος προϋποθέτει ένα θεσμικό διάλογο με τις εποπτικές αρχές μας. Καθώς είμαστε η πρώτη τράπεζα που έχει θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη που το επιτρέπουν, πρόθεσή μας είναι να αρχίσουμε αυτόν τον διάλογο το αμέσως επόμενο διάστημα. Στο πλαίσιό του θα συζητηθούν όλοι οι προβληματισμοί. Αλλά θέλω να υπογραμμίσω δύο σημεία. Πρώτον, ότι όχι μόνο φέτος ήμασταν κερδοφόροι αλλά και στο τριετές πλάνο μας θα έχουμε διψήφια απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων κάθε χρονιά, δηλαδή θα δημιουργούμε σημαντικά οργανικά κεφάλαια. Και δεύτερον, κάτι που έχει ευρύτερη σημασία. Η διανομή μερίσματος είναι η φυσιολογική λειτουργία κάθε επιχείρησης, πολύ περισσότερο εισηγμένης επιχείρησης. Οσο δεν διανέμεται μέρισμα, κανείς δεν θα πεισθεί, και ορθώς, ότι οι τράπεζες και η οικονομία της χώρας λειτουργούν σε συνθήκες ομαλότητας. Μέρισμα ίσον επιστροφή στην κανονικότητα.

Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τις τράπεζες στον ανταγωνισμό τους με τις fintech; Πώς προσαρμόζεται η Eurobank στα δεδομένα που διαμορφώνει η ψηφιοποίηση;

Μπροστά στη μεγάλη πρόκληση του μέλλοντος, που είναι η ψηφιακή εποχή, κάθε οργανισμός και κάθε τράπεζα κάνουν τις στρατηγικές τους επιλογές. Στην Eurobank πρόσφατα παρουσιάσαμε τον νέο μας λογότυπο. Η αλλαγή δεν είναι εξωτερική. Απηχεί αφενός μια τομή με το προβληματικό παρελθόν και αφετέρου τον δρόμο που αποφασίσαμε να προχωρήσουμε. Δεν θα γίνουμε μια απολύτως ψηφιακή τράπεζα. Πιστεύουμε στην άμεση, φυσική επαφή με τους πελάτες μας. Η εμπιστοσύνη είναι η βάση της σχέσης μας και δεν θεωρούμε ότι μπορεί κανείς να χτίσει εμπιστοσύνη με ένα chatbox. Θα αξιοποιήσουμε όμως στο έπακρον την τεχνολογία, την τεχνητή νοημοσύνη, τα πιο προηγμένα πληροφορικά συστήματα για να εξοπλίσουμε τους ανθρώπους μας, για να κάνουμε πιο εύκολη τη ζωή και των εργαζομένων και των πελατών. Ονομάσαμε αυτό το μοντέλο phygital, δηλαδή και φυσικό και digital, ψηφιακό. Να το πω με τον πιο απλό τρόπο: τις συναλλαγές και τις επαναληπτικές εργασίες μπορούν να τις κάνουν τα μηχανήματα, αλλά την τραπεζική σχέση μόνον οι άνθρωποι.

Ποια είναι η στρατηγική σας σε ό,τι αφορά τον όγκο των ακινήτων που έχετε στον ισολογισμό σας;

Ενα από τα σημαντικά πλεονεκτήματά μας είναι η διαφοροποίηση των πηγών εσόδων, που δεν έχει καμία άλλη ελληνική τράπεζα. Εχουμε έσοδα από την τράπεζα στην Ελλάδα, από τις διεθνείς δραστηριότητες και, επίσης, από ένα σημαντικό χαρτοφυλάκιο ακινήτων που θα διατηρήσουμε στον ισολογισμό μας. Η εκτίμησή μας είναι πως η αύξηση των τιμών των ακινήτων στην Ελλάδα είναι γρήγορη μεν, αλλά εύλογη με δεδομένη τη μεγάλη πτώση που προηγήθηκε. Και εκτιμώ πως θα έχει και συνέχεια. Αν συγκρίνει κανείς με ανάλογες με εμάς χώρες, δεν βλέπει «φούσκα» στο real estate.