Στο κέντρο της περιοχής, ο Σπύρος Βαλτετσιώτης, δημιούργησε έναν χώρο που παντρεύει την παράδοση των βιβλιοπωλείων με σύγχρονα στοιχεία, ένα στέκι για όσους θέλουν να συζητάνε για ένα βιβλίο πριν το επιλέξουν και αφού το διαβάσουν.

«Pro captu lectoris habent sua fata libelli» ή «σύμφωνα με τις δυνατότητες του αναγνώστη, τα βιβλία έχουν τη μοίρα τους». Πρόκειται για μια φράση του γραμματικού και λόγιου Terentianus Maurus από το 1286, που σίγουρα δεν χωράει ολόκληρη σε μια ταμπέλα μαγαζιού.

Όμως ο Σπύρος Βαλτετσιώτης πιστεύει ότι με κάποια πράγματα διασταυρωνόμαστε μοιραία κι έτσι αποφάσισε να κρατήσει τις δύο τελευταίες λέξεις για τον χώρο του, που, όπως έγραψε ένας φίλος, «το άνοιγμά του είναι ένα γεγονός για το βιβλίο στον Πειραιά».

Ξέρει πως οι περαστικοί αλλά και οι πιο ψαγμένοι αναγνώστες είναι πολύ πιθανό να μη γνωρίζουν από πού προκύπτει και τι θέλει να πει το όνομα αυτού του νέου βιβλιοπωλείου. Αλλά ο ίδιος είναι εκεί για να συζητήσει. «Μπορώ να το εξηγήσω και να δώσω σε κάποιον κάτι που δεν γνώριζε ή, ακόμα καλύτερα, μπορεί να το δει και να αναζητήσει τη σημασία του μόνος του. Έχει να κάνει με την ομορφιά του να διαβάζεις, να ανακαλύπτεις κάτι από ένα ερέθισμα».

Δραστηριοποιείται στον χώρο του βιβλίου από το 1996, έχει περάσει από δύο εκδοτικούς και αρκετά βιβλιοπωλεία, με τελευταίο το Λεξικοπωλείο του Παγκρατίου. Σπούδασε συντήρηση έργων τέχνης, όμως δεν τόλμησε ποτέ να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα.

«Εκείνη την εποχή μπορούσες να βρεις πολύ εύκολα δουλειά. Θυμάμαι ότι νεότερος δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου ότι θα μείνω άνεργος. O χώρος, φυσικά, δεν αμείβεται τόσο καλά όσο άλλοι, μπορείς να πεις ότι είναι μια ζημιά για μένα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και όταν βρισκόμουν μόνος μου σε έναν όροφο, στο ξενόγλωσσο επιστημονικό τμήμα ενός εκδοτικού, ακόμα και όταν έλεγα “τι σχέση έχω με τις θετικές επιστήμες;”, έκανα αυτό που αγαπούσα. Είμαι τρελός βιβλιόφιλος».

Από μικρός είχε εμμονή με τη Γαλλία, τη μουσικότητα της γλώσσας της. Θυμάται την αγορά των πρώτων του βιβλίων ‒ αυτά ήταν η Μαντάμ Μποβαρί του Γκιστάβ Φλομπέρ, ο Φάουστ του Γκαίτε, η Λολίτα του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ. Βέβαια, υπάρχουν πολλά κλασικά αριστουργήματα τα οποία συνήθως συναντάμε σε λίστες με τίτλους «τα χ βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις», όμως εκείνος δεν τα έχει πιάσει ποτέ, «πάντα επέλεγα από ένστικτο ό,τι μου έκανε κλικ».

Βιβλιοφιλική περιοχή θεωρείται εκείνη στην οποία υπάρχουν βιβλιοπωλεία τα οποία ανθούν με κάποιο τρόπο, πάνε καλά, είναι γνωστά και παραέξω, που αποτελούν προορισμό ακόμα και για ανθρώπους που δεν κατοικούν κοντά τους, όπως περιγράφει.

«Παλαιότερα υπήρχαν μικρά βιβλιοπωλεία στις γειτονιές, αλλά συνήθως είτε λειτουργούσαν κυρίως ως χαρτοπωλεία είτε ήταν επιχειρήσεις κληρονομημένες, το έπαιρνε ο γιος από τον πατέρα, που το είχε ανοίξει το ’60. Τα τελευταία δέκα χρόνια υπάρχει μια τάση να δημιουργούνται μικροί βιβλιοφιλικοί χώροι, οι οποίοι μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες των πιο απαιτητικών, έχουν μια πιο ζεστή και οικεία αντιμετώπιση, ενώ παράλληλα φιλοξενούν κάποιες εκδηλώσεις, ωστόσο ο Πειραιάς είναι άδειος και στερημένος από πολιτισμό. Όμως τον αγαπώ πολύ, εδώ μεγάλωσα».

Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Από μικρός είχε εμμονή με τη Γαλλία, τη μουσικότητα της γλώσσας της. Θυμάται την αγορά των πρώτων του βιβλίων ‒ αυτά ήταν η Μαντάμ Μποβαρί του Γκιστάβ Φλομπέρ, ο Φάουστ του Γκαίτε, η Λολίτα του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ. Βέβαια, υπάρχουν πολλά κλασικά αριστουργήματα τα οποία συνήθως συναντάμε σε λίστες με τίτλους «τα χ βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις», όμως εκείνος δεν τα έχει πιάσει ποτέ, «πάντα επέλεγα από ένστικτο ό,τι μου έκανε κλικ».

Απολαμβάνει την αισθητική των παλιών ευρωπαϊκών βιβλιοπωλείων. Γι’ αυτό ήθελε η πρόσοψή του να παραπέμπει σε αυτά, σε κάτι παραδοσιακό που να δένει με σύγχρονα στοιχεία, έτσι το αποτέλεσμα θα σας κάνει να κοντοσταθείτε για να το θαυμάσετε.

Περνώντας την πόρτα του Fata Libelli, που έχει σχεδιάσει η αρχιτέκτονας Άννα Γιωτάκου, στα δεξιά σας θα βρείτε τη λογοτεχνία και αριστερά ό,τι δεν είναι, τα δοκίμια, τα παιδικά και λίγα κόμικς. Ο Σπύρος θα παρατηρήσει πώς θα κινηθείτε στον χώρο, τι θα πιάσετε από τα ράφια, προκειμένου να σας καταλάβει καλύτερα.

«Δεν είναι τόσο απλό να προτείνεις βιβλία σε κάποιον που δεν γνωρίζεις, έτσι θέλω να μάθω περισσότερα για εκείνον που θα μπει εδώ, να πάρω όσο περισσότερα στοιχεία μπορώ. Δεν θα προτείνω σε όλους τον “Οδυσσέα” του Τζόις στη λογική ότι κάποια πράγματα πρέπει να τα έχουν διαβάσει όλοι. Το να ευχαριστηθείς ένα βιβλίο είναι το σημαντικότερο κι εγώ θέλω αυτό που θα πάρεις να σε κερδίσει, σίγουρα περιμένω να μου πεις αν σου άρεσε ή όχι και να το συζητήσουμε την επόμενη φορά που θα έρθεις. Το να αναπτύξει κάνεις κριτική σκέψη για κάτι που διάβασε είναι ό,τι σημαντικότερο, αυτή είναι η διαδικασία που καλλιεργεί τη φιλαναγνωσία.

Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

»Πιστεύω ότι τα βιβλία έχουν να μας δώσουν πολλά, αλλά δεν είμαι από τους ανθρώπους που θα πω σε κάποιον “διάβασε”. Μπορεί κάποιος να μαγειρεύει ή να κάνει σκι, να μιλήσεις μαζί του και να είναι τόσο φιλοσοφημένος γύρω από το αντικείμενό του που να σε εντυπωσιάσει. Δεν σημαίνει ότι επειδή κάποιος διαβάζει έχει φιλοσοφήσει τα πράγματα, υπάρχουν και άνθρωποι που καταναλώνουν βιβλία, είναι γι’ αυτούς μια έξη, αλλά δεν έχουν πάει παρακάτω. To θέμα, λοιπόν, είναι πώς συνδεόμαστε με ό,τι καταπιανόμαστε».

Για τον ίδιο, τα σπουδαιότερα εκδοτικά γεγονότα της χρονιάς είναι το «Όλοι οι άνθρωποι» του βασιλιά του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν και η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου για το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» του Γουίλιαμ Φώκνερ, ενθουσιάστηκε με τα «Θραύσματα από τη ζωή τριών φίλων ‒ Τα ορυχεία στη Φάλουν» του Ε.Τ.Α. Χόφμαν.

Εκ των πραγμάτων, ένα μικρό βιβλιοπωλείο δεν μπορεί να προσφέρει ολόκληρη την εκδοτική παραγωγή, η οποία είναι κυριολεκτικά γιγάντια, ακόμα και στην Ελλάδα. «Αναγκαστικά, λοιπόν, θα μου παραγγείλει κάποιος κάτι, έχω ένα μηχανάκι και προσπαθώ να καλύπτω γρήγορα τις ανάγκες. Θέλω ο Πειραιώτης να μη στερηθεί κάτι από την εξυπηρέτηση που θα έβρισκε σε ένα βιβλιοπωλείο της Αθήνας, που μπορεί επίσης να μην έχει το βιβλίο που ψάχνει».

Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Συζητούσαμε για το ηλεκτρονικό βιβλίο, «έχω τις αντιρρήσεις μου σχετικά με τον όρο, συμφωνώ να το λέμε “ηλεκτρονικό κείμενο”, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει το βιβλίο ως αντικείμενο». Λίγο πριν συζητούσε με μια γειτόνισσα, μια παλιά Πειραιώτισσα που κατέβηκε από τη διπλανή πολυκατοικία, έχοντας στο χέρι τις πυκνογραμμένες χειρόγραφες σημειώσεις της. Ζητούσε ποιητικές συλλογές του Ελύτη που κυκλοφορούν μεμονωμένα, «δεν τα θέλω συγκεντρωμένα σε ένα βιβλίο με την ερμηνεία τους, επηρεάζεται η σκέψη μου έτσι, θέλω να τα καταλάβω μόνη μου».

Φεύγοντας πήρα μαζί μου το «Η μέρα χωρίς όνομα» του Φρίντριχ Άνι, «ένα βιβλίο που το προτείνω άφοβα, το οποίο, μολονότι έχει για ήρωα έναν αστυνομικό, δεν είναι η λύση της υπόθεση και τερματισμός το ζητούμενο», και το «Δώδεκα δοκίμια για τον άνθρωπο, την τέχνη, και την αρχιτεκτονική 1980-2018» του Γιούχανι Πάλασμαα, «που μπορεί να μιλάει για την αρχιτεκτονική, αλλά στην ουσία του είναι ένα φιλοσοφικό έργο, ένα αριστούργημα», όπως μου είπε.

Πηγή: lifo.gr