“H ενισχυμένη εποπτεία για την Ελλάδα, αναμένεται να λήξει εφέτος τον Αύγουστο. Βάσει των αξιολογήσεών μας και της επιτυχούς εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα, η Επιτροπή ενδέχεται να μην παρατείνει, μετά τη λήξη αυτή τον Αύγουστο, την ενισχυμένη εποπτεία». Αυτό δήλωσε σήμερα ο Επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι, παρουσιάζοντας τη 14η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα.

Ο Επίτροπος Οικονομίας εξήγησε ότι αν δεν παραταθεί η ενισχυμένη εποπτεία για την Ελλάδα, τότε η χώρα θα μπει στη μετα-προγραμματική επιτήρηση, στην οποία βρίσκονται τώρα η Ισπανία, η Πορτογαλία και άλλες χώρες. Όσον αφορά τις υπόλοιπες εκταμιεύσεις προς την Ελλάδα από μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, η απόφαση θα ληφθεί από το Eurogroup, πρόσθεσε ο Επίτροπος.

Στο μεταξύ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βάσει της 14ης έκθεσης μεταμνημονιακής ενισχυμένης εποπτείας, ανάβει το πράσινο φως για την αποδέσμευση ποσού ύψους 748 εκατ. ευρώ προς την Ελλάδα, από το Eurogroup.

Στην έκθεση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ελλάδα έχει λάβει τις απαραίτητες ενέργειες για την επίτευξη των συμφωνημένων δεσμεύσεων, παρά τις δύσκολες συνθήκες που προκλήθηκαν από τις οικονομικές επιπτώσεις των νέων κυμάτων της πανδημίας καθώς και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Το ποσό των 748 εκατ. ευρώ αφορά την εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και συγκεκριμένα την επιστροφή των κερδών από ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης (ANFAs και SNPs), κ.α.

Η Επιτροπή τονίζει ότι δεν μπορεί να παρατείνει την ενισχυμένη εποπτεία για την ελληνική οικονομία, μετά τη λήξη της στις 20 Αυγούστου 2022. «Εάν δεν παραταθεί η ενισχυμένη εποπτεία, η παρακολούθηση της οικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης της Ελλάδας θα συνεχιστεί στο πλαίσιο τόσο της μετα-προγραμματικής επιτήρησης και του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», τονίζει η Επιτροπή. Θα συνεχίσουν επίσης να ακολουθούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις στο πλαίσιο της υλοποίησης του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ελλάδας. Η παρακολούθηση των ειδικών δεσμεύσεων που θα χρησιμεύσουν ως βάση για την τελική δόση των μέτρων για το χρέος θα πραγματοποιηθεί σε μια πρώτη έκθεση εποπτείας μετά το πρόγραμμα που θα εκδοθεί τον Νοέμβριο του 2022.

Σε γενικές γραμμές η Επιτροπή τονίζει τα εξής: «Η επιτυχής υλοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των δεσμεύσεων πολιτικής και η αποτελεσματική εφαρμογή μεταρρυθμίσεων βελτίωσαν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική της σταθερότητα. Αυτό έχει μειώσει σημαντικά τους κινδύνους δυσμενών δευτερογενών επιπτώσεων σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, αντιμετωπίζοντας έτσι αποτελεσματικά την προϋπόθεση στην οποία βασίζεται η εφαρμογή ενισχυμένης εποπτείας. Οι αρχές παραμένουν προσηλωμένες στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και στην ολοκλήρωση των εκκρεμών στοιχείων.»

Διατήρηση της γενικής ρήτρας διαφυγής το 2023

Τη διατήρηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης το 2023 και την απενεργοποίησή του από το 2024, συνέστησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρουσιάζοντας το «εαρινό πακέτο ευρωπαϊκού εξαμήνου».

Η Επιτροπή εκτιμά ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να διατηρηθεί το πάγωμα των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και το 2023, δεδομένης της «αυξημένης αβεβαιότητας και των ισχυρών καθοδικών κινδύνων για τις οικονομικές προοπτικές», λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Οι άνευ προηγουμένου αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και οι συνεχιζόμενες διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας δικαιολογούν την παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής έως το 2023, σύμφωνα με την Επιτροπή.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η συνεχιζόμενη ενεργοποίηση της ρήτρας γενικής διαφυγής το 2023 θα δώσει τον απαραίτητο «χώρο» στις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές να αντιδράσουν άμεσα όταν χρειαστεί. Παράλληλα, θα διασφαλίσει την ομαλή μετάβαση από την ευρεία στήριξη της οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, προς μια αυξανόμενη εστίαση σε προσωρινά και στοχευμένα μέτρα και προς τη «δημοσιονομική σύνεση» που απαιτείται για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας.

Για το 2022, η Επιτροπή συνιστά για την ΕΕ στο σύνολό της μια «επεκτακτική δημοσιονομική στάση», λόγω των πολιτικών για να μετριαστούν οι επιπτώσεις των υψηλότερων τιμών της ενέργειας και της υποστήριξης που χρειάζονται οι άνθρωποι που διαφεύγουν από τη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας.

Για το 2023, η Επιτροπή συστήνει «συνετή» δημοσιονομική πολιτική και «προσεκτικό σχεδιασμό», λόγω της «ειδικής φύσης» του μακροοικονομικού σοκ που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του στις ανάγκες ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ. Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να διευρύνει τις δημόσιες επενδύσεις για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και την ενεργειακή ασφάλεια. «Η πλήρης και έγκαιρη εφαρμογή των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRP) είναι το κλειδί για την επίτευξη υψηλότερων επιπέδων επενδύσεων», τονίζει η Επιτροπή.

«Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να είναι συνετή το 2023, ελέγχοντας την ανάπτυξη των πρωτογενών τρεχουσών δαπανών που χρηματοδοτούνται σε εθνικό επίπεδο, επιτρέποντας παράλληλα τη λειτουργία αυτόματων σταθεροποιητών και παρέχοντας προσωρινά και στοχευμένα μέτρα για τον μετριασμό των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε άτομα που φεύγουν από τη ρωσική εισβολή της Ουκρανίας».

Τέλος, κατά την Επιτροπή, τα δημοσιονομικά σχέδια των κρατών μελών για το 2023 θα πρέπει να στηρίζονται σε συνετές μεσοπρόθεσμες διαδρομές προσαρμογής που αντανακλούν τις προκλήσεις της δημοσιονομικής βιωσιμότητας που συνδέονται με τα υψηλά επίπεδα χρέους προς το ΑΕΠ που έχουν αυξηθεί περαιτέρω λόγω της πανδημίας. Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να είναι έτοιμη να προσαρμόσει τις τρέχουσες δαπάνες στην εξελισσόμενη κατάσταση.