Το διάδοχο σχήμα της Επιστρεπτέας Προκαταβολής, η οποία θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι και τον Μάρτιο, διαμορφώνει το οικονομικό επιτελείο για τη μετά τον κορωνοϊό εποχή με ειδικά κίνητρα για μεγέθυνση επιχειρήσεων, άτοκα δάνεια με εγγύηση της ΕΤΕπ αλλά και κίνητρα για διατήρηση και αύξηση των θέσεων εργασίας.

Ωστόσο, αν στο τέλος του πρώτου τριμήνου έχουν αρχίσει μαζικοί εμβολιασμοί και ανοίξει η οικονομία, το μέτρο της Επιστρεπτέας Προκαταβολής θα πάψει να λειτουργεί καθώς ο τζίρος του Απριλίου σε σύγκριση με αυτόν του Απριλίου του 2020, όταν η οικονομία ήταν σε lockdown, θα καταγράφει αύξηση, άρα δεν θα συντρέχει λόγος κάλυψης απώλειας τζίρου.

Η νέα γενιά μέτρων στήριξης

Συνεπώς, η Επιστρεπτέα Προκαταβολή, αν ήταν απόλυτα χρήσιμη όσο διαρκούσε η κρίση, δεν μπορεί να είναι χρήσιμη στη μετά τον κορωνοϊό εποχή. Από την άνοιξη και μετά, τα μέτρα θα πρέπει να είναι πιο στοχευμένα και ανάλογα με τη δραστηριότητα και τη ζημιά που έχει προκαλέσει η κρίση του κορωνοϊού.

Για παράδειγμα, οι υπηρεσίες όπως η εστίαση, ο τουρισμός, η ψυχαγωγία, ο πολιτισμός και το λιανεμπόριο έχουν υποστεί συγκριτικά μεγαλύτερες ζημιές, από άλλες υπηρεσίες, όπως η μεταποίηση και ο πρωτογενής τομέας. Τούτο διότι ήταν οι κατηγορίες επιχειρήσεων οι οποίες λόγω της φύσης τους ανέστειλαν τη λειτουργία τους με κρατική εντολή, έχοντας κατά το πρώτο και δεύτερο lockdown μηδενικό τζίρο.

Στην μετά τον κορωνοϊό εποχή τα κίνητρα διαφοροποιούνται, αφού πλέον θα έχουν στόχο την αύξηση του τζίρου και των θέσεων εργασίας ειδικά στους κλάδους που είχαν τη μεγαλύτερη ζημιά.

Σε αυτή την κατεύθυνση:

-Στον εξίσου κρίσιμο τομέα απασχόλησης, αντί του προγράμματος ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ και των αναστολών σύμβασης εργασίας, θα υπάρχουν νέα προγράμματα επιδότησης της απασχόλησης, αντίστοιχα του προγράμματος για 100.000 νέες εργασίας που ήδη υλοποιείται.

Βεβαίως, εκτός από τα νέα μέτρα στήριξης, για τον επόμενο χρόνο έχουν ήδη δρομολογηθεί ως εφάπαξ μέτρα -με προοπτική μονιμοποίησης- η αναστολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για όλα τα εισοδήματα του ιδιωτικού τομέα, αλλά και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3%, που θα ενισχύσουν τη ρευστότητα και θα βοηθήσουν στην αύξηση της απασχόλησης.