Ο μέσος Έλληνας φορολογούμενος χρειάστηκε να δουλέψει 179 από τις 365 ημέρες του τρέχοντος έτους προ κειμένου να πληρώσει τις υποχρεώσεις του σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία. Ή πιο απλά, μέχρι και τις 29 Ιουνίου δουλεύαμε για το κράτος, ενώ από πς 30 Ιουνίου και μετά εργαζόμαστε για την κάλυψη των υπόλοιπων προσωπικών μας αναγκών. Είναι το κύριο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η μελέτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ). Η 29η Ιουνίου ήταν για φέτος η ημέρα «φορολογικής ελευθερίας» αποτελώντας το χρονικό σημείο στο οποίο διαχωρίζεται η περίοδος κατά την οποία εργαζόμαστε για την κάλυψη των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων με την περίοδο κατά την οποία το εισόδημά μας διατίθεται για άλλους σκοπούς.

Η εικόνα της φετινής χρονιάς είναι επιβαρυμένη σε σχέση με πέρυσι, καθώς οι ημέρες εργασίας για την κάλυψη των αναγκών έχουν αυξηθεί -με βάση τις προβλέψεις των μελετητών- σε 179 από 175 πέρυσι. Από την άλλη είναι η δεύτερη διαδοχική χρονιά κατά την οποία πέφτουμε κάτω από τις 180 ημέρες. Το «υψηλό» με βάση την έρευνα του ΚΕΦΙΜ σημειώθηκε το 2018, όταν και οι φορολογούμενοι απασχολήθηκαν κατά 186 ημέρες για την κάλυψη των υποχρεώσεων απέναντι στο κράτος. Από την άλλη, συγκριτικά με το 2009, ο φορολογούμενος απασχολείται 40 ημέρες περισσότερο για την πληρωμή φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Από τις 139 ημέρες, είχαμε αύξηση στις 179 ημέρες. Οι 179 ημέρες αναλύονται ως εξής:

  1. 43 ημέρες πηγαίνουν για πληρωμή άμεσων φόρων
  2. 75 ημέρες για τους έμμεσους φόρους (ενδεικτικό της ανισορροπίας που υπάρχει στην Ελλάδα ανάμεσα στην άμεση και στην έμμεση φορολογία)
  3. 60 ημέρες απαιτούνται για την πληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών και μία ημέρα χρειάζεται για την πληρωμή των φόρων κεφαλαίου (σ.σ.: ο ΕΝΦΙΑ ενσωματώνεται στους άμεσους φόρους και όχι στους φόρους κεφαλαίου).

Ευρωπαϊκός μ.ό.

Τα συγκριτικά στοιχεία με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες (σ.σ.: χρησιμοποιούνται τα στοιχεία του 2019) δείχνουν ότι η χώρα βρίσκεται σε χειρότερη θέση σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος διαμορφώνεται στις 170 ημέρες. Ουσιαστικά η Ελλάδα κατατάσσεται στη 15η θέση, με την Τσεχία, την Ισπανία. την Ουγγαρία, τη Σλοβενία, την Εσθονία, τη Λιθουανία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, τη Γερμανία. την Ολλανδία, τη Νορβηγία, την Ελβετία και τη Μεγάλη Βρετανία να βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση. Συνολικά για το 2021 ο «λογαριασμός» των κρατικών υποχρεώσεων εκτιμάται στα 71,9 δισ. ευρώ: 30 δισ. ευρώ για έμμεσους φόρους, 17 δισ. ευρώ για άμεσους φόρους, 24 δισ. ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές και 300 εκατ. ευρώ για φόρους κεφαλαίου. Αυτό το ποσό είναι σαφώς μεγαλύτερο συγκριτικά με τη δαπάνη των νοικοκυριών για την κάλυψη βασικών αναγκών. Για είδη διατροφής διαθέτουμε 14 δισ. ευρώ, για στέγαση, ύδρευση καύσιμα και φωτισμό 10 δισ. ευρώ, για μεταφορές 10 δισ. ευρώ, για ένδυση και υπόδηση 4 δισ. ευρώ, για αγαθά οικιακής χρήσης 3 δια ευρώ και για επικοινωνία επίσης 3 δισ. ευρώ: σύνολο 44,4 δισ. ευρώ. Στη φετινή μελέτη το ΚΕΦΙΜ προχωρά και σε έναν ακόμη υπολογισμό: λαμβάνει υπόψη του και το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης με την παραδοχή ότι αυτό συνιστά φόρους μελλοντικών ετών. Με αυτό το δεδομένο, η ημέρα φορολογικής ελευθερίας μετατοπίζεται ακόμη περισσότερο από τις 179 στις 221 ημέρες, κάτι που μας φέρνει χρονικά στις 10 Αυγούστου.

Πηγή: Ναυτεμπορική