Τα εισαγόμενα κρούσματα που θα περάσουν τα σύνορα της χώρας, όταν θα τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο «restart tourism» στις 15 Ιουνίου, είναι ακόμη μία δύσκολη εξίσωση που καλούνται να λύσουν οι επιδημιολόγοι και οι λοιμωξιολόγοι της χώρας. Και προειδοποιούν ότι πριν από το δεύτερο κύμα που αναμένεται το ερχόμενο φθινόπωρο και χειμώνα, πιθανόν να μεσολαβήσει μια ηπιότερη αναζωπύρωση εντός του καλοκαιριού.

«Δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχουμε εισαγόμενα κρούσματα. Πρόκειται για έναν κίνδυνο που τον γνωρίζουμε και εμείς και η πολιτική ηγεσία. Το ζητούμενο είναι πώς θα περιοριστεί το ρίσκο αυτό, ώστε να έχουμε όσο το δυνατόν λιγότερα» σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας Λοιμώξεων ΕΚΠΑ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Νίκος Σύψας.

Υπενθυμίζεται ότι η αρχική πρόταση των Ελλήνων ειδικών ήταν να υποβάλλονται όλοι οι ταξιδιώτες σε τεστ, παρόλα αυτά η Ευρώπη υιοθέτησε ένα πιο «χαλαρό» άνοιγμα των συνόρων. Στο θέμα αναφέρθηκε χθες και ο καθηγητής Παθολογίας – Λοιμώξεων Σωτήρης Τσιόδρας, επικαλούμενος την πρόσφατη τοποθέτηση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) σημειώνοντας πως δεν προτείνεται, καθώς μπορεί να δώσει μία ψευδή αίσθηση ασφάλειας σε όσους βγει αρνητικό στον ιό.

Υπό τα δεδομένα αυτά, όπως ανακοινώθηκε την περασμένη Τετάρτη, ο έλεγχος θα είναι δειγματοληπτικός και θα γίνεται κυρίως για επιδημιολογικούς σκοπούς, ενώ οι ταξιδιώτες δεν θα υποβάλλονται σε διαδικασία προληπτικής καραντίνας.

Σε κάθε περίπτωση, όπως προσθέτει ο Σύψας, έχουν οριστεί αυστηροί κανόνες, η τήρηση των οποίων αναμένεται να περιορίσει σημαντικό τον κίνδυνο πιθανής επίπτωσης στην κοινότητα. «Η χρήση βιολογικών φίλτρων στα αεροπλάνα – που συγκρατούν τον ιό -, η υποχρεωτική χρήση μάσκας, και η απουσία χειραποσκευών στην καμπίνα πλην μιας μικρής τσάντας δημιουργούν ένα πλαίσιο μεγαλύτερης ασφάλειας. Και έπειτα εκτός από την κοινωνική αποστασιοποίηση και τα μέτρα υγιεινής εντός των ξενοδοχειακών μονάδων έχει συνταχθεί σχετικό πρωτόκολλο διαχείρισης πιθανού κρούσματος».

Ο ειδικός, αναλύοντας το σχέδιο που έχει καταρτιστεί, επισημαίνει ότι κομβικό ρόλο θα έχει ο γιατρός που θα συνεργάζεται με κάθε ξενοδοχειακή μονάδα ή κατάλυμα που θα είναι σε απευθείας σύνδεση με την τοπική υγειονομική μονάδα για τη διεξαγωγή μοριακού ελέγχου, εφόσον κριθεί απαραίτητο.

Παράλληλα, σε κάθε τουριστική περιοχή θα ορίζεται ένα ξενοδοχείο καραντίνας, για τη φιλοξενία κρουσμάτων. Ετσι, θα εξασφαλίζεται σε αυτό η απομόνωσή τους εφόσον τα συμπτώματα είναι ήπια ενώ στην περίπτωση υποψίας για επιδείνωση θα γίνεται εισαγωγή σε νοσοκομείο.

Την ίδια ώρα, το υπουργείο Υγείας επιχειρεί να στήσει «υγειονομική ασπίδα» στη νησιωτική χώρα, εξασφαλίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερες κλίνες για τη νοσηλεία περιστατικών με Covid-19 αλλά και την εγκατάσταση 20 νέων αναλυτών τεστ ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ταχείας ανάλυσης των δειγμάτων και έκδοσης των αποτελεσμάτων.

Αναγνωρίζοντας άλλωστε έγκαιρα τις περιορισμένες υγειονομικές δυνατότητες, σε νοσοκομεία μεγάλων νησιών-όπως είναι η Κρήτη, η Σάμος, η Ρόδος και η Ζάκυνθος – έγινε εντατική προσπάθεια δημιουργίας νέων κλινών ΜΕΘ κατά τους περασμένους μήνες και υπό την απειλή του SARS-CoV-2.

Παρ’ όλα αυτά, ο προβληματισμός είναι εντονότερος για τα μικρά και απομονωμένα νησιά, όπου εντοπίζονται ακόμη πιο σημαντικές ελλείψεις στις υγειονομικές δομές τόσο σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό όσο σε εξοπλισμό. Το κενό αυτό, σύμφωνα με τον Σύψα, θα επιχειρηθεί να καλυφθεί με τις πλωτές ομάδες του ΕΟΔΥ και τις αεροδιακομιδές.

Εν τω μεταξύ, τόσο ο διευθυντής του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ Ρόμπερτ Ρέντφιλντ όσο και η διευθύντρια του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού Κέντρου (ECDC) Αντρέα Αμον, εκτιμούν ότι είναι πολύ πιθανό ένα δεύτερο επιδημικό κύμα της νόσου Covid- ί 9 φέτος το φθινόπωρο και τον χειμώνα.

Μάλιστα, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά η Αμον, «το ερώτημα είναι πότε και πόσο μεγάλο θα είναι το δεύτερο κύμα», όχι αν θα υπάρξει. Και πρόσθεσε ότι σήμερα η ανοσία του πληθυσμού σε διάφορες χώρες κινείται μεταξύ του 2% και του 14% και στην Ευρώπη συνολικά, ίσως, βρίσκεται γύρω στο 10%. «Πράγμα που αφήνει ακόμη το 85% έως 90% του πληθυσμού ευάλωτο».

της Μάρθας Καϊτανίδη από την εφ. Τα Νέα