Το σκηνικό των διορισμών στις συνόδους κορυφής των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων δεν ήταν ότι το καλύτερο , παρόλο που στο τέλος είχαμε σχεδόν μια λύση. Και λέω “σχεδόν” διότι εξακολουθούν να λείπουν ορισμένα σημαντικά στοιχεία όσο αναφορά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το πρώτο είναι η επιστροφή του διαβόητου γαλλο-γερμανικού άξονα, όπου πολλοί βιάστηκαν να προεξοφλήσουν την εξαφάνιση. Το αποτέλεσμα, που ολοκληρώθηκε προχθές με την εκλογή του Ιταλού σοσιαλιστή, David Sassoli, στην προεδρία του ΕΚ, είναι το αποκορύφωμα μιας “παλιάς Ευρώπης”.

Η λογική της γαλλο-γερμανικής ανανέωσης

Επιπλέον, ήταν και ο λεγόμενος “συμβιβασμός της Οσάκα” ( συμβιβασμός στο περιθώριο της G20 στην Οσάκα πριν από τη σύνοδο κορυφής της 30ής Ιουνίου στις Βρυξέλλες), για τους διορισμούς, ο οποίος περιλάμβανε για επικεφαλή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Ολλανδό Frans Timmermans . Πρέπει να ειπωθεί ότι οι δύο προτάσεις υποψηφιοτήτων, επίσης πολύ διαφορετικές, ανταποκρίθηκαν σε μια παρόμοια λογική: η επανεξέταση της γαλλογερμανικής αντίληψης αλλά και η συναίνεση άλλων σημαντικών παραγόντων όπως αυτών της Ισπανίας και του benelux.

Μόνο ο πυρήνας των χωρών υπέρ μιας μεγαλύτερης ολοκλήρωσης της ΕΕ , μπορεί στην πραγματικότητα να ελπίζει ότι θα βγάλει την ΕΕ από τα ρηχά της νερά . Απομένει να δούμε αν θα έχει την ενέργεια να το κάνει και πάνω απ ‘όλα αν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει κάποια υπαρξιακά προβλήματα: την ολοκλήρωση του Brexit, το ιταλικό πρόβλημα και τις δυσκολίες της διεύρυνσης προς την Ανατολή, ιδίως προς τις χώρες του Visegrad. Από αυτή την άποψη, δεν είναι κακό ότι μια γερμανική προσωπικότητα, που προέρχεται από μια χώρα που χαρακτηρίζεται ως «διστακτική ηγεμονία», αναλαμβάνει την ευθύνη. Προφανώς, τα ερωτήματα είναι πολλά, ξεκινώντας από την έλλειψη ευρωπαϊκής εμπειρίας της Ursula von der Leyen και τη μικρή εξοικείωση με τη νομισματική πολιτική της Christine Lagarde, των δύο νέων «κυριών της Ευρώπης».
Η κατανοητή δυσαρέσκεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η επιστροφή της πολιτικής

Ωστόσο, τα σοβαρά προβλήματα είναι άλλα. Η πρώτη είναι η κατανοητή δυσαρέσκεια του ΕΚ λόγω της αδυναμίας να ληφθεί υπόψη το σύστημα “spitzenkandidaten”. Το μάθημα που πρέπει να διδαχτούμε εδώ είναι πιο σύνθετο. Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ αντλούν τη νομιμότητά τους από δύο παράλληλους και πολύ διαφορετικούς διαύλους: αφενός, από τις κυβερνήσεις που αποτελούν την έκφραση των εθνικών δημοκρατιών, αφετέρου, από την άμεση έκφραση των ευρωπαίων πολιτών. Τα δύο κανάλια δεν είναι εύκολο να συμβιβαστούν. Στο παρελθόν επικράτησαν οι κυβερνήσεις.

Τα γεγονότα αυτής της συνόδου εκφράζουν τη μεγάλη δυσκολία να βρεθεί μια σύνθεση. Αυτή τη φορά επικράτησαν οι κυβερνήσεις, αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαπραγματεύσεις ήταν επίσης σε μεγάλο βαθμό πολιτικές. Η πολιτική, με την έννοια των κομμάτων, έχει μπεί στο παιχνίδι και θα είναι αδύνατο να αποβληθεί. Μπορούμε να προβλέψουμε ότι ο επόμενος γύρος το 2024 θα δει ακόμα ένα διαφορετικό σενάριο και το παιχνίδι θα συνεχιστεί μέχρις ότου η ΕΕ βρει σταθερή θεσμική ισορροπία.
Επιπλέον, η ρευστότητα της ευρωπαϊκής πολιτικής είναι τέτοια, όπως και η ευθραυστότητα των σημερινών πολιτικών ομάδων, πράγμα που σημαίνει πως δεν θα εκπλαγούμε εάν στο τέλος της νομοθετικής διαδικασίας η διαμόρφωση του ΕΚ θα είναι διαφορετική από τη σημερινή.

Η κοινή λογική πρέπει να ωθήσει τα μέρη να συμφωνήσουν σχετικά με ορισμένα προγραμματικά σημεία στα οποία δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα. Το ίδιο ισχύει για τις εθνικές κυβερνήσεις . Δεν μιλάω για μεγάλα προγράμματα, αλλά για σταθερά σημεία. Η αναταραχή στην οικονομία και η διεθνής πολιτική μας λέει ότι το μέλλον, περισσότερο από τα προγράμματα, θα απαιτήσει την ικανότητα άμεσης αντίδρασης στα γεγονότα. Αυτό συνεπάγεται την ικανότητα ταχείας αντίδρασης κάτι που δεν υπάρχει στο DNA της ΕΕ. Παρόλο που αντιμετώπισε με επιτυχία την κρίση του ευρώ το 2011 / ’12, την Ουκρανική κρίση και το Brexit. Οι δοκιμασίες που μας περιμένουν στο μέλλον θα είναι ίσως ακόμη πιο δύσκολες…
Στράτος Γεραγώτης , Διδάκτωρ του Παν/μιου των Βρυξελλών, τ. Καθηγητής ευρωπαϊκής πολιτικής στο Παν/μιο της Pavia , της Ιταλίας.