Προς τα πάνω αναθεωρεί τις εκτιμήσεις της η Citi για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τόσο φέτος όσο και το 2020. Εξακολουθεί ωστόσο να βλέπει χαμηλές πτήσεις, με τους ρυθμούς να μένουν κάτω του 2% έως και το 2023, την ώρα που η κυβέρνηση, αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος, πιστεύουν πως, υπό προϋποθέσεις, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε τα επόμενα χρόνια να ανεβάσει ταχύτητα στο 3%.

Πάντως, οι ειδικοί της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας βλέπουν ρυθμούς ανάπτυξης 1,8% φέτος και 1,9% την επόμενη χρονιά, αναβαθμίζοντας την πρόβλεψη κατά 0,4 ποσοστιαία μονάδα. Ωστόσο αναμένουν αισθητή επιβράδυνση στο 1,5% το 2021 και ακόμη βραδύτερους ρυθμούς το 2022 (1,4%) και το 2023 (1,3%). Όπως επισημαίνουν άλλωστε, η προσπάθεια για τόνωση της ελληνικής οικονομίας γίνεται σε ένα εξαιρετικά δυσμενές διεθνές περιβάλλον.

Εν μέσω οξύτατων εμπορικών αντιπαραθέσεων και γεωπολιτικών εντάσεων και παρά τις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών, οι εμπειρογνώμονες της Citi, όπως αναφέρει η naftemporiki.gr, υποβαθμίζουν περαιτέρω τις προβλέψεις τους για την παγκόσμια ανάπτυξη στο 2,7% τόσο το 2019 όσο και το 2020, όταν το 2018, το παγκόσμιο ΑΕΠ είχε μεγεθυνθεί κατά 3,2%.

Τα πολιτικά δεδομένα

Η Citi δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα νέα πολιτικά δεδομένα, επισημαίνοντας ότι το πολιτικό ρίσκο είναι αισθητά μειωμένο για τη χώρα, σε σχέση με πριν από τέσσερα χρόνια. Σημειώνει δε ότι η δημοσιονομική πολιτική είχε αρχίσει να χαλαρώνει ελαφρώς, ακόμη και πριν από τις δεσμεύσεις της νέας κυβέρνησης για φοροελαφρύνσεις και προσθέτει ότι οι προοπτικές υψηλότερης ανάπτυξης, ίσως να είναι αρκετές για περαιτέρω αναβαθμίσεις του αξιόχρεου.

Κάνει λόγο για βελτίωση του καταναλωτικού κλίματος, το οποίο σε συνδυασμό με την πλήρη άρση των capital controls, αλλά και την ελαφρώς πιο υποστηρικτική δημοσιονομική στάση, θα μπορούσε να στηρίξει την εσωτερική ζήτηση, ενώ προσθέτει ότι θετικά μπορούν να λειτουργήσουν και οι προσπάθειες για μείωση των κόκκινων δανείων των τραπεζών, καθώς θα τονώσουν τη ρευστότητα.

Αδύναμες οι προοπτικές ανάπτυξης

Ωστόσο, «οι προοπτικές ανάπτυξης παραμένουν αδύναμες» σημειώνει η αμερικανική επενδυτική τράπεζα, εξηγώντας πως μεσοπρόθεσμα η αύξηση στην ιδιωτική κατανάλωση δεν προβλέπεται να υπερβεί το 1%, δεδομένων των αρνητικών δημογραφικών τάσεων και των πολύ χαμηλών επιπέδων αποταμίευσης. «Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και μία τεράστια εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών έχει βελτιωθεί σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με άλλες χώρες των μνημονίων», σχολιάζουν οι αναλυτές της Citi. Σημειώνουν επίσης ότι η εγχώρια αποταμίευση εξακολουθεί να είναι ανεπαρκής για τις ανάγκες της οικονομίας σε επενδύσεις, μετά και τη συρρίκνωση των πραγματικών επενδύσεων, κατά 65% από το 2007. Οι καθαρές χορηγήσεις δανείων εξακολουθούν επίσης να συρρικνώνονται, υπό το μεγάλο βάρος των κόκκινων δανείων. «Ο δρόμος προς βιώσιμη, ταχύτερη ανάπτυξη και σταθερή μείωση του δημοσίου χρέους, ως ποσοστού του ΑΕΠ, είναι ακόμη ανηφορικός», προειδοποιούν.

Το κλειδί για τη μελλοντική ανάπτυξη

Το κλειδί για τη μελλοντική ανάπτυξη βρίσκεται στην εμπιστοσύνη των επενδυτών, σημειώνει η Citi. «Η δυνατότητα του νέου πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του για φορεολαφρύνσεις, εξαρτάται εν πολλοίς, από την προθυμία του να αντιμετωπίσει πολιτικά ευαίσθητα εμπόδια – συμπεριλαμβανομένης της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, της επιτάχυνσης των ιδιωτικοποιήσεων και της προώθησης μεταρρυθμίσεων για την διευκόλυνση του επιχειρείν», αναφέρει. Σπεύδει να επισημάνει ότι ενδεχομένως να καταστεί αναγκαίος «ακόμη ένας γύρος περικοπών στις συντάξεις, ώστε να απελευθερωθεί δημοσιονομικός χώρος».

«Σε γενικές γραμμές, η Ελλάδα εξακολουθεί να εξαρτάται από τις διακυμάνσεις στην εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών, που είναι το βασικό κανάλι χρηματοδότησης της οικονομίας», καταλήγει η αναφορά για τη χώρα μας.