Ποιο είναι το μέλλον της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρώπης μετά την πανδημία; Σε άρθρο τους στην ισπανική «Ελ Pais», με ακριβώς αυτόν τον τίτλο, οι Βάλντις Ντομπρόφσκις και Πάολο Τζεντιλόνι, αντιπρόεδρος της Κομισιόν και επίτροπος οικονομίας αντιστοίχους, προσπαθούν να δώσουν απάντηση. Και επειδή είναι προφανές ότι δεν μπορούν να το κάνουν, αρκούνται σε μια… ευχή, με μια διατύπωση που μπορεί να τα χωρέσει όλα: «Αναζητούμε έναν ολοκληρωμένο και ήρεμο διάλογο γύρω από αυτούς τους κανόνες, ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα αντανακλούν τη νέα οικονομική πραγματικότητα και θα οδηγήσουν στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για το μέλλον».

Σημειώνεται ότι το άρθρο των δύο αξιωματούχων της Κομισιόν δημοσιεύτηκε με την ευκαιρία της επανάληψης των διαπραγματεύσεων για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης – της τέταρτης κατά σειρά, έπειτα από εκείνες του 2005, του 2011 και του 2013, από τη στιγμή που υπογράφηκε, το 1997, με σκοπό να συμπληρώσει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι όπως συνέβη και τις προηγούμενες φορές η διαδικασία αυτή συμπίπτει με μία ακόμη μεγάλη κρίση – αυτή της πανδημίας – και θα αποτυπώσει τους νέους συσχετισμούς οι οποίοι έχουν διαμορφωθεί στην ΕΕ και την ευρωζώνη.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τα διάφορα στρατόπεδα προετοιμάζονται ήδη για την αντιπαράθεση που έρχεται, παρά τις εκκλήσεις των Ντομπρόφσκις και Τζεντιλόνι. Ανάμεσα δε σε αυτά και τα δύο πιο παραδοσιακά στις τάξεις της ΕΕ: των Βορείων και των Νοτίων, που έχουν αρκετούς άλυτους λογαριασμούς από το παρελθόν, στους οποίους έχουν προστεθεί και οι νέοι – όπως, για παράδειγμα, το Ταμείο Ανάκαμψης, τα ευρωομόλογα και η αναστολή ισχύος του Συμφώνου Σταθερότητας, ειδικά όσον αφορά το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το «τσουνάμι» της πανδημίας.

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι δεν μπορεί κανείς να προβλέψει την έκβαση αυτού του νέου μπρα ντε φερ με βάση την εμπειρία των προηγουμένων. Κι αυτό διότι έχουν αλλάξει αρκετά εντός του ευρωπαϊκού οικοδομήματος – τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε πολιτικό.

Αυτή τη φορά, για του λόγου το αληθές, ο Νότος μοιάζει να έχει συγκροτήσει, έστω και ατύπως, τον δικό του ισχυρό «άξονα», με επικεφαλής τους ηγέτες της δεύτερης και τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης: τον πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν και τον ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι. Ο πρώτος, εκτός των άλλων, θεωρεί ότι τώρα είναι η χρυσή του ευκαιρία για να αμφισβητήσει τη γερμανική κυριαρχία στην ΕΕ – και γνωρίζει ότι δεν μπορεί να το κάνει μόνο στο πεδίο της γεωπολιτικής.

Οσο για τον δεύτερο, διαθέτει, αφενός, το κύρος που του έχει προσ-δώσει η θητεία του στην προεδρία της ΕΚΤ – από την οποία έμεινε η δέσμευσή του «θα κάνω ό,τι χρειαστεί» για να σωθεί το ευρώ – και, αφετέρου, το πλεονέκτημα ότι είναι επικεφαλής μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας». Ισως δε είναι όλα αυτά που έκαναν τη γερμανική «Handelsblatt» να τον χαρακτηρίσει «αλύγιστο».

Ο Βορράς, από την άλλη, αναμφίβολα έχει τα δικά του ισχυρά όπλα – με τη διαφορά ότι κάποια από αυτά μοιάζουν να έχουν πάθει «εμπλοκή». Η Ανγκελα Μέρκελ, για παράδειγμα, η οποία χθες και σήμερα παρίσταται στην 107η σύνοδο κορυφής ως καγκελάριος, ετοιμάζεται να αποχωρήσει και να δώσει τη θέση της σε μια νέα κυβέρνηση που θα αναλάβει το τιμόνι της Γερμανίας, με διαφορετική σύνθεση. Επίσης, ο ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε κάθε άλλο παρά αλώβητος φαντάζει μετά τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα που έχουν πλήξει την κυβέρνησή του – όσο για τους αυστριακούς Χριστιανοδημοκράτες, ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Σεμπάστιαν Κουρτς τούς κατάφερε ένα ισχυρό πλήγμα, παρά την παραμονή τους στην καγκελαρία.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εξελίξεις υπάρχουν και εντός της ΕΚΤ, η στάση της οποίας είναι σαφές ότι μπορεί να γείρει την πλάστιγγα προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Η παραίτηση του πιο επιθετικού «γερακιού» της, του προέδρου της γερμανικής Bundesbank Γενς Βάιντμαν, απαλλάσσει την Κριστίν Λαγκάρντ από τον μεγαλύτερο ίσως βραχνά της και της επιτρέπει να συνεχίσει την πολιτική του προκατόχου της – η οποία είναι γεγονός ότι προκαλεί μεγάλο εκνευρισμό στις τάξεις των αποκαλούμενων «frugals», οι οποίοι επιμένουν να προβάλλουν το φάντασμα του πληθωρισμού.

Παρ’ όλα αυτά, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτή η μάχη έχει ήδη κριθεί. Εξάλλου, ο Σολτς συγκυβερνούσε τόσα χρόνια με τη Μέρκελ…

Πηγή: Τα Νέα