Είναι μια αίσθηση που θα μοιράζονταν μάλλον όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί των τελευταίων χρόνων και – τουλάχιστον – ένας πρόεδρος της Δημοκρατίας. Και πιθανότατα όλοι θα περιέγραφαν αυτήν την αίσθηση έτσι όπως την περιέγραψε ο Τζον Μπόλτον στο βιβλίο του «The Room Where it Happened, A White House Memoir» που κυκλοφόρησε χθες: «Η επικοινωνία με τον Ερντογάν είναι αληθινή εμπειρία τελικά».

Στο πόνημά του, ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Ντόναλντ Τραμπ αποκαλύπτει πολλά για τα έργα και τις ημέρες του Αμερικανού προέδρου στον Λευκό Οίκο. Στις ίδιες σελίδες όμως σκιαγραφείται και το πορτρέτο ενός αυταρχικού ηγέτη, του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ παρομοιάζεται με τον Μπενίτο Μουσολίνι.

Ο Ερντογάν για τον Μπόλτον είναι ακόμη ένας «αυταρχικός ηγέτης» με τον οποίο ο Τραμπ διατηρεί «ειδύλλιο» – οι άλλοι είναι ηγέτες όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Σι Τζινπίνγκ ή Κιμ Γιονγκ Ουν. Οπως όλα τα ειδύλλια όμως, έτσι κι αυτό περνάει από διακυμάνσεις. Τα πράγματα δεν είναι πάντοτε ρόδινα στη σχέση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενός προέδρου για τον οποίο «καλός Κούρδος είναι ο νεκρός Κούρδος». Ο Μπόλτον πάντως δεν έχει καμία αμφιβολία: Ο Τραμπ πολύ θα ήθελε να μοιάσει σε αυτόν τον Ερντογάν, πολύ θα ήθελε να κυβερνούσε την Αμερική όπως κυβερνά εκείνος την Τουρκία…

«Η επικοινωνία με τον Ερντογάν είναι αληθινή εμπειρία τελικά. Ακούγοντάς τον (πάντα με τη βοήθεια του διερμηνέα), είναι σαν να ακούς τον Μουσολίνι να μιλάει από το μπαλκόνι του στη Ρώμη – με τη διαφορά πως ο Ερντογάν χρησιμοποιούσε τον ίδιο τόνο και την ίδια ένταση στο τηλέφωνο. Ηταν σαν να μας κάνει μάθημα από το Οβάλ Γραφείο. Εδειχνε να αποφεύγει οποιαδήποτε δέσμευση ως προς τη συμμετοχή του στο σχέδιο των ΗΠΑ να χτυπήσουν, αλλά είπε πως θα μιλούσε αμέσως στον πρόεδρο Πούτιν. Ο Τραμπ είπε στον Ερντογάν να μεταφέρει πως θα προσπαθούσαμε να αποφύγουμε οποιοδήποτε πλήγμα κατά της Ρωσίας. Την επομένη, ημέρα Τρίτη, ο Ιμπραήμ Καλίν, Τούρκος ομόλογός μου (και επίσης εκπρόσωπος Τύπου του Ερντογάν, ενδιαφέρων συνδυασμός), κάλεσε προκειμένου να μας ενημερώσει για το τηλεφώνημα του Ερντογάν με τον Πούτιν. Ο Πούτιν είχε επισημάνει πως δεν ήθελε μια ευρύτερη αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες γύρω από τη Συρία και πως όλοι θα έπρεπε να κινηθούν με βάση την κοινή λογική. 

Μετά τα αντίποινα του Απριλίου για την επίθεση του Ασαντ με χημικά στη Δούμα, η Συρία ήρθε και πάλι εμμέσως στο προσκήνιο λόγω της φυλάκισης του πάστορα Άντριου Μπράνσον στην Τουρκία. Ενας απολιτικός ευαγγελιστής ιερέας, ο ίδιος και η οικογένειά του είχαν ζήσει και εργαστεί στην Τουρκία επί δύο δεκαετίες πριν από τη σύλληψή του το 2016, η οποία ακολούθησε την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά του τούρκου προέδρου Ερντογάν. Ο Μπράνσον ήταν ένα διαπραγματευτικό χαρτί και είχε κυνικά κατηγορηθεί ότι συνωμοτούσε με τους οπαδούς του Φετουλάχ Γκιουλέν, του ισλαμιστή ιεροδιδάσκαλου που ζούσε στην Αμερική και που κάποτε ήταν σύμμαχος του Ερντογάν, αλλά που τώρα ήταν ένας εχθρός, χαρακτηρισμένος κατ’ επανάληψη ως τρομοκράτης. Αμέσως μετά την επιστροφή του Τραμπ από το Ελσίνκι, ο Ερντογάν κάλεσε για τη συνέχεια της σύντομης συνάντησής τους στο ΝΑΤΟ και (αργότερα στο τηλέφωνο) για τον Μπράνσον και τη “σχέση” του με τον Γκιουλέν. Ο Ερντογάν έθεσε και ένα άλλο αγαπημένο του ζήτημα, το οποίο συζητούσε συχνά με τον Τραμπ: την καταδίκη του Μεχμέτ Ατίλα, ανώτερου στελέχους της κρατικής τράπεζας Halkbank, για οικονομικές απάτες που προήλθαν από μαζικές παραβιάσεις των κυρώσεων κατά του Ιράν. Αυτή η έρευνα που συνεχιζόταν απειλούσε και τον ίδιο τον Ερντογάν εξαιτίας των ενδείξεων πως χρησιμοποιούσε τη Halkbank για προσωπικό όφελος και πως ως προς αυτό τον διευκόλυνε ακόμη περισσότερο το γεγονός πως ο γαμπρός του έγινε κάποια στιγμή υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας.

Για τον Ερντογάν, πίσω από τις κατηγορίες για τη Halkbank βρίσκονταν ο Γκιουλέν και το “κίνημά” του. Η υπόθεση ήταν μέρος μιας συνωμοσίας εναντίον του, αλλά και ενάντια στον αυξανόμενο πλούτο της οικογένειάς του. Ηθελε να τελειώνει με αυτή την υπόθεση, όσο και αν φαινόταν αδύνατο τώρα που η έρευνα της αμερικανικής Δικαιοσύνης είχε φτάσει σε βάθος. Ο Ερντογάν ανησυχούσε και για το νομοσχέδιο στο Κογκρέσο με το οποίο θα μπορούσε να σταματήσει η πώληση των F-35 στην Τουρκία επειδή η Αγκυρα ήταν έτοιμη να αγοράσει το ρωσικό αμυντικό σύστημα των S-400. Εάν προχωρούσε η αγορά, θα ενεργοποιούνταν αυτόματα οι κυρώσεις κατά της Τουρκίας, όπως προέβλεπε από το 2017 το καταστατικό των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Ο Ερντογάν ανησυχούσε πολύ για όλα αυτά.

Αυτό που ήθελε πάντως ο Τραμπ ήταν πολύ απλό: πότε θα απελευθερωνόταν ο Μπράνσον για να επιστρέψει στην Αμερική: Ο Ερντογάν είπε μόνο πως η δίκη στην Τουρκία συνεχιζόταν και πως ο Μπράνσον δεν ήταν πια στη φυλακή αλλά μόνο σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σμύρνη. Ο Τραμπ απάντησε στον Ερντογάν πως δεν βοηθούσε την κατάσταση καθώς περίμενε να ακούσει από αυτόν να του λέει πως ο Μπράνσον, ο οποίος δεν ήταν παρά ένας τοπικός ιερέας, θα επέστρεφε στην πατρίδα του. Ο Τραμπ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη φιλία του με τον Ερντογάν, αλλά πρόσθεσε πως θα ήταν αδύνατον γι’ αυτόν να παρέμβει ώστε να εξομαλυνθούν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις σε αυτή τη δύσκολη περίοδο από τη στιγμή που ο Μπράνσον δεν επέστρεφε στην Αμερική.

Ο Τραμπ είχε πραγματικά αναστατωθεί. Επειτα από διάφορα ακατάληπτα που είπε για τον Γκιουλέν (για τον οποίο ισχυρίστηκε πως ήταν η πρώτη φορά που άκουγε), είπε απροκάλυπτα (και ήταν λάθος αυτό) ότι ο Ερντογάν του έλεγε πως ο Μπράνσον δεν θα επέστρεφε στην πατρίδα. Γι΄ αυτό δεν θα συνεργαζόταν κανείς με τον Ερντογάν, διαμαρτυρήθηκε ο Τραμπ, ειδικά επειδή ολόκληρη η χριστιανική κοινότητα της Αμερικής είχε ξεσηκωθεί γι’ αυτόν τον ιερέα. Ηταν, του είπε, εκτός εαυτού. Ο Ερντογάν απάντησε ότι και η μουσουλμανική κοινότητα στην Τουρκία ήταν εκτός εαυτού, αλλά ο Τραμπ τον διέκοψε για να του πει πως ολόκληρος ο κόσμος ήταν εκτός εαυτού επειδή ήταν ελεύθερος να το κάνει. Από εκείνο το σημείο και μετά, η συζήτηση πήρε την κάτω βόλτα.

Η διπλωματική οδός δεν απέφερε τίποτε στην υπόθεση του Μπράνσον. Ο Τραμπ ζήτησε να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις αλλά το ένστικτό του σε σχέση με τον Ερντογάν αποδείχθηκε σωστό: μόνο με πολιτική και οικονομική πίεση θα απελευθερωνόταν ο Μπράνσον. Σχεδόν από τη μια στιγμή στην άλλη, ο Ερντογάν μετατράπηκε από έναν από τους πιο στενούς κολλητούς του Τραμπ διεθνώς σε στόχο μιας ορμητικής έχθρας. Αυτή η αλλαγή διατήρησε τις ελπίδες μου ζωντανές πως ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Σι Τζινπίνγκ, ο Κιμ Γιονγκ Ουν και άλλοι θα έδειχναν σύντομα στον Τραμπ ποιοι πραγματικά ήταν και έτσι θα μπορούσαμε να επανασυνδέσουμε την αλλοπρόσαλλη πολιτική μας με την πραγματικότητα.

Βέβαια, εξίσου πιθανό ήταν να επιστρέψει ο Τραμπ και πάλι στη λειτουργία “στενός κολλητός”, κάτι που στην πραγματικότητα συνέβη λίγους μήνες αργότερα. Από μια ειρωνεία, ενώ τα μέσα ενημέρωσης περιέγραφαν τον Τραμπ ως σφόδρα αντιομουσουλμάνο, ποτέ του δεν κατάλαβε – παρά τις επαναλαμβανόμενες προσπάθειες από σημαντικούς συμμάχους στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή να του το εξηγήσουν – πως ο Ερντογάν ήταν ο ίδιος ένας ακραίος ισλαμιστής. Αυτό που επιχειρούσε ήταν να μετατρέψει την Τουρκία σε ισλαμικό κράτος από το κοσμικό κράτος του Κεμάλ Ατατούρκ που ήταν. Υποστήριζε τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και άλλες ριζοσπαστικές οργανώσεις στη Μέση Ανατολή, χρηματοδοτούσε τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ για να μη θυμηθεί κανείς πόσο επιθετικός ήταν απέναντι στο Ισραήλ και πως είχε βοηθήσει το Ιράν απέναντι στις αμερικανικές κυρώσεις. Ο Τραμπ αυτό δεν το καταλάβαινε.

Στις 20 Αυγούστου ο Τραμπ μού τηλεφώνησε στο Ισραήλ για ένα επεισόδιο με πυροβολισμούς που είχε σημειωθεί κοντά στην πρεσβεία μας στην Αγκυρα. Είχα ήδη τσεκάρει το επεισόδιο και είχα διαπιστώσει πως επρόκειτο για μια τοπική εγκληματική υπόθεση που δεν είχε καμία σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ αναρωτήθηκε εάν θα έπρεπε να κλείσουμε την πρεσβεία ώστε να αυξηθεί και η ένταση σχετικά με την υπόθεση Μπράνσον και ίσως να κάνουμε και κάτι ακόμη όπως να ακυρώναμε το συμβόλαιο με την Τουρκία με τα F-35. Κάλεσα τον Πομπέο και άλλους για να τους ενημερώσω και ρώτησα τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας που είχαν ταξιδέψει μαζί μου τι άλλες επιλογές μπορούσαμε να έχουμε στη διάθεσή μας. Ο Πομπέο είπε πως θα μπορούσαμε να ανακηρύξουμε τον πρεσβευτή της Τουρκίας persona non grata και ζήτησε από τους νομικούς μας συμβούλους να επικοινωνήσουν με τον Λευκό Οίκο ώστε να λάβουμε από εκεί τη σχετική επιβεβαίωση. Αυτά τα βήματα ήταν ανορθόδοξα, αλλά είχαμε κάνει σημαντικές προσπάθειες για τον Μπράνσον χωρίς όμως να έχουμε εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του. Επειτα από λίγες ημέρες, ωστόσο, ο Τραμπ άλλαξε στάση αποφασίζοντας να μην κάνει τίποτε με την πρεσβεία μας ή τον Τούρκο πρεσβευτή αλλά αντίθετα να επιστρέψει στην ιδέα των περισσότερων κυρώσεων. “Το έχεις με την Τουρκία” μού είπε εννοώντας βασικά να βρω τι να κάνουμε. Επιβεβαίωσε αυτή του την άποψη λίγες ημέρες αργότερα λέγοντάς μου “Χτύπα τους, τελείωσέ τους, το έχεις”, ενώ σε μια τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τη Μέρκελ τής είπε πως ο Ερντογάν γινόταν πολύ ανόητος στο θέμα του Μπράνσον, προσθέτοντας πως θα επέβαλλε ουσιαστικές κυρώσεις τις επόμενες μέρες.

Οχι πολύ καιρό μετά, ο Τραμπ άλλαξε και πάλι τακτική απέναντι στον Ερντογάν και την Τουρκία. Εχοντας αφήσει πίσω μας την υπόθεση Μπράνσον έξι εβδομάδες νωρίτερα, οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν την 1η Δεκεμβρίου στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του G20 που φιλοξενήθηκε στο Μπουένος Αϊρες όπου συζήτησαν εκτενώς για τη Halkbank. Ο Ερντογάν παρουσίασε ένα υπόμνημα του δικηγορικού γραφείου το οποίο αντιπροσώπευε την Halkbank και το μόνο που έκανε ο Τραμπ ήταν να το ξεφυλλίσει στα πεταχτά πριν εκφράσει την πεποίθησή του πως η Halkbank ήταν παντελώς αθώα ως προς την παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν. Ο Τραμπ ρώτησε εάν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στον γενικό εισαγγελέα Ματ Γουιτάκερ, αλλά δεν το έκανα. Είπε τότε στον Ερντογάν ότι θα φρόντιζε διάφορα πράγματα, εξηγώντας πως οι εισαγγελείς του νότιου τομέα δεν ήταν δικοί του αλλά άνθρωποι του Ομπάμα κι αυτό ήταν ένα πρόβλημα που θα έλυνε όταν θα αντικαθιστούσε εκείνους με τους δικούς του».

Του Περικλή Δημητρολόπουλου από Τα Νέα