Χαμόγελα στο Μέγαρο Μαξίμου έφερε η δημοσκόπηση της Pulse για τον ΣΚΑΪ την περασμένη εβδομάδα, καθώς ύστερα από τέσσερις μήνες κατά τους όποιους η κυβέρνηση δοκιμάστηκε, λόγω των πολλαπλών παρενεργειών της πανδημίας, η ψαλίδα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να ανοίγει και πάλι, τόσο στο ερώτημα της πρόθεσης ψήφου όσο και στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία.

Συγκεκριμένα, στην πρόθεση ψήφου, η διαφορά υπέρ της Ν.Δ. ανέρχεται στις 12,5 ποσοστιαίες μονάδες, αυξανόμενη κατά 1,5% έναντι της έρευνας της ίδιας εταιρείας τον Μάρτιο. Ενώ, στο ερώτημα για τον «καταλληλότερο πρωθυπουργό», ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει προβάδισμα 18%, καθώς συγκεντρώνει 44%, έναντι 26% του Αλέξη Τσίπρα.

Όπως σημειώνει η Καθημερινή, η ικανοποίηση στο κυβερνητικό επιτελείο δεν εδράζεται αποκλειστικά στα ευρήματα της έρευνας της Pulse, που αναγνωρίζεται ότι, όταν όλες οι δημοσκοπήσεις, αποτελεί μια «φωτογραφία της στιγμής». Σχετίζεται κατά κύριο λόγο με την ιδιαιτέρως μεγάλη δημοσκοπική αντοχή που επιδεικνύουν ο πρωθυπουργός και η Ν.Δ., σχεδόν δύο χρόνια μετά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση: εάν συγκριθούν τα στοιχεία με τις αντίστοιχες «αποτυπώσεις» πρωθυπουργών και κυβερνήσεων από το 2000 και μετά (με βάση τις κατά καιρούς έρευνες των MRB και Metron Analysis που είναι παλαιότερες εταιρείες στον χώρο) στο μέσον της δικής τους θητείας, οι διαφορές είναι σημαντικές, υπέρ της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Συγκεκριμένα:

  • Τον Ιούνιο του 2017 -δύο χρόνια μετά τη διπλή εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο του 2015-, το πολιτικό κλίμα είχε αλλάξει άρδην υπέρ της τότε αντιπολίτευσης. Η ΝΔ είχε προβάδισμα στην πρόθεση ψήφου άνω του 10% ενώ αντίστοιχη περίπου ήταν η υπεροχή του κ. Μητσοτάκη στο ερώτημα της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία.
  • Τον Μάιο του 2014, περίπου δύο χρόνια μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Αντώνη Σαμαρά σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αρχίσει να προηγείται της Ν.Δ. στην πρόθεση ψήφου, παρότι ο Αντώνης Σαμαράς είχε προβάδισμα ως  καταλληλότερος πρωθυπουργός – δείκτη πάντως που δύσκολα μεταβάλλεται σύντομα υπέρ του εκάστοτε «διεκδικητή» της εξουσίας.
  • Τον Ιούνιο του 2011, περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ συμπλήρωνε επίσης διετία υπό τον Γιώργο Παπανδρέου ως πρωθυπουργό, με βάση τις δημοσκοπήσεις των δύο εταιρειών η Ν.Δ. του Αντώνη Σαμαρά είχε αποκτήσει προβάδισμα στο ερώτημα της πρόθεσης ψήφου στην «περιοχή» του 3%.
  • Τον Μάιο του 2009 -συμπληρώνονταν δύο χρόνια από τη δεύτερη θητεία Καραμανλή στην πρωθυπουργία, ασχέτως εάν τελικά αποδείχθηκε εκλογική χρονιά, καθώς ο τότε πρωθυπουργός επέλεξε την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες-, το ΠΑΣΟΚ προηγείτο στις δημοσκοπήσεις από 3,1% έως 4,1%.
  • Το 2006, δύο χρόνια από την επιστροφή της Ν.Δ. υπό τον Κώστα Καραμανλή στην εξουσία μετά την οκταετία Σημίτη, η Ν.Δ. διατηρούσε το προβάδισμα, αλλά με οριακές διαφορές έναντι του ΠΑΣΟΚ, μικρότερες του 3%.
  • Το 2002, στο μέσον της δεύτερης τετραετίας Σημίτη, το προβάδισμα της Ν.Δ. υπερέβαινε το 8%, ενώ ο τότε πρωθυπουργός και ο κ. Καραμανλής εμφανίζονταν σχεδόν «ισοδύναμοι» στο ερώτημα της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία.

Τα ανωτέρω στοιχεία έχουν σημασία στον βαθμό που επιβεβαιώνουν πως στη μέση του κύκλου μιας τετραετίας οι περισσότερες κυβερνήσεις πιέζονται: η περίοδος χάριτος που παραδοσιακά δίδεται σε νέες κυβερνήσεις, ακόμη και από ψηφοφόρους άλλων κομμάτων, φθάνει στο τέλος της, ενώ είναι η εποχή κατά την οποία οι ψηφοφόροι του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος αρχίζουν να κρίνουν με μεγαλύτερη αυστηρότητα πεπραγμένα, αστοχίες και τυχόν αρνητικές συμπεριφορές. Αντιθέτως, στο μέσον της θητείας της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να επιδεικνύει ισχυρές αντοχές παρά το γεγονός ότι έχει κληθεί να διαχειριστεί πολλαπλές κρίσεις στα πεδία των ελληνοτουρκικών και του κορωνοϊού.

Πάντως, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ακόμη και στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις καταγράφονται ορισμένες «γκρίζες ζώνες», που δεν περνούν απαρατήρητες από το Μέγαρο Μαξίμου. Η πρώτη αφορά τη νέα γενιά, στην οποία η Ν.Δ. καταγράφει χαμηλά ποσοστά, ειδικά μετά την εκδήλωση της πανδημίας. Η δεύτερη έχει να κάνει με τις πολιτικές -όχι τα πρόσωπα- αναφορικά με την αστυνόμευση και τον χώρο των πανεπιστημίων.

Οπως λέγεται, οι μεν ψηφοφόροι που κινούνται στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος θα ήθελαν περισσότερο «αποφασιστική» στάση από την κυβέρνηση. Ενώ οι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι της καταλογίζουν ότι υιοθετεί πολύ «σκληρή» ατζέντα. Στο πλαίσιο εδραίωσης της ηγεμονίας της Ν.Δ. στην πορεία για νέα εκλογική νίκη στην επόμενη αναμέτρηση, που διαμηνύεται παν δεν πρόκειται να διεξαχθεί πριν από το φθινόπωρο του 2022, το Μέγαρο Μαξίμου επενδύει ιδιαιτέρως στη μεσαία τάξη και, παράλληλα, στην απορρόφηση των κραδασμών κατά τη διαδικασία αποσωλήνωσης της οικονομίας μετά το πολύμηνο lockdown· ειδικότερα, αναφορικά με τη νέα φάση στην οποία εισέρχεται η ελληνική οικονομία, καθοριστικό χαρακτηρίζεται να μην υπάρξουν τους επόμενους μήνες σημαντικές απώλειες θέσεων εργασίας.