Αν εξαιρέσουμε τον πρώτο μήνα από το ξέσπασμα της πανδημίας, όταν κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες και αγορές αναζητούσαν κατεύθυνση, μπορούμε να πούμε πως η αβεβαιότητα τώρα, εννέα μήνες μετά την «άφιξη» του νέου κορωνοϊού, είναι μάλλον μεγαλύτερη σε σχέση με το πρώτο κύμα. Τότε, μπορεί να γνωρίζαμε λιγότερο καλά τον νέο ιό, αλλά πιστεύαμε (κακώς, όπως αποδεικνύεται) πως το πρόβλημα θα εκλείψει σχετικά γρήγορα και μετά το lockdown ο αριθμός των κρουσμάτων θα κρατηθεί σε χαμηλά επίπεδα. Αρκετοί μάλιστα μιλούσαν για ανάκαμψη τύπου V στην οικονομία. Σήμερα, όμως, γίνεται ολοένα και πιο φανερό πως τα αποτελέσματα της υγειονομικής κρίσης θα κρατήσουν περισσότερο, ενώ οι παρεμβάσεις κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών πρέπει να συνεχιστούν.

Το «καλό σενάριο» σε αυτή την κρίση είναι πως κάποιο εμβόλιο θα βρεθεί σχετικά σύντομα. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, πάντως, η αβεβαιότητα θα τροφοδοτείται από σειρά παραγόντων: πόσο αποτελεσματικό θα είναι, πότε θα γίνει ευρέως διαθέσιμο, πόσοι θα το κάνουν, πόσο αποτελεσματικό θα είναι στις μεγαλύτερες ηλικίες, αν όσοι το κάνουν θα μπορούν να μεταδίδουν ιικό φορτίο σε άλλους, τυχόν μεταλλάξεις του ιού, πόσο θα κρατήσει ο «φόβος» καταναλωτών απέναντι στον κορωνοϊό κ.λπ.

Γι’ αυτό, ακόμη και στο καλό σενάριο η επιστροφή στην κανονικότητα και στο επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας του 2019 θα είναι σταδιακή. Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας οδηγεί σε μια διαφορετική προσέγγιση αντιμετώπισης του δεύτερου κύματος και πιθανώς των επόμενων. Μπορεί τώρα για λόγους αντοχής του συστήματος υγείας να κρίθηκε απαραίτητο ένα ευρύτερο lockdown, η γενικότερη τάση όμως είναι να κρατηθεί μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας ανοικτό. Ετσι, τα σχολεία παραμένουν ανοιχτά και μπορούν να εργάζονται οι γονείς, προτιμώνται lockdown μόνο σε περιφερειακό ή τομεακό επίπεδο κ.λπ. Αν οι εξελίξεις στο υγειονομικό επίπεδο επιτρέψουν να συνεχιστεί αυτή η προσέγγιση, η οικονομική δραστηριότητα το 2021 θα διατηρηθεί σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά της τρέχουσας χρονιάς, όχι πάντως στα επίπεδα που περιμέναμε λίγους μήνες νωρίτερα.

Ιδιαίτερα για την περίπτωση της χώρας μας, η ύφεση φαίνεται πως θα αγγίξει ή φτάσει σε διψήφιο ποσοστό φέτος και μάλλον θα έχουμε ένα πρώτο τρίμηνο το 2021 χειρότερο από πέρυσι. Μετά, πολλά θα εξαρτηθούν από τις υγειονομικές εξελίξεις, με πιο πιθανό σενάριο να έχουμε μια τουριστική σεζόν κάπως καλύτερη από την περυσινή. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, οι ελπίδες για επάνοδο της οικονομικής δραστηριότητας στα επίπεδα του 2019 μέσα στο 2022 εξανεμίζονται και μεταφέρονται για το 2023 ή ακόμη και το 2024.

Η επιλογή να παραμένουν σε λειτουργία περισσότεροι τομείς της οικονομικής δραστηριότητας σίγουρα περιορίζει τις επιπτώσεις στην οικονομία από την πλευρά της προσφοράς. Η μεγαλύτερη διάρκεια, όμως, και ίσως ένταση, της αβεβαιότητας σίγουρα θα επηρεάσει αποφάσεις όχι μόνο των επενδυτών αλλά και των καταναλωτών με αρνητικές συνέπειες για τη ζήτηση. Γι’ αυτό, και η παρέμβαση κράτους και κεντρικών τραπεζών στην οικονομία πρέπει να συνεχιστεί.

Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στο πρώτο κύμα της πανδημίας αφορούσαν επιδοτήσεις, δάνεια και αναστολές πληρωμών φόρων και δανείων. Οι δύο τελευταίες κατηγορίες, όμως, έχουν ήδη οδηγήσει σε σοβαρή αύξηση των υποχρεώσεων πληρωμών και υπερ- δανεισμό των επιχειρήσεων, αλλά και των νοικοκυριών. Ιδιαίτερα δε στη χώρα μας, όπου η κατάσταση ήταν ήδη επιβαρυμένη από τη μακρόχρονη κρίση που προηγήθηκε. Γι’ αυτό, προκειμένου να αποφευχθεί ένα μεγάλο κύμα πτωχεύσεων, η ενίσχυση της ζήτησης πρέπει να στηριχτεί περισσότερο στη δημοσιονομική πολιτική.

Η νομισματική πολιτική μέχρι τώρα βοήθησε πάρα πολύ, αλλά εξαντλεί τις δυνατότητές της, με συνθήκες «παγίδας ρευστότητας» να υπάρχουν σε αρκετές χώρες. Η πιο σημαντική συμβολή της πλέον εστιάζεται στη διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων για αρκετά χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο όμως δημιουργούνται σημαντικά περιθώρια άσκησης εντονότερης δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία είναι ικανή και για πιο «χειρουργικές» παρεμβάσεις στην οικονομία. Οι πάντες σχεδόν φαίνεται να συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης: από τις κεντρικές τράπεζες μέχρι το ίδιο το ΔΝΤ, το οποίο τον προηγούμενο μήνα κήρυξε το τέλος της λιτότητας και κάλεσε για εφαρμογή πολιτικών κεϊνσιανού τύπου με αυτή τις δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες μπορούν μάλιστα να συμπαρασύρουν και περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις. Ιδιαίτερα για την περίπτωση της χώρας μας, η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων ήταν ήδη απαραίτητη από το τέλος των προγραμμάτων λιτότητας, αλλά δεν έγινε ποτέ.

Η χώρα μας βέβαια δεν έχει τον δημοσιονομικό χώρο που έχουν κάποιες άλλες χώρες, ενώ η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής (δημόσιες επενδύσεις, επιδοτήσεις αναστολής εργασίας και επανόδου στην εργασία, μείωση φορολογίας) είναι απαραίτητη. Γι΄ αυτό αποτελεί ευτύχημα η συγκυρία διάθεσης τόσο μεγάλων πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και από το ΕΣΠΑ. Το μεγάλο ζητούμενο, φυσικά, εδώ είναι κατά πόσο θα μπορέσει να γίνει γρήγορη και παραγωγική απορρόφηση όλων αυτών των κονδυλίων. Συγχρόνως όμως δεν μπορούμε να επαναπαυθούμε στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, όπως έγινε τα χρόνια πριν από την κρίση χρέους με τα γνωστά αποτελέσματα. Χρειάζονται και μεταρρυθμίσεις.

Τέλος, θα υπάρξουν και δαπάνες οι οποίες δεν καλύπτονται από ευρωπαϊκούς πόρους και μπορούν να βρεθούν με δανεισμό. Πρέπει όμως να ανησυχούμε για την αύξηση του δημόσιου χρέους; Η κάθε πολιτική πρέπει να κρίνεται σε σχέση με τις εναλλακτικές που υπάρχουν και με το μεσοπρόθεσμο γενικότερο περιβάλλον. Διότι, αν δεν πάρουμε δημοσιονομικά μέτρα στην κατάσταση που επικρατεί αυτή την περίοδο, θα βρούμε τα αποτελέσματα της επιλογής μας στον παρονομαστή του λόγου χρέος/ΑΕΠ, ενώ συγχρόνως δεν θα έχουμε αξιοποιήσει τη συγκυρία των χαμηλών επιτοκίων και της τεράστιας ρευστότητας. Η συγκυρία αυτή επιτρέπει την ενίσχυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του δημόσιου χρέους που κρατάει χαμηλά το κόστος εξυπηρέτησής του, έστω και αν ποσοτικά αυξάνεται.


* Ο κ. Γιώργος Π. Ζανιάς είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος της Eurobank.

** από την Καθημερινή