Είμαι η Τζούλη. Είμαι 42 χρονών, μαμά της Σοφίας της Λίσας και του Σάσα, σύζυγος του Γιούρι και Οικονομολόγος. Είμαι η Τζούλη και τις τελευταίες 5 ημέρες βρίσκομαι με την υπέροχη οικογένειά μου στην Ελλάδα! Λίγους μήνες πριν αυτή η πρόταση θα μπορούσε να είναι γραμμένη στο ημερολόγιο μου ως ο στόχος για το 2022. Να πάμε διακοπές στην Ελλάδα.

Είμαι η Τζούλη, είμαι Ουκρανή και βρέθηκα στην Ελλάδα με την οικογένειά μου γιατί δεν είχα που αλλού να πάω .
Σχεδόν ένα μήνα πριν, ήμουν μια συνηθισμένη μαμά. Σηκωνόμουν το πρωί, ετοίμαζα τα παιδιά μου να πάνε στο σχολείο τους, χαιρετούσα τον σύζυγό μου που πήγαινε στην εταιρεία του και ετοιμαζόμουν να πάω και εγώ στην δική μου εταιρεία. Είχαμε μια όμορφη ζωή που με αρκετή δουλειά είχαμε καταφέρει. Δεν μας έλειπε τίποτε.

Τα παιδιά μας είχαν ότι χρειαζόντουσαν και κυρίως καλά σχολεία , η Λίζα πήγαινε στη σχολή μοντέρνου χορού, ο Σάσα στο καράτε που είχε και σημαντικές διακρίσεις και το σπίτι μας ήταν ένα όμορφο διαμέρισμα σε ένα εξίσου όμορφο προάστιο του Κιέβου.

Αγαπούσαμε τη ρουτίνα μας. Ανυπομονούσαμε για τα Σαββατοκύριακα που κάναμε όλοι μαζί μικρές αποδράσεις στο ποτάμι ή σε κοντινές εξοχικές περιοχές. Πιο πολύ αγαπούσαμε τις καλοκαιρινές μας διακοπές που όλο το χρόνο σχεδιάζαμε και μαζεύαμε χρήματα για να πάμε λίγες ημέρες σε άλλες χώρες. Δεν ήταν εφικτό να πάμε τον Αύγουστο γιατί τα κόστη ήταν υψηλά, αλλά και τον Ιούνιο που μπορούσαμε περνούσαμε υπέροχα.

Έτσι καταφέραμε και επισκεφθήκαμε τη Γαλλία, την Τουρκία και την Κύπρο. Και οι 5 μαζί. Φέτος σχεδιάζαμε να έρθουμε Ελλάδα. Ήρθαμε Ελλάδα. Νωρίτερα. Και όχι οργανωμένα. Και σαφώς όχι για διακοπές. Ήρθαμε να σωθούμε.
Ένα τηλέφωνο, στην δουλειά μου μια μέρα πριν την εισβολή, από την αδελφική μου φίλη που έχει παντρευτεί Ρώσο στρατιωτικό και ζεί στην Μόσχα, η οποία ανάμεσα στα αναφιλητά μου έλεγε επίμονα :πάρε τα παιδιά και φύγετε. Ένα τηλέφωνο ήταν αρκετό να μας κάνει από οικογενειάρχες- πρόσφυγες μέσα σε λίγη ώρα.

Η αλήθεια είναι πως δεν κατάλαβα αμέσως την κατάσταση της και γιατί ήταν τόσο ταραγμένη. Κράτησα μόνο την αγωνία που είχε η φωνή της. Δεν μου εξήγησε. Δεν ζήτησα και περισσότερες εξηγήσεις. Πήρα πρώτα τον άντρα μου και του είπα «παράτα τα όλα και έλα σπίτι». Δεν ρώτησε τίποτα. Με ξέρει πια. Από παιδιά είμαστε μαζί. Πήρα την μητέρα μου και της είπα επίσης να μαζέψει λίγα πράγματα και να είναι έτοιμη. Και τρίτο τηλέφωνο ήταν στο σπίτι μου που βρισκόταν η Σοφία η κόρη μου. Είναι 14ρων χρονών τώρα και γυρίζει μόνη της σπίτι από το σχολείο. Της είπα ότι πρέπει να φύγουμε ξαφνικά για ταξίδι και να μαζέψει για όλους μας ελάχιστα βασικά πράγματα. Μία βαλίτσα. Για όλους. Είχε ερωτήσεις. Δεν της απάντησα.

Της είπα θα τα πούμε στο δρόμο.

Έφυγα σαν κυνηγημένη. Δεν χαιρέτισα κανένα. Δεν ήθελα να τους χαιρετήσω. Ήθελα να τους πω απλά, θα τα πούμε αύριο. Δεν είπα όμως τίποτα.

Πέρασα πήρα τα μικρά από το σχολείο , σταμάτησα έβγαλα ότι χρήματα μπορούσα από την τράπεζα και οδήγησα αμίλητη για το σπίτι. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που δεν απαντούσα σε τίποτα από ότι με ρωτούσαν τα μικρά μου. Δεν τους ρώτησα ούτε καν πως ήταν η μέρα τους στο σχολείο.

Μας πήρε λιγότερο από μισή ώρα να διπλοκλειδώσουμε την πόρτα του σπιτιού μας και να μπούμε όλοι στο αμάξι. Μαζί και η Τζίνα το σκυλάκι μας που κάθεται μόνιμα σε κάποια αγκαλιά. Στο πορτ παγκάζ, μια βαλίτσα μικρή που δεν είχα ιδέα τι περιείχε και ένα σακίδιο που είχα βάλει τα διαβατήριά μας , το λαπ τοπ μου και μια φωτογραφία όλων μαζί που βούτηξα φεύγοντας πάνω από το τζάκι. Κινητό δεν πήρα. Το είχα αφήσει για επισκευή.

Σε είκοσι λεπτά ήμαστε έξω από το σπίτι της μητέρας μου. Είναι 63 ετών και ζει μόνη της. Μας περίμενε με μια χειραποσκευή. Δεν είπε τίποτα. Μπήκε στο αυτοκίνητο πίσω με τα παιδιά και το σκυλί και ξεκινήσαμε.
Πού πάμε; με ρωτά ο άντρας μου. Πάμε να γεμίσουμε το ρεζερβουάρ είπα μόνο. Την ώρα που περιμέναμε να μας εξυπηρετήσουν παρατηρήσαμε την ουρά στο βενζινάδικο. Απλά κοιταχτήκαμε με τον Γιούρι.

Πού; Με ξαναρωτά. Πάμε για Μολδαβία του λέω. Και ξεκινήσαμε. Μόνο ο Σάσα μίλησε στο αυτοκίνητο σχεδόν αμέσως και είπε απλά :Το Σάββατο έχω αγώνες και πρέπει να πάρω την μπλε ζώνη. Θα έχουμε γυρίσει ε; Δεν του απάντησε για άλλη μια φορά κανείς.

Η απόσταση μέχρι τα σύνορα με Μολδαβία είναι κοντά στα 500 χιλιόμετρα και λογικά σε 7 ώρες θα πρέπει να είμαστε εκεί. Κάναμε 20. Πηγαίναμε σημειωτόν. Τα παιδιά κοιμήθηκαν μετά από κάποιες ώρες. Στάσεις κάναμε μόνο για να πάρουμε ένα τσάι και να πάμε τουαλέτα. Πλέον είχαμε καταλάβει όλοι ότι κάτι άσχημο συμβαίνει. Το βλέπαμε παντού. Το βλέπαμε στα πρόσωπα που συνταξιδεύαμε και περάσαμε αρκετές ώρες δίπλα δίπλα.

Η μητέρα μου έσπασε τη σιωπή. Πάμε Ελλάδα; Έχω ένα γνωστό που κρατάμε επαφή στα σόσιαλ με κανένα μήνυμα που και που. Πάμε Ελλάδα είπα και εγώ. Πάμε Ελλάδα απάντησε και ο Γιούρι.

Αναγκαστικά κάναμε στάση στα σύνορα της Μολδαβίας γιατί η ουρά ήταν ατελείωτη. Και τα παιδιά έπρεπε να ξεμουδιάσουν. Και το σκυλί δεν είχε διαβατήριο. Το καλοκαίρι που θεωρήσαμε τα δικά μας δεν την είχαμε ακόμα στην οικογένεια. Καθυστερήσεις, κούραση και αϋπνία μας διέλυσαν. Βρήκαμε ένα πρόχειρο κατάλυμα που είχαν στήσει για όσους ήταν στην δική μας κατάσταση και απλά αφήσαμε τα σώματά μας να καταρρεύσουν .
Όπως είμαστε κουκουλωμένοι με τα μπουφάν και τα παπούτσια μας γιατί το κρύο ήταν τσουχτερό και χιόνιζε ασταμάτητα. Η μπορς που μας έδωσαν να φάμε ήταν βάλσαμο.

Μόλις ετοιμάστηκε το διαβατήριο για το σκυλί και μας το έδωσαν ξεκινήσαμε αμέσως. Ξανά γέμισμα στο ρεζερβουάρ, τα παιδιά πήραν μια τσάντα με μπισκότα κράκερς, νερά και χαρτί υγείας, βάλαμε στο gps Ελλάδα και φύγαμε. Δεν είχαμε κάνει ούτε 50 χλμ , όταν με κάλεσε η φίλη μου από Μόσχα. «φύγατε;» με ρώτησε με κλάματα πάλι. Είμαστε οδικώς για Ρουμανία της είπα. Πάμε Ελλάδα. Οι λυγμοί της έγιναν ακόμα πιο έντονοι. Ξεκίνησε πόλεμος μου ανακοίνωσε. Μπήκε στην Ουκρανία. Χτες βράδυ.

Μουδιάσαμε αλλά δεν έβγαινε λέξη. Στα 500 χιλιόμετρα που είχαμε να διανύσουμε μέχρι το Βουκουρέστι, άρχισε να μιλάει ο Γιούρι στα παιδιά . Προσπάθησε να τους εξηγήσει πως θα πάμε σε μια άλλη χώρα για λίγο καιρό , επειδή πρέπει να είμαστε ασφαλείς. Η μεγάλη που αντιλήφθηκε πιο γρήγορα την κατάσταση πανικοβλήθηκε για τους φίλους της που έμειναν πίσω . Έμειναν πίσω; Είναι ασφαλείς; Πότε θα μπορέσει να μάθει νέα τους; Πρέπει να βρούμε ιντερνετ να τους καλέσει στο viber. Η Λίσα ρώτησε αν θα μπορεί να χορέψει εκεί που πάμε και ο Σάσα έβαλε τα κλάματα γιατί θα έχανε τον αγώνα και την μπλε ζώνη του.

Είμαι η Τζούλη και στα 42 χρειάστηκε να αποδεχτώ πως δεν έχω απαντήσεις σε απορίες των παιδιών μου. Δεν έχω απάντηση στην ερώτηση του 8χρονου γιού μου «γιατί γίνεται πόλεμος;» Γιατί γίνεται πόλεμος; Δεν έχω κανένα σοβαρό επιχείρημα που να δικαιολογεί γιατί έπρεπε να φύγουμε από το σπίτι μας και την ασφάλειά μας, να πάμε κάπου που δεν γνωρίζουμε κανέναν και δεν έχουμε τίποτα για να είμαστε ασφαλείς!!! Πως να το εξηγήσεις στο παιδί, αφού δεν βγάζει νόημα.

Φτάσαμε Βουκουρέστι μετά από 8 ώρες περίπου στο αυτοκίνητο. Έπρεπε να βρούμε κάπου να διανυκτερεύσουμε. Έπρεπε να κάνουμε ένα μπάνιο και να φάμε κανονικό φαγητό. Και ο Γιούρι έπρεπε να ξεκουραστεί. Βρήκαμε ένα μικρό ξενοδοχείο και κλείσαμε δυο δωμάτια. Μας υποδέχτηκαν με μεγάλη συμπάθεια όταν είδαν πως είμαστε Ουκρανοί. Μας φρόντισαν. Μας ενημέρωσαν επίσης και για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας . Βομβαρδισμοί σε υπέροχες πόλεις που μόνο ωραίες αναμνήσεις είχαμε. Καταστροφές , θάνατοι αμάχων, εγκλωβισμένοι. Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά τυχεροί που φύγαμε έγκαιρα και δεν ζήσαμε βομβαρδισμό και κίνδυνο. Εκεί επιτέλους κατάφερα να εξηγήσω στα παιδιά μου πως πρέπει να είναι ευγνώμονες γιατί έχουν φαγητό, την οικογένεια ολόκληρη και είναι προστατευμένα. Άλλα παιδάκια αυτά πλέον τα έχασαν.

Και κατάλαβαν. Γιατί είναι καλά παιδιά. Δεν παραπονέθηκε ξανά ο Σάσα γιατί δεν του αρέσει το φαγητό, ούτε η Λίσα γιατί τα παπούτσια της άνοιξαν από κάτω, ούτε η Σοφία που δεν είχε το τελευταίο iphone. Τα παιδιά μας διδάχτηκαν μέσα σε 8 μέρες που είμαστε στο δρόμο, όσα δεν είχαν διδαχθεί τόσα χρόνια στο σχολείο. Και νιώθω επίσης ευγνώμων γι αυτό.

Περάσαμε Βουλγαρία, διανυκτερεύσαμε και την επόμενη ημέρα ξεκινήσαμε για τον τελικό μας προορισμό. Την Ελλάδα. Τι μέρα ήταν; Δεν θυμάμαι. Είχαμε σταματήσει να κοιτάζουμε μέρες και ώρες. Απλά κοιτούσαμε το δρόμο.
Περάσαμε τα σύνορα και νιώσαμε όλοι μια μεγάλη ανακούφιση μαζί και χαρά. Επιτέλους φτάναμε στον προορισμό μας. Που φτάναμε αλήθεια;. Που θα πηγαίναμε ; Ποιος θα μας περίμενε; Που θα μέναμε; Η ανακούφιση έγινε προβληματισμός . Θα μας ήθελαν;

Το τηλέφωνο στην Ουκρανική πρεσβεία στην Αθήνα μας έλυσε αρκετές απορίες. Ελάτε Αθήνα και θα τα βολέψουμε όλα μου είπε η Σβετλάνα. Φτάσαμε βράδυ και χιόνιζε. Υπήρχε ένα σπίτι που θα μας φιλοξενούσε αλλά ήταν αποκλεισμένο από τα χιόνια. Πήγαμε όλοι μαζί στον γνωστό της μητέρας μου σε μια περιοχή που λέγεται Ανθούσα. Μείναμε σε ένα δωμάτιο όλοι μαζί για δυο βράδια και την Κυριακή βρεθήκαμε στο σπίτι φιλοξενίας. Η μητέρα μου έμεινε στον γνωστό της. Είμαστε πολλοί και οι 6 μαζί για ένα σπίτι.

Βρήκαμε ζεστασιά , ζεστό φαγητό, καθαρά δωμάτια που βολευτήκαμε μια χαρά και ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον για τη χώρα μας , για τη ζωή μας για το μέλλον μας.

Για το μέλλον μας που δεν έχουμε ιδέα τι θα μας φέρει. Πλέον μας έγινε μάθημα πως το μόνο που μπορούμε να σχεδιάζουμε είναι το τώρα. Ούτε καν το αύριο. Απολαμβάνουμε το τώρα, χαιρόμαστε που τα παιδιά μας δεν είδαν βομβαρδισμούς δεν άκουσαν σειρήνες και δεν κοιμήθηκαν σε καταφύγια, πονάμε που βλέπουμε τη ζωή μας να γίνεται ερείπια και ελπίζουμε να μπορέσουμε να ξαναφτιάξουμε αναμνήσεις χαρούμενες σαν αυτές που προλάβαμε να πάρουμε φεύγοντας. Το παρελθόν μας σε pixels.

Είμαι η Τζούλη, μια μαμά 3 υπέροχων παιδιών από την Ουκρανία και ελπίζω σύντομα να είμαι σε θέση να μπορώ να σας ξεναγήσω στην υπέροχη χώρα μου.

για την μεταφορά Ρούλα Μαντή