Στην ανάγκη μείωσης των φόρων και των εισφορών ώστε «να αφήσουμε χρήματα στις τσέπες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων» αναφέρθηκε ο Στέλιος Πέτσας κατά την ενημέρωση των συντακτών.  

«Η Ελλάδα είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, όσον αφορά το βάρος των ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων σε κάθε νοικοκυριό. Επομένως, μείωση προς τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, τονώνει την οικονομική ανάπτυξη πιο γρήγορα από κάποιο άλλο μέτρο. Επίσης, ενδιαφερόμαστε για τη χρηματοδότηση των υποδομών και του κοινωνικού Κράτους» σημείωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ενώ αναφέρθηκε και στο «πολύ φιλόδοξο σχέδιο για τον ΟΑΕΔ, προκειμένου να στηριχθεί η απασχόληση. Και όλα αυτά ενσωματώνονται σε ένα συνεκτικό σχέδιο ώστε να κάνουμε τη ζωή των Ελλήνων καλύτερη» είπε.

Μιλώντας για τα ζητήματα της οικονομίας εξήγησε πως «η Κυβέρνηση κινήθηκε από την πρώτη στιγμή σε δύο επίπεδα, για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες  της πανδημίας του κορωνοϊού: το κοινοτικό και το εθνικό.

Στο κοινοτικό επίπεδο, είναι σημαντικό το γεγονός ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως ισότιμο κράτος-μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.

Μετέχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, γεγονός που αποκλιμακώνει το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, των τραπεζών και κατ’ επέκταση των επιχειρήσεων. Απαλλάχθηκε από τη δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του Α.Ε.Π. το 2020. Και καλύπτεται, όπως όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την απόφαση για ενεργοποίηση της γενικής «ρήτρας διαφυγής» του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Ήδη πριν από περίπου τέσσερις μήνες, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προετοίμαζε μεθοδικά την διαδρομή προς την ιστορική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 17-21 Ιουλίου.

Υπογράφοντας την κοινή επιστολή μαζί με άλλους οκτώ ηγέτες, στις 25 Μαρτίου, διεκδίκησε μία μορφή κοινού δανεισμού ώστε να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη η Ευρώπη να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και των εξαιρετικών συνθηκών που πλήττουν όλες τις χώρες, ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών της.

Καθώς η Ελλάδα ήταν μία από τις πρώτες χώρες που ζήτησε μία πολύ φιλόδοξη απάντηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο οικονομικό σοκ που έχει προκαλέσει η πανδημία, συμμετείχαμε ενεργά σε όλες τις διαπραγματεύσεις και πετύχαμε ένα συνολικό πακέτο που φτάνει τα 72 δισ. ευρώ.

Οικοδομώντας πάνω στην εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας προς την Ελλάδα, καταφέραμε μία ιστορική απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αποτελεί ταυτόχρονα μία μεγάλη εθνική επιτυχία».

Όπως είπε, «με τη Συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θεσμοθετείται για πρώτη φορά τέτοιου μεγέθους κοινός δανεισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου τα κράτη μέλη να λάβουν τις επιχορηγήσεις».

Σύμφωνα με τον Στέλιο Πέτσα, «η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει από το Ταμείο Ανάκαμψης περίπου 32 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 19 δισ. αφορούν επιχορηγήσεις και περίπου 13 δισ. δάνεια. Σε αυτά προστίθενται σχεδόν 40 δισ. ευρώ από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, τα οποία θα δοθούν μέσα από δράσεις του  μεσοπρόθεσμου προγράμματος ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για την περίοδο 2021-2027.

Τα δάνεια για την Ελλάδα (σχεδόν 13 δισ.) αφενός δημιουργούν ένα σημαντικό απόθεμα ασφαλείας και αφετέρου μπορούν να εγκριθούν με διαδικασίες πολύ πιο απλές από τις κλασικές που αφορούν τον δανεισμό, για παράδειγμα, μέσω του ESM.

Αναφορικά με το εθνικό επίπεδο, η χώρα μας αξιοποιεί την μεγάλη αυτή ευκαιρία, προκειμένου να χτίσει πάνω στο δικό της Σχέδιο που υλοποίησε από την πρώτη στιγμή για να υπερασπιστεί τον κόσμο της εργασίας, να στηρίξει την επιχειρηματικότητα και να ελαφρύνει τα νοικοκυριά από φορολογικά βάρη».

«Τα σημαντικά κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης δεν θα τα σπαταλήσουμε, αλλά θα τα επενδύσουμε για να μεταμορφώσουμε την Ελλάδα.  Η πετυχημένη αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης ενίσχυσε τόσο την εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας στη χώρα μας όσο και την εμπιστοσύνη του πολίτη στο Κράτος και την πολιτική. Απέδειξε ότι οι Έλληνες μπορούμε. Αναβάπτισε την εθνική μας αυτοπεποίθηση. Και το άυλο αυτό εθνικό κεκτημένο θα είναι σύμμαχός μας στην κοινή πορεία» συμπλήρωσε.