Υποστήριζα σταθερά και επίμονα την ανάγκη επανάληψης των διερευνητικών επαφών για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο καθώς και των επαφών για τα στρατιωτικά και ιδίως τα αεροναυτικά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, διμερώς και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Είναι επίσης προφανές ότι πάντα βοηθά η επαφή και η συνεργασία στα λεγόμενα ζητήματα «χαμηλής» πολιτικής, ιδίως στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων.

Τέτοιου είδους κύκλους, όπως οι πρόσφατοι, έχουν κάνει πολλές φορές τον τελευταίο μισό σχεδόν αιώνα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Υποθέτω ότι κανείς δεν θεωρεί ότι υπήρξε μια «μετριοπαθής» στροφή της τουρκικής πολιτικής επειδή πριν από πολλούς μήνες η Ελλάδα φάνηκε έτοιμη να αντιπαρατάξει τον στόλο της στα τουρκικά ερευνητικά σκάφη που πραγματοποίησαν έρευνες «επίδειξης» στα λεγόμενα απώτερα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ που τελούν υπό οριοθέτηση κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Ούτε επειδή ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών υποστήριξε σθεναρά στην κοινή συνέντευξη με τον τούρκο ομόλογό του στην Αγκυρα, τον Απρίλιο, ότι η Συνθήκη της Λωζάνης αναφέρεται σε μουσουλμανική και όχι τουρκική μειονότητα στη Θράκη και ότι οι υπερπτήσεις τουρκικών πολεμικών αεροσκαφών πάνω από ελληνικά νησιά θίγουν την ελληνική εθνική κυριαρχία. Ορθώς, κατά τη γνώμη μου, σχεδόν όλοι αποδίδουν τη «μεταστροφή» στην πολιτική αλλαγή στις ΗΠΑ και στον καθαρό τρόπο με τον οποίο ο πρόεδρος Μπάιντεν θέτει προς την Τουρκία – αλλά και προς την Ευρωπαϊκή Ενωση – το μείζον ζήτημα της πλήρους επαναλειτουργίας του ευρωαμερικανικού άξονα και της ανασυγκρότησης της Δύσης ως στρατηγικής οντότητας που τοποθετείται ενιαία καταρχάς απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα, με εσωτερικές διαβουλεύσεις ίσως, αλλά με προφανή αμερικανική πρωτοβουλία και ηγεμονία. Αυτό αφορά πολλούς αποδέκτες, από τη Γερμανία (με τον «επιεική», όπως φαίνεται τελικά, αμερικανικό χειρισμό του προβλήματος του αγωγού North Stream 2) μέχρι την Τουρκία.

Η Τουρκία καλείται να δηλώσει και να αποδείξει ότι έχει συνείδηση των ορίων που θέτει η συμμετοχή της στη δυτική συμμαχία και το ΝΑΤΟ, χωρίς να αγνοούνται η γεωγραφική θέση της, τα ιδιαίτερα προβλήματα ασφάλειας που αντιμετωπίζει και ο πολιτισμικός εξαιρετισμός της. Στο πλαίσιο αυτό οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό (όχι με τη μορφή οριστικής λύσης που ενδιαφέρει εμάς, αλλά με τη μορφή αποφυγής των εντάσεων και πολύ περισσότερο των κρίσεων) είναι σημαντική παράμετρος, αλλά ούτε η μόνη ούτε η κύρια. Σημαντική παράμετρος, λόγω της πολιτικής και θεσμικής επιρροής που ασκούν τα σχετικά ζητήματα στην εσωτερική λειτουργία της, είναι προφανώς και η στάση της ΕΕ που καλείται να επωμισθεί, ως συνήθως, ένα μεγάλο μέρος του οικονομικού κόστους που συνεπάγεται μια νέα περίοδος ομαλοποίησης των σχέσεων Δύσης / ΗΠΑ / ΕΕ με την Τουρκία. Οχι με την Τουρκία του κ. Ερντογάν, αλλά με την Τουρκία ως χώρα και ως πολιτικό σύστημα που ενώπιον τέτοιων στρατηγικών επιλογών είναι πολύ πιο ενιαίο και ομοιόμορφο από όσο φαίνεται ειδησεογραφικά και αποσπασματικά.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι η στρατηγική αμφιθυμία των ΗΠΑ ακόμη και πριν από την προεδρία Τραμπ και η στρατηγική αμηχανία, για να μη πω ανυπαρξία, της ΕΕ, διαμόρφωσαν ένα προφανές κενό που επιδίωξε να καλύψει η Τουρκία στη Συρία, τη Λιβύη, τον Καύκασο. Η αρχική δε εμφάνιση έγινε στη Μ. Ανατολή και πιο συγκεκριμένα στη Γάζα. Τη μήτρα πολλών άλλων συγκρούσεων.

Επανέρχομαι στη νέα φάση, από πλευράς κλίματος, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εξέλιξη που ελπίζω να επιβεβαιώσει και να ενισχύσει η επικείμενη διμερής συνάντηση κορυφής στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ (συνηθισμένη πρακτική στο παρελθόν). Θα προτιμούσα προφανώς η διμερής αυτή συνάντηση κορυφής να έχει γίνει πολύ νωρίτερα χωρίς να περιμένουμε να συμπληρωθούν σχεδόν 18 μήνες έντασης. Εστω όμως και με κάποια καθυστέρηση πρέπει να γίνει. Προτιμήθηκε από την κυβέρνηση, τους πολλούς προηγούμενους μήνες, να δοθεί έμφαση στη διαμόρφωση ενός «περιβάλλοντος», κυρίως με τη συμφωνία μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Αίγυπτο που λειτούργησε ως έμπρακτη απάντηση στο ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Είναι, από την άλλη μεριά, προφανές, ότι οι παραδοχές που έκανε η χώρα μας στις συμφωνίες οριοθέτησης με την Αίγυπτο αλλά και την Ιταλία, δημιουργούν ένα προηγούμενο που βρίσκεται ήδη στο τραπέζι των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία.

Επιπλέον, είναι, ελπίζω, προφανές ότι ήταν άλλη η αίσθηση του ιστορικού και «περιβαλλοντικού» χρόνου όταν συμφωνήθηκε το 1976 το τότε moratorium και άλλη τώρα καθώς λήγει πρακτικά ο χρόνος ζωής (αποδεκτής και οικονομικά βιώσιμης χρήσης) των ορυκτών καυσίμων εάν και όταν καταστούν τεχνικώς εκμεταλλεύσιμα.

Θέλω να θεωρώ βέβαιο ότι η κυβέρνηση έχει πλήρη και ρεαλιστική εικόνα του τρόπου με τον οποίο έχουν τοποθετηθεί εκατέρωθεν τα ζητήματα στην αφετηρία της φάσης αυτής που θα επιβεβαιωθεί με τη συνάντηση κορυφής. Στην προχθεσινή επίσκεψη του τούρκου ΥΠΕΞ στη Θράκη και μετά στην Αθήνα δεν έγιναν ρητορικές επιδείξεις και υπήρξε μια αμοιβαία προσπάθεια διατήρησης χαμηλών τόνων. Ομως ο κ. Τσαβούσογλου, και δικός μου παλιός φίλος, κατέγραψε πλήρως την τουρκική ατζέντα τόσο στη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» 30.5.2021, όσο και με τα όσα δήλωσε στο αρχικό μέρος της επίσκεψης στη Θράκη στο οποίο δεν είχε αποβάλει την ιδιότητα του υπουργού Εξωτερικών. Για τη συγκρότηση του καταλόγου των υπό συζήτηση θεμάτων δεν αρκεί η έντονη αντίκρουση ορισμένων τουρκικών ισχυρισμών. Χρειάζεται προσοχή όχι μόνο στην αμεσότητα και το ύφος, αλλά και στις αποχρώσεις του ουσιαστικού περιεχομένου των ελληνικών δηλώσεων.

Χρειάζεται, με άλλη διατύπωση, μεγαλύτερη επεξεργασία και «εκλέπτυνση» του τρόπου με τον οποίο μιλάμε δημόσια και επίσημα για όλα αυτά τα θέματα. Ούτε η γενική επίκληση του σεβασμού του διεθνούς δικαίου αρκεί, ούτε η γενική αναγωγή στη Συνθήκη της Λωζάνης. Για όλα τα επιμέρους σημεία υπάρχουν ιστορικές και νομικές πτυχές που πρέπει (χωρίς φυσικά λεπτομέρειες και «technicalities») να εμπλουτίζουν σταδιακά τον διεθνή δημόσιο λόγο της χώρας και πάντως πρέπει να έχουν πάντα κατά νου οι πολιτικοί χειριστές των θεμάτων.

Λίγες μόλις εβδομάδες πριν, στη Γενεύη, η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή κοινότητα έθεσαν ευθέως ζήτημα «δύο κρατών» και «κυριαρχικής ισότητας». Αυτά προφανώς αντικρούστηκαν ρητά, κινούνται εκτός του πλαισίου των αποφάσεων του ΣΑ / ΟΗΕ και αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις παραδοχές της ΕΕ, όμως ειπώθηκαν και επαναλαμβάνονται διαρκώς. Το αποτέλεσμα είναι η αναμονή και η παρατεταμένη συμβίωση με μια σκληρή «διχοτομική» πραγματικότητα στο νησί, να θεωρείται και πάλι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί. Αυτό μάλιστα φαίνεται να εκφράζει έστω εμμέσως, έστω κατ’ ανάγκην, το εκλογικό σώμα, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των προχθεσινών βουλευτικών εκλογών στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Η θέση μου είναι συνεπώς απολύτως θετική ως προς τις τελευταίες εξελίξεις και την επικείμενη συνάντηση κορυφής. Με την παράκληση όμως να αρχίσει αμέσως μια οργανωμένη προσπάθεια παρουσίασης και εξήγησης των δεδομένων του διεθνούς δικαίου, της διεθνούς νομολογίας, των πραγματικών διεθνών συσχετισμών και πρακτικών και στην εσωτερική κοινή γνώμη. Η στερεότυπη και απλουστευτική ρητορεία που έχει επικρατήσει – και τα δυο τελευταία χρόνια λόγω της συγκυρίας – σε μεγάλη μερίδα όχι μόνο της κοινής γνώμης αλλά και υπευθύνων διαμορφωτών της, πρέπει να αντικατασταθεί από τον ενημερωμένο σε βάθος και αποτελεσματικό πατριωτισμό που προστατεύει τα εθνικά συμφέροντα με ιστορικά κριτήρια.

το άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Τα Νέα