Tο 2021 υπήρξε ένας χρόνος μεγάλης δραστηριότητας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής μας. Διεθνείς συμφωνίες υψηλής πολιτικής, επισκέψεις του έλληνα Πρωθυπουργού και του υπουργού των Εξωτερικών που σφυρηλάτησαν καλές και δυναμικές σχέσεις με χώρες μεγάλης σημασίας για τα ελληνικά συμφέροντα, άνοιγμα των οριζόντων της εξωτερικής πολιτικής σε νέες κατευθύνσεις, και, τέλος, η διεύρυνση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο, μετά από μια προηγηθείσα συμφωνία με την Ιταλία για την επέκταση της συμφωνίας του 1977 για την υφαλοκρηπίδα στα υπερκείμενα αυτής ύδατα.

Στον τομέα των ελληνοτουρκικών η κατάσταση παρέμεινε στάσιμη έως κακή. Δεν είχαμε, βέβαια, τις υπερβολικές εξάρσεις του 2020 (όταν η προσπάθεια χιλιάδων αλλοδαπών να επιχειρήσουν, με την προτροπή της Τουρκίας, να διεισδύσουν τα ελληνικά σύνορα ήτα τουρκικά πολεμικά σκάφη να συνοδεύουν το Ορουτς Ρέις σε μια επιχείρηση μονομερών διεκδικήσεων σε αμφισβητούμενες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, διεκδικούμενες από την Ελλάδα, ή τη σύναψη τουρκολιβυκού μνημονίου σε περιοχή που σαφώς έπληττε τα δικαιώματα της Ελλάδας σε θαλάσσιες ζώνες), αλλά, πάντως, το έτος δεν κύλησε με ηρεμία και συνεννόηση.

Η συμπεριφορά της Τουρκίας υπήρξε κατά τη διάρκεια του έτους προβληματική. Καταρχάς δεν υπήρξε καμία πρόοδος στις διερευνητικές συνομιλίες, αφού η γειτονική μας χώρα παρέμεινε ανένδοτη στο αίτημά της να παραμείνουν αμετάβλητα στα 6 ν.μ. τα χωρικά μας ύδατα, ακόμα και για την αιγιαλίτιδα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Κάτι τέτοιο αποτελεί σαφή υπαναχώρηση των τουρκικών θέσεων της δεκαετίας του 2019, όπου η Τουρκία είχε αποδεχθεί τη δυνατότητα διεύρυνσης της αιγιαλίτιδας ζώνης μας στα 12 ν.μ., τουλάχιστον για τα ηπειρωτικά εδάφη.

Ταυτόχρονα μια νέα άποψη κυριάρχησε στις τουρκικές αντιλήψεις, που αναζητούν συνεχώς να διευρύνουν τις διεκδικήσεις τους, καθιστώντας όλο και πιο δυσχερή την εξεύρεση λύσης στα ελληνοτουρκικά: είναι η πρόσφατη σύζευξη του ζητήματος της κυριαρχίας των ακραίων ανατολικών ελληνικών νησιών με το θέμα της αποστρατικοποίησής τους. Η Τουρκία διατείνεται ότι τα νησιά αυτά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα με τον όρο να παραμείνουν διαρκώς αποστρατικοποιημένα και στον βαθμό που ο όρος αυτός παραβιάζεται από την Ελλάδα, τότε η κυριαρχία επ’ αυτών πρέπει να αμφισβητηθεί. Αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της υπερβολής που εγκλείει ένα τέτοιο επιχείρημα. Πρώτον, και βασικό, η κυριαρχία δεν τίθεται υπό όρους, και αν τίθεται αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ρητό και απερίφραστο όρο, που θα πρέπει να περιλαμβάνεται στη συμφωνία παραχώρησης. Τίποτε στις συμφωνίες δεν επιτρέπει την ύπαρξη όρων που οδήγησαν στην παραχώρηση. Δεύτερον, αναφορικά με διεθνείς συμφωνίες που διέπουν το καθεστώς της αποστρατικοποίησής των ακραίων νησιών στην Ελλάδα: Η Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά (1923), η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης (1923) και η Συνθήκη των Παρισίων (1947). Η πρώτη εξ αυτών έχει καταργηθεί, με την υποκατάστασή της από τη Συνθήκη του Montreux και συνεπώς, παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ρητά από τη δεύτερη συμφωνία η άρση της αποστρατικοποίησής για τα ελληνικά νησιά του συστήματος των Στενών, αυτό εύκολα συνάγεται από την κατάργηση της Σύμβασης της Λωζάννης. Πώς είναι δυνατόν να ισχύουν άρθρα καταργημένης συμφωνίας, χωρίς το ίδιο το σώμα της να ισχύει και να παράγει έννομα αποτελέσματα; Εξάλλου και μια τελεολογική ερμηνεία της Σύμβασης της Λωζάννης αρκεί για πείσει για το παράλογο αυτής της ερμηνείας: η συμφωνία αυτή επιχείρησε να δώσει μια λύση στο πρόβλημα της διεθνοποίησης των Στενών, που ήταν το γενικότερο μέλημά της. Και αποστρατικοποίησε τα νησιά τα παρακείμενα στα Στενά (ελληνικά και τουρκικά), για να προστατεύσει την ειρήνη στην περιοχή. Οταν η Τουρκία επανέκτησε την κυριαρχία της στα Στενά, εξέλιπε πια και ο όρος της αποστρατικοποίησης. Κάτι που ρητά αναφέρεται για τα παρακείμενα τουρκικά νησιά, αλλά από παράλειψη της ελληνικής αντιπροσωπείας δεν συμπεριελήφθηκαν ρητά και τα ελληνικά νησιά.

Σχετικά με τους όρους αποστρατικοποίησής που περιλαμβάνονται στη συνθήκη ειρήνης της Λωζάννης, το θέμα έχει εκτενώς καλυφθεί σε προηγούμενο άρθρο μου («ΤΑ ΝΕΑ του Σαββατοκύριακου» 4-5 Δεκεμβρίου 2020). Θα αρκεστώ να υπενθυμίσω ότι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ο θεσμός της αποστρατικοποίησης επιβάλλεται για την αποφυγή επανάληψης των εχθροπραξιών ανάμεσα σε διιστάμενα, εχθρικά κράτη. Και ακολουθεί τη μοίρα της φθοράς του χρόνου: όταν οι συνθήκες μεταβληθούν και οι σχέσεις των δύο χωρών παύσουν να διέπονται από εχθρότητα, τότε κι ο όρος καταπίπτει. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πριν αυτές δηλητηριαστούν από το Κυπριακό, υπήρξαν περίοδοι συμφιλίωσης και καλής γειτονίας, που δικαιολογούν την άρση του όρου. Οσον δε αφορά τους όρους αποστρατικοποίησής, που επιβλήθηκαν από την παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων, η Τουρκία δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος και δεν μπορεί να επικαλείται την εκεί επιβληθείσα αποστρατικοποίηση. Γι’ αυτήν είναι res inter alios acta.

Απέναντι σε αυτή τη λεκτική επιθετικότητα η Ελλάδα έπρεπε φυσικά να αντιδράσει. Μη γνωρίζοντας πότε η Τουρκία θα αποφασίσει να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να προχωρήσει σε πράξεις, έπρεπε να προετοιμαστεί για να αποτρέψει το χειρότερο. Οι δύο καίριες συμφωνίες αποτροπής που συνήψε η Ελλάδα το 2021: η ελληνογαλλική συμφωνία και η ελληνοαμερικανική συμφωνία. Και οι δύο αποτελούν σοβαρούς παράγοντες αποτροπής σε κάθε απονενοημένο διάβημα της Τουρκίας επιβουλής του εθνικού μας χώρου. Η μεν ελληνογαλλική συμφωνία περιέχει ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση που πληγεί εθνικό έδαφος (κάτι που δεν περιλαμβάνει τις θαλάσσιες λειτουργικές ζώνες, παρά την αντίθετη θέση του Διεθνούς Δικαστηρίου, στην απόφαση για το Aegean Continental Shelf case), μετά από κοινή διαβούλευση, η δε ελληνοαμερικανική συμφωνία διευρύνει τη στρατιωτική παρουσία των Αμερικανών στον ελληνικό χώρο, με τις όποιες συνέπειες μπορεί να έχει αυτή απέναντι σε τουρκικές ενέργειες.

Παράλληλα διεύρυνε τον κύκλο πιθανών συμμάχων, με βελτίωση των σχέσεων με αραβικές χώρες (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία), παράλληλα με εμπέδωση της συνεργασίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, με την οποία συνήψε συμφωνία μερικής οριοθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) της, που, όμως, σταματά στον 28° μεσημβρινό, αφήνοντας ανοικτό το ζήτημα του πόση ΑΟΖ δικαιούται το Καστελλόριζο. Και φυσικά έδωσε, στη χάραξη της οριοθετικής γραμμής, μερική επήρεια στα εμπλεκόμενα ελληνικά νησιά.

Δύο λόγια για τη συμφωνία με την Ιταλία. Εκεί η οριοθετική γραμμή ακολούθησε την πεπατημένη της προηγούμενης συμφωνίας του 1977, με μερική επήρεια ορισμένων ελληνικών νησιών, κάτι που επέτρεψε και την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας στα 12 ν.μ. Επιτέλους αυτή η επέκταση έκανε το τολμηρό βήμα να διευρύνει μερικώς την αιγιαλίτιδα ζώνη μας, σπάζοντας τη στερεότυπη αντίληψη ότι μια μερική οριοθέτηση θα έχει ως αποτέλεσμα να ενισχύσει την τουρκική επιχειρηματολογία ότι το Αιγαίο αποτελεί ειδική περίπτωση που αποκλείει την επέκταση της εκεί αιγιαλίτιδας στα 12 ν.μ.

Αναφορικά με την Αλβανία, η Ελλάδα προχώρησε σε συμφωνία για την παραπομπή της διαφοράς για την οριοθέτηση των θαλασσών ζωνών στο Διεθνές Δικαστήριο, μετά από την απόρριψη από την Αλβανία της συμφωνίας για οριοθέτηση. Δυστυχώς, και ως τις στιγμές που γράφονται αυτές οι γραμμές, το ζήτημα παραμένει έωλο και δεν έχουμε καμιά ένδειξη προόδου στη σύναψη συνυποσχετικού παραπομπής.

Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα ότι το 2021 υπήρξε μια έντονη σε δραστηριότητες περίοδος της εξωτερικής μας πολιτικής, που, κυρίως, επεδίωξε να αντιμετωπίσει την τουρκική προκλητικότητα. Αν τα κατάφερε, ο χρόνος θα δείξει.


  • Ο Χρήστος Ροζάκης είναι πανεπιστημιακός και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών. Το άρθρο δημοσιεύεται στα Νέα