Το φάσμα ενός Brexit χωρίς συμφωνία επανέρχεται για να στοιχειώσει την ήδη γονατισμένη από την πανδημία βρετανική οικονομία, δημιουργώντας φόβους για ένα σοκ που θα αφήσει μακροχρόνια ίχνη στην ανάπτυξη και την απασχόληση.

Η προοπτική μίας εξόδου «άνευ συμφωνίας» μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου πλησιάζει την ώρα που οι διαπραγματεύσεις για την μελλοντική σχέση ανάμεσα στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο παραπαίουν. Η Ντάουνινγκ Στριτ έχει προειδοποιήσει ότι εάν δεν υπάρξει συμφωνία μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο θα εγκαταλείψει οριστικά την προσπάθεια.

Ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον, εκ των αρχιτεκτόνων του Brexit, δηλώνει ότι μία τέτοια απότομη και χωρίς δίχτυ έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ενωση θα ήταν μία «θετική εξέλιξη», που θα επέτρεπε στην χώρα «να ευημερήσει», διότι θα είχε «την ελευθερία να συνομολογήσει εμπορικές συμφωνίες με όλες τις χώρες του κόσμου».

Ομως, κατά την γνώμη πολλών οικονομολόγων, το σενάριο αυτό θα αποτελούσε «ένα νέο βαρύ πλήγμα για την βρετανική οικονομία…η οποία μόλις συνέρχεται από το μεγαλύτερο σοκ που μπορεί κανείς να θυμηθεί», δηλώνει ο Jonathan Portes, καθηγητής Οικονομίας στο King’s College του Λονδίνου.

Το κόστος ενός Brexit χωρίς συμφωνία «θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο από το κόστος του Covid-19», διότι θα επεκτείνεται σε μεγάλη χρονική περίοδο, προειδοποιεί ο Thomas Sampson , οικονομολόγος στο London School of Economics σε πρόσφατη μελέτη.

Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το Ηνωμένο Βασίλειο θα διέπονται από τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Αυτό θα συνοδευόταν από την επανεισαγωγή δασμών, ορισμένες φορές τιμωρητικής φύσης, κυρίως στα είδη διατροφής ή τα βιομηχανικά είδη, λίγους μήνες μετά το τέλος της κρατικής βοήθειας για την διατήρηση των θέσεων εργασίας η οποία χορηγήθηκε για την άμβλυνση των επιπτώσεων της πανδημίας στην βρετανική οικονομία και λήγει στο τέλος του Οκτωβρίου.

Η προηγούμενη βρετανική κυβέρνηση είχε μάλιστα καταλήξει στην εκτίμηση ότι ένα τέτοιο σενάριο θα αφαιρούσε από το βρετανικό ΑΕΠ σε 7,6 ποσοστιαίες μονάδες για μία περίοδο 15 ετών.

Σημάδι της ανησυχίας η υποχώρηση της στερλίνας τις τελευταίες ημέρες και η διατύπωση φόβων από την εργοδοτική ένωση CDI για το μέλλον μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, κυρίως μικρομεσαίων, οι οποίες δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν του διπλού σοκ.

«Μία συμφωνία θα έθετε τις βάσεις της οικονομικής ανάκαμψης μετά την πανδημία σε ολόκληρη την ήπειρο», σύμφωνα με τον Josh Hardie, εκ των επικεφαλής του CDI.

Ο βιομηχανικός τομέας στην πρώτη γραμμή

Αν και κλάδοι που έχουν βαριά πληγεί από την πανδημία, όπως ο κλάδος της εστίασης και των αερομεταφορών, εμφανίζονται σχετικά προστατευμένοι από το Brexit, η βιομηχανία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του κινδύνου, διότι εξαρτάται από την Ευρώπη για την τροφοδοσία της, αλλά και τις εξαγωγές της.

Η εταιρεία αεροναυπηγικής Airbus εξετάζει το ενδεχόμενο μείωσης των επενδύσεών της στην Βρετανία και οι μεγάλες ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες είναι υποψήφιες για αποχώρηση, γεγονός που θα προκαλέσει κλείσιμο εργοστασίων και απώλεια θέσεων εργασίας.

Η ιαπωνική Nissan επέλεξε, σύμφωνα με τους Financial Times, να μεταθέσει από τον Οκτώβριο για τον Απρίλιο την παραγωγή του νέου Qasqai στο Ηνωμένο Βασίλειο, για να έχει τον χρόνο να δει πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση.

Ακόμη και ο δισεκατομμυριούχος και ένθερμος υποστηρικτής του Brexit Jim Ratcliffe εγκατέλειψε την παραγωγή του δικού του 4Χ4 στο Ηνωμένο Βασίλειο και θα προτιμήσει ένα γαλλικό εργοστάσιο!

Από την πλευρά τους, σε περίπτωση Brexit άνευ συμφωνίας, οι βρετανοί καταναλωτές θα υποστούν αύξηση των τιμών στα σούπερ μάρκετ , αφού το Ηνωμένο βασίλειο εισάγει μεγάλο μέρος των ειδών διατροφής, όπως φρούτα, λαχανικά, ψάρια.

Οι συνέπειες στην βιομηχανία και τα νοικοκυριά «μπορεί να αυξήσει περαιτέρω τις κοινωνικές ανισότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο», προειδοποιεί ο Josh de Lyon, οικονομολόγος του LSE.

Παρά τους κινδύνους, η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον ποντάρει στο σχέδιό του «Global Britain» και στις διαπραγματεύσεις ελευθέρου εμπορίου με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και τον Καναδά, αν και σύμφωνα με τον Josh de Lyon, οι μελέτες δείχνουν ότι το κόστος του Brexit θα ξεπεράσει κατά πολύ τα οφέλη.

Το Λονδίνο ποντάρει επίσης στην εγκαθίδρυση ζωνών ελευθέρων συναλλαγών στα λιμάνια και στην επιστροφή του ελέγχου του Λονδίνου επί του ρυθμιστικού πλαισίου, γεγονός που ελπίζεται ότι θα προσελκύσει επενδυτές, κυρίως με βάση το πλεονέκτημα του πανίσχυρου χρηματοπιστωτικού του τομέα.

Απορρίπτοντας το φόβητρο της πλήρους απορρύθμισης, ο Jonathan Portes θεωρεί ότι «παρά το Brexit, το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνει μια ευημερούσα οικονομία με ευημερούντες τομείς, όπως ο χρηματοπιστωτικός, ο εκπαιδευτικός, ο δικαστικός, κλπ»«.

Κατά την γνώμη του, «το Brexit δεν θα είναι επωφελές, αλλά ούτε θα είναι και το τέλος του κόσμου».