Συγκλονίζουν οι καταθέσεις στο πλαίσιο της δίκης για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι με συγγενείς θυμάτων να αποκαλύπτουν όσα και οι ίδιοι βίωσαν εκείνη την ημέρα, καταγγέλλοντας την απουσία του κράτους, κυρίως όμως το γεγονός πως ενώ γνώριζαν για την ύπαρξη νεκρών «έπαιζαν» όπως σημειώνουν «θέατρο» δείχνοντας ουσιαστικά τα όσα συνέβησαν παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στο επιχειρησιακό κέντρο της Πυροσβεστικής στο Χαλάνδρι.

Η κατάθεση του Αριστείδη Χερουβείμ που έχασε στις φλόγες τη μητέρα του, την αδελφή του και τις δύο ανήλικες ανιψιές του αποτελεί γροθιά στο στομάχι. «Γύρω στις 2 το πρωί, το σπίτι της αδελφής μου ήταν ανοιχτό. Δεν βρήκα κανέναν μέσα, το αυτοκίνητο της αδερφής μου ήταν στο σπίτι. Στα 50 μέτρα είδα κάποιες σορούς σκεπασμένες με ένα λευκό σεντόνι», είπε αφού προηγουμένως είχε περιγράψει ότι επί ώρες προσπαθούσε με δεκάδες τηλεφωνήματα σε αρμόδιες Αρχές να μάθει τι απέγιναν οι δικοί του χωρίς κανένας να ξέρει να του πει το παραμικρό.

Ο ίδιος έφτασε το βράδυ  στο σπίτι της αδελφής του και είδε σκεπασμένες σωρούς σημειώνοντας πως «απέναντι ακριβώς ήταν ένα ζευγάρι. Ήταν εντελώς καμένοι σε κοινή θέα, χωρίς να είναι καν καλυμμένοι. Οι αστυνομικοί μου είπαν ότι κάτω από το σεντόνι ήταν δύο γυναίκες και δυο παιδιά. Κατάλαβα ότι ήταν οι δικοί μου συγγενείς. Αλλά μου είπαν ότι ήταν νεαρές γυναίκες. Ζήτησα να κάνω αναγνώριση. Εκεί υπήρχε μια δυσκολία, γιατί αφενός δεν είχαν γάντια και αφετέρου είπαν ότι δεν ήθελαν να διαταράξουν το σκηνικό του εγκλήματος. Τελικά τα καταφέραμε, αναγνώρισα την αδερφή μου, τη μητέρα μου και το ένα παιδάκι. Το άλλο ήταν πολύ καμένο. Οι σοροί ήταν άσπρες… Έσβησαν τα παιδιά με πυροσβεστήρα… Αυτό επιτρέπεται; Αυτό έγραψαν στην αναφορά τους οι αστυνομικοί, ότι εντόπισαν τις σορούς και άδειασαν τον πυροσβεστήρα του περιπολικού». 

«κάποιοι από τους κατηγορούμενους θα έπρεπε να είναι στη φυλακή και σίγουρα όλοι, την επόμενη ημέρα, θα έπρεπε να είχαν ξηλωθεί από τις θέσεις τους» υπογράμμισε οργισμένος ο κ. Χερουβείμ προσθέτοντας ότι «εύχομαι να μη ζήσει κάποιος αυτό που έζησα εγώ και ή οικογένειά μου. Δεν γνωρίζουν πως είναι να μαζεύεις μισοκαμένα παιχνίδια από τον κήπο. Να πρέπει να αξιολογήσεις τι από τα πράγματα των κοριτσιών θα πρέπει να πετάξεις και τι να δώσεις. Όσοι μείναμε πίσω ζούμε ένα μαρτύριο. Υπάρχουν άνθρωποι εδώ σαν και εμένα που πρέπει να μας προστατεύσετε, εμείς είμαστε τα θύματα κυρία πρόεδρε». 

Επίσης κατέθεσε ότι την ημέρα της φωτιάς δεν υπήρχε πυροσβεστικό όχημα παρκαρισμένο, όπως συνέβαινε συνήθως. «Η Λεωφόρος Μαραθώνος θεωρείτο σαν ζώνη πυρόσβεσης. Όλα αυτά τα καλοκαίρια που είμαστε εκεί κάναμε αγώνα να καθαρίζουμε τα ξερόχορτα. Εγώ μένω στην Αθήνα. Είχε βγει στη τηλεόραση ο κ. δήμαρχος Ραφήνας-Πικερμίου και έλεγε ότι δεν χρειάζεται εκκένωση, μας ζητούσε μάλιστα να μην κυκλοφορούμε για να μην εμποδίζουμε τα πυροσβεστικά. Υπήρχαν ελικόπτερα που ποτέ δεν σηκώθηκαν. Υπήρχε χρόνος σε όλες τις υπηρεσίες να ειδοποιήσουν τον κόσμο αλλά αυτοί παρατηρούσαν τον κόσμο να καίγεται. Έλεγαν ότι η φωτιά κινείται προς τον Διόνυσο». 

Και συνέχισε λέγοντας ότι «μου είπε η μητέρα μου με την οποία επικοινώνησα στις 6:30 το απόγευμα ότι έβλεπαν φλόγες. Της είπα “σηκωθείτε και φύγετε”. Δεν έπιασα κουβέντα γιατί κάθε δευτερόλεπτο ήταν κρίσιμο. Κατάφεραν να φύγουν μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά. Εκεί συνάντησαν κάποιους άλλους ανθρώπους. Το αυτοκίνητο ενός ζευγαριού έπιασε φωτιά και κάηκαν όλοι, μαζί με την οικογένεια μου». 

Κάνοντας λόγο για «ανοργανωσιά και παντελή έλλειψη συντονισμού» αναφέρθηκε και για όσα έγιναν εκείνη τη νύχτα με την πολιτική ηγεσία και την σύσκεψη στο Συντονιστικό της Πυροσβεστικής σημειώνοντας: «όλο αυτό το θέατρο που παίχτηκε ενώ ήξεραν ότι υπήρχαν νεκροί…». 

Μάλιστα είπε ότι από τις 2 το πρωί τελικά «η περισυλλογή των σορών έγινε στις 7 το απόγευμα. Αυτό έγινε γιατί κάποιοι στην Πυροσβεστική θεώρησαν σωστό να γίνει απευθείας ανάθεση σε ένα συγκεκριμένο γραφείο τελετών έναντι 62.000 ευρώ παρά το ότι είχαν προσφερθεί και άλλα γραφεία δωρεάν» και κατέληξε τονίζοντας πως «Σήμερα ήρθαμε εδώ να κάνουμε μια δίκη αλλά δεν ξέρουμε πόσα θύματα υπάρχουν. Τα θύματα είναι 104. Μου κάνει εντύπωση που κανείς δεν μιλάει για τα θύματα που δεν ταυτοποιήθηκαν.  Επί 4,5 χρόνια η δικογραφία για το Μάτι έγινε μπαλάκι». 

Η περιγραφή μάρτυρα για το πως σώθηκε

 Συγκλονιστική και η περιγραφή μια ακόμη μάρτυρα που διασώθηκε χάνοντας όμως στην πυρκαγιά την αδελφή της και την ανιψιά της. Οπως κατέθεσε η ίδια εγκλωβίστηκε στο σπίτι της στον Ν. Βουτζά όταν μπλόκαρε η γκαραζόπορτα και δεν κατάφερε να φύγει. Στις 10 το βράδυ, «μου χτύπησαν την πόρτα και ήταν από τον τηλεοπτικό σταθμό Alpha. Με ρώτησαν “είστε ζωντανή;”. Λέω “ναι” και κατέβηκα κάτω και είδα απανθρακωμένους στα αυτοκίνητα… Μόνο τη στάχτη τους. Έξω από το σπίτι ούτε πουλί πετάμενο δεν υπήρχε μέχρι τις 11:30». 

Ανέφερε ακόμη πως η αδελφή και η ανιψιά της, που έμεναν σε γειτονικό σπίτι, έφυγαν μετά από προτροπή αστυνομικών το απόγευμα εκείνης της ημέρας χωρίς ωστόσο, να καταφέρουν να ξεφύγουν από τις φλόγες. Τις βρήκε, όπως κατέθεσε, ο ανιψιός της βαριά τραυματισμένες στο δρόμο και όταν προσπάθησε να τις πάει στο νοσοκομείο, «οι αστυνομικοί τού έδιναν οδηγίες και τον έστελναν μέσα στη φωτιά. Η αδελφή μου ούρλιαζε καμένη από τους πόνους. Ο ανιψιός μου δεν άκουσε τους αστυνομικούς, βγήκε αντίθετα στη Μαραθώνος, τις πήγε στον “Ευαγγελισμό”, όπου διασωληνώθηκαν και μας είπαν να περιμένουμε να πεθάνουν… Από τύχη σώθηκα, θα μπορούσα να καώ μέσα στο σπίτι αν δεν είχε κλείσει η γκαραζόπρτα ή να έχω φύγει με το αυτοκίνητο και να καώ όπως η αδελφή μου και η ανιψιά μου». 

Αύριο καταθέτει η Βαρβάρα Βουκάκη, η οποία στη φωτιά έχασε τον σύζυγο της και τα δύο τους παιδιά.