Με τη Συνθήκη των Πρεσπών η Ελλάδα διασφάλισε την άμεση μεταβολή του διεθνούς ονόματος του γειτονικού κράτους σε «Βόρεια Μακεδονία» (όνομα σύνθετο που περιέχει γεωγραφικό προσδιορισμό). Αυτό ανταποκρινόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην ευρύτατα αποδεκτή ελληνική εθνική γραμμή. Η διευθέτηση αυτή εισήχθη και στην εσωτερική έννομη τάξη της γείτονος με την αναθεώρηση του Συντάγματός της. Η χρήση όμως του σύνθετου αυτού ονόματος στο εσωτερικό, σύμφωνα με τη Συνθήκη, θα επεκτείνεται σταδιακά ακολουθώντας τον ρυθμό ανοίγματος των κεφαλαίων των διαπραγματεύσεων ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. Εξαρτάται συνεπώς από την εξέλιξη μιας διαδικασίας που τελεί υπό τον πολιτικό έλεγχο των κρατών – μελών της Ε.Ε. και όχι των συμβαλλομένων μερών της Συνθήκης των Πρεσπών.

Ως αντάλλαγμα η Ελλάδα συναίνεσε στην άμεση ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ που ήδη συντελέστηκε και στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. στο μέτρο που αυτό εξαρτάται από τη θέση και την ψήφο της χώρας μας. Επιπλέον η Ελλάδα συμφώνησε στον χαρακτηρισμό ως «μακεδονικής» της ιθαγένειας των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας, της επίσημης γλώσσας της χώρας ( άρθρο 1 παρ. 3 περ. β και γ αντίστοιχα), αλλά και της εθνικότητας των πολιτών της, με την έννοια του αυτοπροσδιορισμού, μέσω της χρήσης του όρου «Μακεδονία» και «μακεδονικός» με το νόημα που αναγνωρίζει στους όρους αυτούς το άρθρο 7 της Συμφωνίας, στο οποίο παραπέμπει και το άρθρο 1 παρ. 3 περ. δ.

Τα τρία αυτά σημεία που αφορούν την ιθαγένεια, τη γλώσσα και την εθνικότητα, δεν μου επέτρεψαν να ψηφίσω υπέρ της κύρωσης της Συνθήκης καθώς θεώρησα ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων και το momentum που οδήγησε στη σύναψη της Συνθήκης, καθιστούσαν δυνατές σαφέστερες και καλύτερες διευθετήσεις. Θεώρησα ότι η Συνθήκη δεν εμπεριέχει την ισορροπία που ήταν εφικτή.

Όμως από την υπογραφή της μέχρι σήμερα η ισορροπία της Συνθήκης έχει διαταραχθεί σε πολύ πιο ουσιώδη σημεία. Από τις επιδιώξεις της Βόρειας Μακεδονίας έχει ήδη επιτευχθεί η ένταξη στο ΝΑΤΟ και η συμμετοχή σε όλους σχεδόν τους διεθνείς οργανισμούς και πάντως στον ΟΗΕ με το σύνθετο όνομα Βόρεια Μακεδονία. Από τις εγγυήσεις που επιζητούσε η Ελλάδα ήδη συντελέστηκε η αναθεώρηση του Συντάγματος της Βόρειας Μακεδονίας σε συμμόρφωση προς ρητές διεθνείς υποχρεώσεις που συνιστούν όρους διεθνούς συνθήκης που κατισχύει του εσωτερικού δικαίου κατά τη λογική του Διεθνούς Δικαίου και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.

Η χρήση όμως του ονόματος Βόρεια Μακεδονία στο εσωτερικό δεν έχει αρχίσει να επεκτείνεται καθώς δεν υπήρξε πρόοδος ως προς την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. Η θετική στάση της Ελλάδας, που συνιστά και διεθνή της υποχρέωση, δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις αντιρρήσεις της Βουλγαρίας ούτε την επιλογή πολλών κρατών – μελών να μη ανοίξουν έναν νέο κύκλο διεύρυνσης της ΕΕ. Επιπλέον η ευρωπαϊκή πολιτική για τα Δυτικά Βαλκάνια συνολικά έχει πλέον αρχίσει να λειτουργεί προδήλως αποσταθεροποιητικά για την περιοχή. Επιμέρους όψη της εξέλιξης αυτής είναι οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν στην τωρινή πολιτική κρίση στη Βόρεια Μακεδονία. Μαζί προφανώς με άλλους εγχώριους λόγους.

Παρατηρώ τώρα κάποιους επικριτές και αντιπάλους της Συνθήκης των Πρεσπών στην Ελλάδα να επιχαίρουν και να εμφανίζονται έτοιμοι να αποδεχθούν, με ανακούφιση και ικανοποίηση, την εγκατάλειψη της Συνθήκης από μια επόμενη κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού από την κυβέρνηση Ζάεφ.

Χρησιμοποιώ τον μη ακριβή νομικά όρο «εγκατάλειψη» γιατί ευτυχώς η καταγγελία και η λήξη της Συνθήκης υπόκειται στις αυστηρές προδιαγραφές της ίδιας και της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.
Όμως τώρα, μετά τα όσα έχουν ήδη συντελεστεί, η ισχύς και ο σεβασμός της Συνθήκης των Πρεσπών, όπως επιβάλλει το Διεθνές Δίκαιο και η αρχή της συνέχειας του κράτους που δεσμεύει και τα δυο αντισυμβαλλόμενα μέρη, είναι ζωτικό συμφέρον της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Η σκέψη ότι μπορούμε να απαλλάξουμε τη Βόρεια Μακεδονία από τις υποχρεώσεις της κατά τη Συνθήκη των Πρεσπών για να την πιέσουμε αποτελεσματικότερα ενόψει της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, είναι αφελής και επικίνδυνη. Καθιστά την Ελλάδα τμήμα του και πάλι ανοικτού ζητήματος των Δυτικών Βαλκανίων και απαλλάσσει τη Βουλγαρία από την ευθύνη χειρισμού των δικών της επιφυλάξεων και ευαισθησιών, κυρίως όμως επιτρέπει σε πολλά αλλά κράτη – μέλη της Ε.Ε. να συγκαλύψουν τις αντιρρήσεις και την αμηχανία τους που καθιστά πρακτικά πολύ μακρινή και αχνή την προοπτική ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων.

Στο επίπεδο δε του Διεθνούς Δικαίου επιτρέπει σε κάποια τυχοδιωκτική κυβέρνηση της γειτονικής χώρας να απαλλαγεί από την υποχρέωση εσωτερικής χρήσης του σύνθετου ονόματος, να επιδιώξει την αντιστροφή της αναθεώρησης του Συντάγματος, για την οποία απαιτείται βεβαίως αυξημένη πλειοψηφία δυο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών ή ακόμη και να διεκδικήσει τη διεθνή χρήση του λεγόμενου συνταγματικού ονόματος (εάν αυτό έχει στο μεταξύ επανέλθει σύμφωνα με την εκδοχή αυτή ) χωρίς τον προσδιορισμό «Βόρεια».

Ανεξάρτητα συνεπώς από την άποψη που είχε ο καθένας κατά την υπογραφή και την κύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών, τώρα η υπεύθυνη εθνική θέση που πρέπει να συνιστά την ενιαία εθνική στρατηγική, είναι η επιμονή στην υποχρέωση της άλλης πλευράς να σεβαστεί πλήρως τη Συνθήκη των Πρεσπών καθώς με τον τρόπο αυτό διατηρείται και η συνακόλουθη υποχρέωση των διεθνών οργανισμών και των άλλων κρατών να σέβονται τις προβλέψεις της Συνθήκης. Η Συνθήκη των Πρεσπών κατισχύει, κατά τη λεγόμενη μονιστική λογική, του Συντάγματος της Βόρειας Μακεδονίας και θέτει διεθνή νομικό φραγμό σε τυχόν ακραίους εσωτερικούς λαϊκισμούς στη γειτονική χώρα.

Φυσικά οι νομικοί φραγμοί δεν αρκούν. Προφανώς και η διεθνής κοινότητα θα επιμείνει στον σεβασμό και την εφαρμογή της Συνθήκης των Πρεσπών και θα ασκήσει ισχυρές πιέσεις. Αυτές όμως πρέπει να έχουν μόνο αποδέκτη την άλλη πλευρά. Η Ελλάδα, για λόγους εθνικού συμφέροντος και σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου, οφείλει να έχει σαφή και σταθερή θέση υπέρ της ισχύος και του σεβασμού της Συνθήκης και να λειτουργεί ως ενεργό και αξιόπιστο μέλος της Ε.Ε. και όλης της διεθνούς κοινότητας. Περιθώρια για εθνικολαϊκιστικές ανευθυνότητες δεν υπάρχουν ούτε στην ελληνική πλευρά.

  • Το άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου δημοσιεύεται στην Καθημερινή της Κυριακής