Η Ευρώπη χρειάζεται «ένα κοινό εργαλείο με το οποίο θα χρηματοδοτήσουμε την πρόκληση της ανοικοδόμησης», δηλώνει ο επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Νομισματική Πολιτική, Πάολο Τζεντιλόνι και απορρίπτει τους ισχυρισμούς ότι κάποιοι επιδιώκουν την έκδοση ομολόγων για την κάλυψη προηγούμενων χρεών. Προειδοποιεί δε για τον κίνδυνο διάσπασης βορρά – νότου, εάν δεν υπάρξει ένας «βιώσιμος συμβιβασμός», ενώ σημειώνει ότι λαϊκιστές υπάρχουν παντού – και στον βορρά – και ασκούν πίεση στις κυβερνήσεις.

«Δεν προτείνει κανείς αυτή τη στιγμή να εκδώσουμε ομόλογα προκειμένου να χρηματοδοτήσουμε χρέη που συγκεντρώθηκαν τα προηγούμενα δέκα χρόνια. Αυτό όμως που χρειαζόμαστε είναι ένα κοινό εργαλείο με το οποίο θα χρηματοδοτήσουμε την πρόκληση της ανοικοδόμησης. Διαφορετικά ρισκάρουμε οι διαφορές μεταξύ των οικονομιών στην Ευρωζώνη και στην εσωτερική αγορά να γίνουν τόσο μεγάλες ώστε οι δύο πλευρές να χωριστούν. Και δεν χρειάζεται να πω ότι αυτό θα ήταν και για την Γερμανία ένα τεράστιο πρόβλημα», δηλώνει ο κ. Τζεντιλόνι στο περιοδικό Der Spiegel ενόψει της τηλεδιάσκεψης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την ερχόμενη Πέμπτη και τονίζει ότι είναι απαραίτητο «ένα κοινό εργαλείο το οποίο θα είναι αρκετά μεγάλο και θα είναι έτοιμο γρήγορα». Εκτιμά μάλιστα ότι αυτόν τον στόχο θα μπορούσε να τον πετύχει ο πολυετής προϋπολογισμός της ΕΕ.

Ο κ. Τζεντιλόνι απορρίπτει μεταξύ άλλων και την συζήτηση σχετικά με τον έλεγχο των δανειζόμενων. «Αυτή ακριβώς είναι η συζήτηση των προηγούμενων δέκα χρόνων. Τα επιχειρήματα ανταλλάσσονται. Οι μεν θέλουν να εμποδίσουν τον κίνδυνο, οι δε να τον μοιραστούν. Αρκετά πια! Αν ισχύει αυτό που λέμε όλοι, ότι αυτή είναι η χειρότερη κρίση από τον Πόλεμο -και θεωρώ ότι και οι αριθμοί το επιβεβαιώνουν – τότε χρειάζεται να κοιτάξουμε μπροστά, το πώς θα χρηματοδοτήσουμε την ανοικοδόμηση», τονίζει ο Ιταλός επίτροπος και προσθέτει ότι αυτή τη στιγμή φαίνεται μάλλον ρεαλιστική η πρόβλεψη του ΔΝΤ για ύφεση 7,5% στην Ευρωζώνη. Υπενθυμίζει μάλιστα ότι τα χρήματα από το Σχέδιο Μάρσαλ δόθηκαν δύο χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τονίζει: «Αυτό σήμερα δεν θα βοηθούσε. Δεν μπορούμε να περιμένουμε για την ανοικοδόμηση μέχρι να τελειώσουμε με τον ιό. Η ανοικοδόμηση πρέπει να ξεκινήσει τώρα, την άνοιξη, το καλοκαίρι. Γιατί είμαι αισιόδοξος; Επειδή ζούμε σε μη συνηθισμένη εποχή και ελπίζω ότι το αντιλαμβάνονται όλοι».

Σε ό,τι αφορά τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, αναφέρει ότι μπορεί να βοηθήσει, αλλά ασφαλώς κάθε κυβέρνηση θα αποφασίσει μόνη της εάν θέλει να ζητήσει αυτή την βοήθεια, η οποία, διευκρινίζει, έχει σαφές πεδίο και σαφή στόχο: να χρηματοδοτηθούν τα έξοδα για το σύστημα υγείας. Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν ο ΕΜΣ έχει αποκτήσει κακή φήμη από την προηγούμενη κρίση και αν για τον νότο συμβολίζει τις πολιτικές λιτότητας, ο κ. Τζεντιλόνι δηλώνει ότι δεν θεωρεί πως όλοι στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία ή στην Ιταλία το βλέπουν έτσι. «Αυτό που είναι σημαντικό για μένα είναι, αν υπήρχαν στο παρελθόν λάθη – και σίγουρα υπήρχαν – τότε δεν είναι ο ΕΜΣ που πρέπει να ζητήσει συγγνώμη, αλλά εμείς που αποφασίζουμε, δηλαδή οι πολιτικοί».

Ερωτώμενος εάν πιστεύει ότι η Ευρώπη θα μπορέσει να επιστρέψει στους προ κρίσης δημοσιονομικούς κανόνες, ο Πάολο Τζεντιλόνι ξεκαθαρίζει ότι αυτό το θέμα δεν τον ανησυχεί σήμερα. «Αυτό το ερώτημα θα τεθεί όταν η ζωή μας θα έχει επιστρέψει στην κανονικότητα και από αυτό απέχουμε ακόμη πολύ – και σε ό,τι αφορά τον ιό και σε ό,τι αφορά τις κοινωνίες μας και σε ό,τι αφορά τις οικονομίες μας», λέει χαρακτηριστικά.

Ως πρώην Πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο κ. Τζεντιλόνι αναφέρεται και στην έλλειψη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης προς την χώρα του στην αρχή της κρίσης, επισημαίνοντας ότι η απαγόρευση εξαγωγών υγειονομικού υλικού δεν έδωσε επαρκές μήνυμα αλληλεγγύης, κάτι που παραδέχθηκε και η Πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Αλλά αυτό έχει αλλάξει. Στο μεταξύ έχουν ληφθεί συγκινητικές αποφάσεις – από την ΕΚΤ, την Επιτροπή και τα κράτη – μέλη», προσθέτει και εκφράζει την ελπίδα ότι είναι ακόμη εφικτό να επανορθωθεί η απογοήτευση των Ιταλών. «Οι πολίτες βλέπουν τώρα ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Αλλά πρέπει να επιδειχθεί αλληλεγγύη όχι μόνο στα θέματα της υγείας αλλά και σε ό,τι αφορά την ανιοκοδόμηση της οικονομίας», καταλήγει.