«Το τέλος της αρχής» στην μάχη μας ενάντια στον κορωνοϊό πλησιάζει, καθώς όλο και περισσότερες χώρες αίρουν ή χαλαρώνουν σιγά σιγά τα περιοριστικά μέτρα που είχαν επιβληθεί ως ανάχωμα στην επέκταση της πανδημίας.

Πρόκειται για μία μάχη που δίνουμε όλοι μας. Πρωτίστως όμως ο ερευνητικός και επιστημονικός κόσμος με τις πρωτοφανούς επιπέδου παγκόσμιες συνέργειες για την καταπολέμηση του κορωνοϊού. Υποτάσσοντας το προσωπικό συμφέρον και την αναγνώριση στην ικανοποίηση του θεμελιώδους σκοπού (δηλαδή, την προστασία της δημόσιας υγείας και την δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου), ξαναφέρνουν στο προσκήνιο την λογική και τον ανθρωπισμό, που αποτέλεσαν την κρηπίδα του δυτικού – τουλάχιστον – πολιτισμού. Ακριβώς πάνω στην ίδια βάση οικοδομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, με θεμελιώδη σκοπό να προάγει την ευημερία των πολιτών της. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Σε ποιο βαθμό οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών της ΕΕ ικανοποιούν τον κοινό θεμελιώδη σκοπό τους υπηρετώντας την λογική και τον ανθρωπισμό;

Σε αντίθεση με την επιστημονική και ερευνητική κοινότητα, παρακολουθήσαμε πολιτικές ηγεσίες εντός της ΕΕ να προβαίνουν σε δηλώσεις και ενέργειες ολότελα αντίθετες στον θεμελιώδη σκοπό της Ένωσης, στεγανοποιώντας τα σύνορά τους και περιορίζοντας –ανάλγητα– την εξαγωγή υγειονομικού υλικού. Επιπλέον, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 168 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΕΕ απλώς «συμπληρώνει» τις εθνικές πολιτικές, η αντίδρασή της υπήρξε αμήχανη, χωρίς θεσμικό και νομικό οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση κρίσεων τέτοιου μεγέθους. Τέλος, το γραφειοκρατικό σύστημα των Βρυξελλών κάτω από την επίφαση της δημοκρατικής νομιμοποίησης φάνηκε να αναλώνεται περισσότερο σε ασκήσεις ισορροπίας μεταξύ αντιμαχόμενων εθνικών επιδιώξεων παρά να προωθεί με αφοσίωση, επιμονή και όραμα το “κοινό ευρωπαϊκό καλό» (“Europae Commune Bonum”).

Μετά από την βαθιά υφεσιακή περίοδο που έπληξε μαζί με την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, το μέγεθος της υγειονομικής κρίσης, η δυσοίωνη προοπτική της ανεργίας συνοδεία της ενδυνάμωσης ακραίων πολιτικών οργανώσεων και η αναγκαιότητα διασφάλισης των ευρωπαϊκών συνόρων έναντι εξωτερικών απειλών (μεταναστευτικό) είναι θέματα που πρέπει να συνεκτιμηθούν και να οδηγήσουν σε έναν νέο προσανατολισμό.

Πιο συγκεκριμένα, αναφύονται τρεις βασικές προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση:

α) Η ενίσχυση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Σωστά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής ότι «τα ζητήματα δημοκρατίας και λειτουργίας του κράτους δικαίου είναι θεμελιώδη για την Ευρώπη». Διαφορετικά τα αυταρχικά καθεστώτα, εκμεταλλευόμενα την όποια κρίση, θα θέτουν διαρκώς εμπόδια στη λήψη αποφάσεων.

β) Η ανάγκη σχεδιασμού κοινής στρατηγικής και άσκησης κοινών πολιτικών, που θα της επιτρέψει να διαχειρίζεται αποτελεσματικότερα τις κρίσεις και να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη παγκοσμίως. Εγχείρημα δύσκολο για κάποια κράτη-μέλη, που επιθυμούν η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) να είναι μόνο νομισματική και κατ΄ όνομα οικονομική. Όμως, ο καιρός ήρθε για τις μεγάλες αποφάσεις. Το φάσμα ενός εκ νέου κλυδωνισμού του ευρώ από τη διαφαινόμενη (αν δεν ανακοπεί άμεσα) οικονομική κατάρρευση της Ιταλίας, δηλαδή της τρίτης οικονομικής δύναμης της Ένωσης με εξωτερικό, όμως, χρέος εκτιμώμενο σε περίπου τρία (3) τρισεκατομμύρια ευρώ, θέτει ένα ξεκάθαρο και μη αναβαλλόμενο χρονοδιάγραμμα καθαρών αποφάσεων.

γ) Η ανάγκη για άσκηση αποτελεσματικής ηγεσίας. Καθήκον των πολιτικών ηγετών είναι να επικοινωνήσουν την έννοια της «αλληλεξάρτησης» μεταξύ των κρατών-μελών ως προϋπόθεση συνέργειας και προόδου σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον με ισχυρούς και φιλόδοξους παίκτες. Η δήλωση της καγκελαρίου Μέρκελ μετά την τηλεδιάσκεψη ηγετών της ΕΕ την Πέμπτη σύμφωνα με την οποία «μια κοινή λύση είναι προς το συμφέρον της Γερμανίας, επειδή τα πράγματα μπορούν να πάνε καλά για τη Γερμανία μόνο αν πάνε καλά για την Ευρώπη» είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.

Εντέλει, κάθε μεγάλη κρίση δημιουργεί ένα νέο περιβάλλον. Χωρίς να βλέπουμε τα πράγματα υπό του πρίσμα του πεσιμισμού ούτε όμως μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της υπεραισιοδοξίας, εκτιμώ ότι η κρίση θα οδηγήσει την ΕΕ σε αφύπνιση, ώστε να επιστρέψει στα θεμελιώδη: την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με κύριο στόχο την ευημερία όλων των ευρωπαϊκών λαών και την ανάδειξή της σε εμβληματικό φάρο δημοκρατίας και πολιτισμού μέσα σε έναν ολοένα και περισσότερο χαοτικό και αυταρχικό κόσμο. Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει οι ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες να αφουγκραστούν το προφητικό μήνυμα (ήδη από το 1961, σε ανύποπτο δηλαδή χρόνο) ενός εκ των πρωτεργατών της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, του Paul Henri Spaak: «Όσο οι προκλήσεις θα αντιμετωπίζονται αποκλειστικά με οικονομικούς όρους, αγνοώντας την πολιτική τους διάσταση, θα καταλήξουμε, φοβάμαι, σε επαναλαμβανόμενες αποτυχίες». Επιτέλους!


*Ο Χρήστος Ταραντίλης είναι Βουλευτής Επικρατείας ΝΔ, Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Πρώτο Θέμα