Η εκτίναξη του δημοσίου χρέους στα 334,57 δις ευρώ στα τέλη του 2018, σύμφωνα με τις χθεσινές ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, πιστοποιεί πως η ελληνική κυβέρνηση πέτυχε την τελευταία τετραετία ένα οικονομικό παράδοξο.

του Κώστα Τσαχάκη
Κατάφερε, γιατί περί κατορθώματος πρόκειται, να αυξήσει το δημόσιο χρέος κατά 22,84 δις ευρώ από τα 311,72 δις ευρώ το 2015, όταν στο ίδιο διάστημα ελέω υπερφορολόγησης εξασφάλισε «θηριώδη» πρωτογενή πλεονάσματα, υψηλότερα από τα όρια που της έθεταν οι δανειστές, συνολικού ύψους 21,52 δις ευρώ.
Και μπορεί το 2018 η εκταμίευση της τελευταίας δόσης του 3ου Μνημονίου, ύψους 15 δισ. ευρώ, από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) να επιβάρυνε το χρέος, αλλά ακόμη και τις προηγούμενες χρονιές καταγράφηκε σημαντική αύξηση, που δεν περιορίστηκε ούτε στο ελάχιστο από τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Έτσι η Ελλάδα παρά την αφαίμαξη κατά κύριο λόγο της μεσαίας τάξης παραμένει η πλέον υπερχρεωμένη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με διαφορά από την δεύτερη Ιταλία. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε στο 181,1% του ΑΕΠ από 176,2% το 2017. Στην Ιταλία ενισχύθηκε στο 132,2% του ΑΕΠ από 131,4% την προηγούμενη χρονιά. Αντίθετα στην Ε.Ε. των 28 κρατών μελών σε μέσα επίπεδα μειώθηκε στο 80% από 81,7% του ΑΕΠ.
Η κυβέρνηση μέσα σε αυτή την τετραετία όχι μόνο εξακόντισε το χρέος αλλά δεν κατάφερε να χρησιμοποιήσει το πλεόνασμα ούτε για να καλύψει εσωτερικές ανάγκες όπως να αποπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου που φθάνουν τα 2,1 δις ευρώ ή να εκμηδενίσει το τεράστιο «στοκ» αιτήσεων συνταξιοδότησης που προσεγγίζουν τις 200.000. Ανάλωσε μέρος των πλεονασμάτων σε εφάπαξ οικονομικές ενισχύσεις, το «κοινωνικό μέρισμα» όπως το αποκαλεί ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας.
Είναι ενδεικτικό πως για την εκκαθάριση των χρεών του Δημοσίου η κυβέρνηση έχει ορίσει έξι καταληκτικές προθεσμίες, αλλά και πέντε χρονικές παρατάσεις την τελευταία τετραετία. Αρχικά, με βάση το 3ο Μνημόνιο η αποπληρωμή τους θα γινόταν έως το τέλος του 2016. Μετατέθηκε, με βάση το Συμπληρωματικό Μνημόνιο, για τον Ιούνιο του 2017.
Στη συνέχεια, υπήρξε κυβερνητική δέσμευση για μηδενισμό τους τον Αύγουστο του 2018. Ακολούθως, με τροπολογίες, το υπουργείο Οικονομικών παρέτεινε την προθεσμία, αρχικά για το τέλος του 2018, και στη συνέχεια για τον Μάρτιο του 2019. Και ήλθε χθες με νέα τροπολογία και τη μεταθέτει πάλι, αυτή τη φορά για το τέλος Μαΐου.
Για το θέμα ο Τομεάρχης Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Φθιώτιδας, κ. Χρήστος Σταϊκούρας, υπογράμμισε πως, η κυβέρνηση διογκώνει τις οφειλές υπονομεύοντας τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. «Τα υψηλά χρέη του Δημοσίου, η συστηματική υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, η διατήρηση κεφαλαιακών περιορισμών και η πιστωτική συρρίκνωση, στερούν πολύτιμη ρευστότητα από την πραγματική οικονομία, υπονομεύοντας τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας», πρόσθεσε ο κ. Σταικούρας.
Στα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το πρωτογενές πλεόνασμα αυτό ανήλθε πέρυσι στο 4,4% του ΑΕΠ. Με βάση τον ορισμό της μεταμνημονιακής εποπτείας, το περυσινό πρωτογενές πλεόνασμα υπολογίζεται ότι ανήλθε στο 4,29% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ. Σε απόλυτα μεγέθη τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι το πλεόνασμα διαμορφώθηκε στα 8,149 δισ. ευρώ, έναντι πρωτογενούς πλεονάσματος 6,946 δισ. ευρώ (3,9% του ΑΕΠ) το 2017 και 6,430 δισ. ευρώ (3,6% του ΑΕΠ) το 2016. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ανήλθε πέρυσι στα 184,714 δισ. ευρώ από 180,218 δισ. ευρώ το 2017.