Ο υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λευτέρης Αυγενάκης, κατά την ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής για το αθλητικό νομοσχέδιο, έθεσε ως προτεραιότητα την αναγέννηση του αθλητικού κινήματος, «με στόχο έναν αθλητισμό που θα παράγει άξιους και δυνατούς Έλληνες».

Παράλληλα, στάθηκε ιδιαίτερα στην ανάγκη ανανέωσης του διοικητικού προσωπικού των αθλητικών ομοσπονδιών, κάνοντας λόγο για «διοικητική αναζωογόνηση», η οποία θα τεθεί σε εφαρμογή αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο (όταν και είναι προγραμματισμένες οι αρχαιρεσίες των ομοσπονδιών). Μίλησε επίσης για υποκριτικές αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και εμπρηστικές δηλώσεις παραγόντων του αθλητισμού, ενώ τόνισε για ακόμη μία φορά ότι οι επίμαχες διατάξεις έχουν τύχει ευρείας αποδοχής από Ολυμπιονίκες και πρωταθλητές.

«Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις ότι θα λυθούν όλα μέσα σε μία ημέρα. Αλλά έχουμε ευθύνη απέναντι σε Ολυμπιονίκες και αθλητές, απέναντι σε κάθε υγιές κύτταρο της ελληνικής κοινωνίας, απέναντι στην πατρίδα μας. Τολμούμε να αντιμετωπίσουμε χρονίζοντα προβλήματα. Είναι ένα νομοθέτημα που έχει ανάγκη η χώρα μας, για τον αθλητισμό του σήμερα και του αύριο. Ο αθλητισμός αποτελεί συστατικό στοιχείο του πολιτισμού της Ελλάδας, αλλά έχει και μία ακόμη διάσταση, της οικονομικής βιομηχανίας. Διαμορφώνουμε μία ενιαία εθνική στρατηγική για τον αθλητισμό, με έμφαση στη διαφάνεια και στην εξάλειψη κάθε μορφής βίας», υπογράμμισε αρχικά, ενώ απαντώντας στην κριτική που δέχθηκε από την αντιπολίτευση για τις νομοτεχνικές βελτιώσεις που έφερε σήμερα, τις χαρακτήρισε προϊόν συνεργασίας και υπογράμμισε ότι δεν αλλοιώνουν τον κορμό καμίας διάταξης.

Αναφέρθηκε ακόμη στην έναρξη του νέου συστήματος αξιολόγησης των ομοσπονδιών με μετρήσιμα στοιχεία, τη θεσμική ενίσχυση του ΕΣΚΑΝ και του προγράμματος υιοθεσίας αθλητών υψηλού επιπέδου στο δρόμο για το Τόκιο. Μιλώντας για τον μαζικό αθλητισμό, επισήμανε ότι «… φέτος για πρώτη φορά τα προγράμματα άθλησης για όλους ξεκίνησαν στην ώρα τους», προσθέτοντας ότι πρόκειται για 500 προγράμματα, στα οποία απασχολούνται 1.200 πτυχιούχοι φυσικής αγωγής και συμμετέχουν πάνω από 100.000 συμπολίτες μας.

«Τα προβλήματα της βίας και των προσυνεννοημένων αγώνων χρονίζουν, γιατί μέχρι τώρα δεν υπήρξε η πολιτική βούληση και το θάρρος για να αντιμετωπιστούν. Εμείς αναλαμβάνουμε το πολιτικό κόστος. Με το παρόν νομοσχέδιο κάνουμε το πρώτο βήμα. Στόχος μας είναι ο αθλητισμός να είναι γιορτή όπου θα συμμετέχουν όλοι», επισήμανε, πριν μπει στην κατ’ άρθρο ανάλυση του νομοσχεδίου.

Για την κύρωση της σύμβασης Macolin, τόνισε μεταξύ άλλων: «Το πρόβλημα των προσυνεννοημένων αγώνων, που εστιάζεται στο ποδόσφαιρο, είναι υπαρκτό και είμαστε αποφασισμένοι να το αντιμετωπίσουμε. Έχουμε προχωρήσει σε συγκρότηση συμβουλευτικής επιτροπής με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων φορέων. Η χειραγώγηση αγώνων αποτελεί πρόκληση για το κράτος δικαίου και απειλή για το μέλλον του αθλητισμού».

Η πρόληψη και η αντιμετώπιση της βίας είναι κορυφαία προτεραιότητα της κυβέρνησης, τόνισε ακόμη και συνέχισε: «Είμαστε αποφασισμένοι να παραδώσουμε τα γήπεδα σε αυτούς που αγαπάνε τον αθλητισμό. Είμαστε υπέρ της λειτουργίας λεσχών φιλάθλων, που όμως θα λειτουργούν νόμιμα και με κανόνες. Προετοιμάζουμε σχετική διάταξη, σε συνεργασία με τις μεγάλες ΠΑΕ». Παράλληλα, εκτίμησε ότι αυτή η πολιτική αρχίζει ήδη να φέρνει αποτελέσματα, κάνοντας αναφορά στα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Super League για την αύξηση των εισιτηρίων στο φετινό πρωτάθλημα.

Για την αναστολή των διατάξεων περί εκλογικού συστήματος στις ομοσπονδίες, επανέλαβε ότι γίνεται για να μην υποχρεωθούν ομοσπονδίες και σωματεία σε άμεσα αλλαγές καταστατικών και προανήγγειλε συνολική ρύθμιση με τον βελτιωμένο αθλητικό νόμο, η διαβούλευση επί του οποίου θα αρχίσει αμέσως μετά την ψήφιση του παρόντος νομοσχεδίου.

Έκανε λόγο για αξιοποίηση των αθλητικών εγκαταστάσεων με διαφάνεια, όρους και ασφαλιστικές δικλείδες, επισημαίνοντας ότι η περίπτωση του κλειστού των Άνω Λιοσίων, για το οποίο ενδιαφέρεται η ΚΑΕ ΑΕΚ, θα λειτουργήσει πιλοτικά για ανάλογες περιπτώσεις.

«Έχουμε πάνω από 100 αναξιοποίητους Ολυμπιονίκες. Τους δίνουμε τη δυνατότητα να αποσπαστούν σε μας. Τους θέλουμε δίπλα μας, συνεργάτες μας, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια», ανέφερε επίσης.

Για το φλέγον ζήτημα των θητειών και των ορίων ηλικίας στα διοικητικά συμβούλια των ομοσπονδιών, επισήμανε: «Είναι ώρα να τελειώσει αυτή η υποκρισία, πάνω σε ένα ζήτημα που έπρεπε να έχει λυθεί εδώ και πολλά χρόνια τώρα». Έκανε λόγο για ανάγκη διοικητικής ανανέωσης, ενώ έκανε λόγο για «…άστοχες και εμπρηστικές δηλώσεις αθλητικών παραγόντων που χάνουν προνόμια, αλλά και κύμα στήριξης από Ολυμπιονίκες και πρωταθλητές».

Μάλιστα, έκανε ειδική αναφορά στην Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης, τονίζοντας ότι προβλέπει όριο ηλικίας (70 έτη) για τους σημειωτές, τους χρονομέτρες και τους παρατηρητές αγώνων, αλλά απορρίπτει την αντίστοιχη ρύθμιση για τον πρόεδρο και τα μέλη του ΔΣ.

«Ποια αυτορρύθμιση έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια; Τι έχετε να απαντήσετε στους πρωταθλητές και Ολυμπιονίκες που μιλούν για κατάπτυστες εκλογικές διαδικασίες», αναρωτήθηκε και κατέληξε: «Θέλουμε να δώσουμε χώρο στους νέους ανθρώπους, οξυγόνο στη δομή των ομοσπονδιών, θέλουμε νέες ιδέες».

Η ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης παρενέβη ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης, Κυριάκος Βελόπουλος, ο οποίος κατηγόρησε την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, για «ιδιαίτερες σχέσεις με τον κ. Μαρινάκη». «Έναν διαιτητή, τον κ. Τζήλο, τον έκαναν μαύρο στο ξύλο, κανείς δεν τιμωρήθηκε, και έρχεστε εσείς και μιλάτε για βία. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν έκαναν τίποτα για να τιμωρηθούν οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί», υπογράμμισε μεταξύ άλλων, ο οποίος δήλωσε αντίθετος με την περαιτέρω εμπλοκή της αστυνομίας στην αντιμετώπιση της αθλητικής βίας. Αναφερόμενος στο άρθρο για την παραχώρηση χρήσης Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων σε Αθλητικές Ανώνυμες Εταιρείες, επισήμανε: «Όλες οι κυβερνήσεις από το 2004 και μετά αφήσατε τις Ολυμπιακές Εγκαταστάσεις να καταστρέφονται και έρχεστε σήμερα να τις νοικιάσετε. Κανείς δεν απολογήθηκε πού πήγαν τα λεφτά των Ολυμπιακών Αγώνων».

Για «οπισθοδρομικό και φωτογραφικό νομοσχέδιο», έκανε λόγο ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Μπουρνούς, προσθέτοντας ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα υπερασπιστεί μέχρι κεραίας τις δημοκρατικές κατακτήσεις του νόμου Βασιλειάδη. «Δίνετε παράταση ζωής στα σωματεία-σφραγίδες. Η πρώτη κυβέρνηση που θεσμοθέτησε θητείες ήμασταν εμείς. Φέρνετε διάταξη με αναδρομική ισχύ -την οποία πήρατε πίσω- βάλατε και όρια ηλικίας», ανέφερε μεταξύ άλλων.

Το Κίνημα Αλλαγής τάσσεται επί της αρχής υπέρ του νομοσχεδίου, όμως ο ειδικός αγορητής, Δημήτρης Κωνσταντόπουλος, τόνισε ότι το κόμμα του λέει «ναι στις θητείες, αλλά χωρίς αναδρομικότητα και χωρίς ηλικιακό ρατσισμό». Χαρακτήρισε απαραίτητη την εναλλαγή προσώπων στη διοίκηση των ομοσπονδιών, ζήτησε όμως και αυτός να μπει «φρένο» στα σωματεία-σφραγίδες και η συμμετοχή στις αρχαιρεσίες να γίνεται με αυτοπρόσωπη παρουσία και όχι με εξουσιοδοτήσεις. «Στόχος μας πρέπει να είναι να επιστρέψει η οικογένεια στο γήπεδο», ανέφερε ο κ. Κωνσταντόπουλος, αναφορικά με τα φαινόμενα βίας και διαφθοράς.

Τη θέση του ΚΚΕ ότι κανένα αθλητικό νομοσχέδιο δεν προωθεί το μαζικό λαϊκό αθλητισμό, επανέλαβε ο Μανώλης Συντυχάκης. «Βία και διαφθορά θα υπάρχουν όσο υπάρχει εμπορευματοποιημένος αθλητισμός», υπογράμμισε ο εισηγητής του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο οποίος μίλησε επίσης για καταστρατήγηση κάθε έννοιας προσωπικών δεδομένων, με τις διατάξεις αντιμετώπισης της βίας. Σε ό,τι αφορά τις θητείες και τα όρια ηλικίας, ο κ. Συντυχάκης τα χαρακτήρισε «ωμή παρέμβαση στο αυτοδιοίκητο των ομοσπονδιών», ενώ για το νέο καταστατικό της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, υποστήριξε ότι παραχωρεί την κινητή και ακίνητη περιουσία της ΕΟΕ σε ιδιωτικά συμφέροντα.

Η εισηγήτρια του ΜέΡΑ 25, Σοφία Σακοράφα, απέρριψε εξ ολοκλήρου το νομοσχέδιο, κάνοντας λόγο για «έφοδο των φοβικών» και «αναχρονιστικές αντιλήψεις», τονίζοντας ότι θέματα όπως ο αριθμός θητειών και τα όρια ηλικίας θα πρέπει να αποφασίζονται αποκλειστικά από τις ίδιες τις ομοσπονδίες. «Το πιο επείγον και αναγκαίο μέτρο για την αντιμετώπιση της βίας στον αθλητισμό, είναι να έχει ο λαός τη δυνατότητα να αθληθεί και να αγαπήσει ξανά τον αθλητισμό, να ξαναγίνει φίλαθλος με την ουσιαστική έννοια της λέξης», κατέληξε.