Από τη στιγμή που άνοιξε ζήτημα Εξεταστικής Επιτροπής το ίδιο ερώτημα διατυπώνεται με την ίδια ένταση τόσο από το Μαξίμου όσο και από την Κουμουνδούρου: «Εμείς δεν φοβόμαστε, φοβάστε εσείς;».

Η πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, που πλέον βάλλει κατά ριπάς εναντίον της κυβέρνησης και παλεύει για ευρύ αντικυβερνητικό (και αντιμητσοτακικό) μέτωπο στην κοινωνία, πέτυχε συμφωνία της αντιπολίτευσης στη θεσμική κίνησή του (στο αίτημα «να ελεγχθούν οι κατ’ επανάληψη πράξεις χειραγώγησης της κοινής γνώμης από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη»), όσο κι αν το συγκεκριμένο θέμα προφανώς απέχει πολύ από το να λειτουργήσει ως όχημα για μελλοντικές συνεργασίες «προοδευτικής διακυβέρνησης». Η πλευρά της κυβέρνησης, που θέλει το λεγόμενο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και συσπειρωμένο το κοινό που ίσως δεν προτιμούσε στο παρελθόν τη ΝΔ αλλά απογοητεύτηκε από την περίοδο 2015-2019, δεν σκοπεύει να «χαρίζει» πρωτοβουλίες κινήσεων στην Κουμουνδούρου, ούτε προβάδισμα στη δημόσια ατζέντα. Εξού και η αντεπίθεση «ας συζητήσουμε για το τι έχει γίνει στη χώρα από το 2015 και μετά».

Από την ανάληψη της εξουσίας ο Πρωθυπουργός επιχειρεί να δίνει έμφαση στις διαφορές του με τον Αλέξη Τσίπρα και στην αγκύλωση – κατά τους κυβερνητικούς – του πολιτικού αντιπάλου του σε τακτικές, ρητορική και ύφος του παρελθόντος, που έχουν απορριφθεί από την πλειονότητα των πολιτών. Και μπορεί να έχει προ πολλού διαβεβαιώσει ότι ο ίδιος δεν θα έκανε τη Βουλή «βιομηχανία εξεταστικών», ωστόσο από το γαλάζιο στρατόπεδο προτίθενται σε κάθε πρόκληση να… κουνούν τους σκελετούς στη συριζαϊκή ντουλάπα, θεωρώντας ότι υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα από την περίοδο των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αλλά και ότι το σκληρό ροκ του ΣΥΡΙΖΑ «έχει ξεπεράσει κάθε όριο», σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, «με επιθέσεις επί προσωπικού ως και ύβρεις».

Είναι άλλωστε ενδεικτικές και οι πρωθυπουργικές παρεμβάσεις του τελευταίου διαστήματος. «Πρέπει να κρινόμαστε αλλά δεν πρέπει να ξεχνιόμαστε (…) Αν το δόγμα μας ήταν να έχουμε υπουργό Αμυνας τον κ. Κομμένο, όπου η γελοιότητα συναντούσε το κιτς και τη μεγαλομανία, ναι το αλλάζουμε» έλεγε ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στη Βουλή για την ελληνογαλλική συμμαχία και κατακεραυνώνοντας επιλογές και κινήσεις «συνοδοιπόρων» του Τσίπρα. Επίσης σε άλλες δύο παρεμβάσεις του, στη Βαλένθια και στο ΙΟΒΕ, ο Πρωθυπουργός θέλησε να αναδείξει τη νίκη κατά του λαϊκισμού της προηγούμενης περιόδου.

Στο δια ταύτα, η κυβέρνηση κάνει σαφές ότι θέλει να ανοίξει το φάσμα της εξεταστικής επιτροπής για τις δημοσκοπήσεις και τα ΜΜΕ από το 2015 έως σήμερα, «βλέποντας» και εκεί «σκελετούς» του ΣΥΡΙΖΑ: «βοσκοτόπια, εξωχώριες εταιρείες, εκατομμύρια που χάνονταν στην πορεία για να στηθούν εφημερίδες, εταιρείες που είχαν φτιάξει κάτι μετακλητοί στο Μαξίμου εκείνη την περίοδο, μαζί με ορισμένες ομάδες φοιτητών, στενών συνεργατών υπουργού και συνεργάτη του κ. Τσίπρα» όπως ανέφερε σε χθεσινές παρεμβάσεις του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου. Είναι προφανές ότι απορρίπτει και δεν πρόκειται να ψηφίσει την πρόταση της Κουμουνδούρου. Μένει ωστόσο να φανεί το διαδικαστικό της ρελάνς Μαξίμου – ήδη απασχολεί τις εσωτερικές συζητήσεις στη ΝΔ -, με δεδομένο σε κάθε περίπτωση ότι η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει με άνεση τις απαιτούμενες 120 ψήφους.

Μια ιδέα για το που θα κινηθεί η αντιπαράθεση πάντως δίνει και η έμφαση που επιδιώκουν κυβερνητικοί παράγοντες να ρίξουν σε δημοσκοπήσεις που προβάλλονταν σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων «που αποτελούν δημοσιογραφικούς βραχίονες της τότε κυβέρνησης» και επιχειρούσαν να ψηλώσουν τη Χρυσή Αυγή και όχι απλώς, κατά τα λεγόμενα του Οικονόμου, «να χαμηλώσουν πάρα πολύ τη διαφορά της ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ, μέρες, εβδομάδες πριν από τις εκλογές». Εξελίξεις αναμένονται πιθανότατα αύριο στη Διάσκεψη των Προέδρων στη Βουλή, ενώ μία μέρα μετά έχει προγραμματιστεί η «μάχη» Μητσοτάκη -Τσίπρα για την πανδημία, λαμβάνοντας πλέον νέες διαστάσεις.

Πηγή: Τα Νέα