46 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την πρώτη τουρκική εισβολή, που οδήγησε στη διχοτόμηση της Μεγαλονήσου.

Η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε την αυγή της 20ης Ιουλίου 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν. Η ελληνική πλευρά πιάστηκε στον ύπνο και η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για «ειρηνική επέμβαση», με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974).

Τα τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις ανενόχλητα στην περιοχή Πέντε Μίλι, οκτώ χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, λίγο μετά τις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου. Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, συνεχώς και κατά κύματα κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.

Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήταν ανεξήγητα αργοπορημένη. Παρ’ ότι το ελληνικό Πεντάγωνο γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, θεωρούσε ότι μπλοφάρουν. Μόλις στις 8:40 το πρωί δόθηκε επισήμως από την Αθήνα η εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο (το ΕΙΡΤ εν προκειμένω), μετέδωσε την είδηση γύρω στις 11 το πρωί. Η καθυστερημένη κινητοποίηση έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους εισβολείς να παγιώσουν τις θέσεις τους και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα από το Πέντε Μίλι της Κερύνειας προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη σύνδεσή του με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.

Τούρκοι αλεξιπτωτιστές

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, όταν κινητοποιήθηκαν άρχισαν να πολεμούν με ηρωική αυτοθυσία, χωρίς μάλιστα να διαθέτουν αεροπορική κάλυψη και σύγχρονο οπλισμό. Αριθμούσαν γύρω στους 12.000 άνδρες (ελληνοκύπριους και ελλαδίτες), υπό τη διοίκηση του ταξιάρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, που είχε το γενικό πρόσταγμα στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Στο μεταξύ, άρχισε να κινητοποιείται και ο ελληνοκυπριακός ανδρικός πληθυσμός και να μετέχει στον άνισο αγώνα με ό,τι διέθετε ο καθένας, πυροβολώντας από τις στέγες των σπιτιών του κατά των εισβολέων αλεξιπτωτιστών.
Στην Αθήνα, η κυβέρνηση αιφνιδιασμένη από την εξέλιξη των γεγονότων αρχίζει να παρουσιάζει εικόνα διάλυσης. Κηρύσσει γενική επιστράτευση, η οποία εξελίσσεται σε φιάσκο, δείχνοντας την τραγική κατάσταση που βρισκόταν ο Ελληνικός Στρατός. Και να σκεφθεί κανείς ότι την Ελλάδα κυβερνούσαν οι στρατιωτικοί και ο Στρατός αν μη τι άλλο θα έπρεπε να βρισκόταν σε υψηλό επιχειρησιακό επίπεδο.

Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο, που βρίσκεται και πάλι στην Αθήνα ως εντολοδόχος του Κίσινγκερ, συναντάται στο Πεντάγωνο με το αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Μπονάνο. Ο παριστάμενος Δημήτριος Ιωαννίδης σε οργίλος ύφος απευθύνεται προς τον Σίσκο «Μας εξαπατήσατε… Ημείς θα κηρύξωμεν πόλεμον!» και αποχωρεί από τη σύσκεψη. Έκτοτε, τα ίχνη του αόρατου δικτάτορα χάνονται. Ο Σίσκο στη διάρκεια της ημέρας μάταια αναζητεί αρμόδιο για συνομιλίες.

Αργά το βράδυ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εκδίδει το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμα, με το οποίο καλεί σε κατάπαυση του πυρός και σε αποχώρηση από την Κύπρο του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού». Παρά την ομόφωνη έγκρισή του, αγνοείται από την Τουρκία, η οποία έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων επείγεται να εφαρμόσει πλήρως τα σχέδια της. Γενικά, η διεθνής αντίδραση κατά του «Αττίλα» είναι χλιαρή.

Τουρκική απόβαση

Την επομένη, 21 Ιουλίου, οι μάχες στην Κύπρο συνεχίζονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο είναι να αποκόψουν τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας από το προγεφύρωμα της Κερύνειας. Οι Έλληνες στρατηγοί απορρίπτουν εισήγηση για επέμβαση στην Κύπρο, προβλέποντας αποτυχία του σχετικού εγχειρήματος. Δύο ελληνικά υποβρύχια που πλέουν προς την Κερύνεια διατάσσονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Οι Τούρκοι εισβολείς, παρά την αριθμητική τους υπεροχή και την ποιοτική υπεροχή του οπλισμούς τους, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Μάλιστα, από ασυνεννοησία η τουρκική αεροπορία βυθίζει το αντιτορπιλικό Κοτσατεπέ (D-354), το οποίο εξέλαβε για ελληνικό πλοίο και προκαλεί ζημιές σε άλλα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.

Την ίδια μέρα, σημειώνεται δραστηριοποίηση του αμερικανικού παράγοντα για την επίτευξη ανακωχής. Ο Σίσκο, που πηγαινοέρχεται μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, δεν βρίσκει κάποιον αρμόδιο στην Αθήνα να διαπραγματευτεί, καθώς όλοι οι αρμόδιοι έχουν εξαφανιστεί. Την ευθύνη αναλαμβάνει τελικά ο αρχηγός του Ναυτικού, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κίσινγκερ συμφωνεί η ανακωχή να ισχύσει από τις 4 το απόγευμα της 22ης Ιουλίου.

Στις 2 το πρωί της 22ας Ιουλίου, 12 ελληνικά μεταγωγικά τύπου Νοράτλας, που μετέφεραν καταδρομείς στο νησί, βάλλονται, κατά λάθος, από φίλια πυρά πλησίον του αεροδρομίου της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να καταρριφθεί (4 μέλη του πληρώματος και 27 καταδρομείς έχασαν τη ζωή τους), ενώ άλλα δύο να πάθουν σοβαρές ζημιές. Την ίδια ημέρα, οι Τούρκοι εισβολείς εντείνουν τις επιχειρήσεις τους. Αποβιβάζουν άρματα μάχης και το μεσημέρι καταλαμβάνουν την πόλη της Κερύνειας.

Στις 4 το απόγευμα αρχίζει να τηρείται η ανακωχή κατά τα συμφωνηθέντα, η οποία όμως θα παραβιασθεί αρκετές φορές από τους εισβολείς. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο, οι Τούρκοι ελέγχουν το 3% του Κυπριακού εδάφους, έχοντας δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα, που συνδέει την Κερύνεια με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.

Η ιστορία του Χακκί

«Δεν υπάρχουν Ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι. Υπάρχουν Κυπραίοι. Κυπραίοι που ελληνικά και Κυπραίοι που μιλούν τουρκικά» έλεγε πάντα ο Χακκί. Ο Χακκί ήταν τουρκοκύπριος δικηγόρος που είχε κάθε λόγο να μισεί το Κυπραίους που μιλούν ελληνικά, αλλά είχε επιλέξει να αγαπά του Κυπραίους χωρίς να κάνει διακρίσεις και να ζητά επανένωση χωρίς διακρίσεις και αστερίσκους. «Η κουλτούρα μας είναι ίδια, τα φαγητά μας είναι ίδια, κλαίμε και γελάμε με τα ίδια πράγματα», έλεγε πάντα. Ο Χακκί γεννήθηκε στο Μόρφου (σήμερα Γκιουζέλγιουρτ) κάπου στη δεκαετία του ’50. Τη δεκαετία της Εθνικής Οργάνωση Κύπριων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) και της τουρκικής οργάνωσης Αντίστασης (ΤΜΤ). Ως παιδί έζησε τις μάχες και τις εκκαθαρίσεις με τον χειρότερο τρόπο. Έγινε πρόσφυγας πριν το 1974 και επέστρεψε στο σπίτι του κάτω από καθεστώς κατοχής το 1974. « Ήταν καλοκαίρι του 1958. Ο αδελφός της μάνας μου σπούδαζε γιατρός στην Άγκυρα. Η γιαγιά μου τότε ήταν άρρωστη πολλά. Ο θείος μου ήθελα να δει τη μάνα του. Οι παππούδες μου όμως φοβόντουσαν τους σκοτωμούς και τις ταραχές που είχαν αρχίσει, τις δολοφονίες των τουρκοκυπρίων, και του έγραψαν να μην έρθει». Κάπου εκεί τα μάτια του Χακκί κοκκίνισαν. Μία παύση και λίγο νερό, να πνιγεί ένας λυγμός.  «Στου Μόρφου όμως δεν είχε φασαρίες. Άλλωστε δεν είχε κάνει κάτι για να φοβάται. Δεν είχε σχέσεις με την ΤΜΤ. Έτσι ήρθε στην Κύπρο. Αλλά…» Την ιστορία συνεχίζει ο παππούς μου ο Αντρικκής, που καθόταν μαζί μας λέγοντας «ο θείος του έφτασε στη Μόρφου να δει τη μάνα του. Μαθεύτηκε. Το επόμενο πρωί ήρθε στον καφενέ. Μαζί μας καθότανε. Καλοκαίρι ήτανε. Καθόμασταν έξω. Πέρασε ένα αυτοκίνητο με μασκοφόρους και όπλα. Ξαφνικά τον είδαμε να γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και να τρέχει αίμα από το μέτωπό του. Το «έγκλημά» του ήταν ότι σπούδαζε στην Τουρκία. Ήταν περίπου 22 χρονών. Οι δράστες ήταν ελληνοκύπριοι  «πατριώτες». Ο Αντρικκής εκεί, κοίταξε κάπου μακριά στην αγορά της Μόρφου και του έπιασε το χέρι. Ήταν η πιο σκληρή σιωπή που θυμάμαι. Ο Χακκί δεν πολέμησε για την Τουρκία το 1974. Γύρισε στη Μόρφου μετά την εισβολή. Και πάντα μιλούσε για τη λύση που «θα μας επιτρέψει να ζήσουμε ούλοι μαζί», ζητώντας συγγνώμη για τα ελληνικά του που είχε ξεχάσει αφού απαγορεύονταν να μιλάνε για πολλά χρόνια. «Ξέρεις πόσοι γέροι τουρκοκύπριοι δεν ξαναμίλησαν ποτέ μετά το 1974, γιατί δεν ήξεραν τούρκικα και φοβόντουσαν τα πρόστιμα; Ο Χακκί έφυγε 10 χρόνια πριν περιμένοντας τη λύση…

Η ιστορία του Αντρικκή

«Ο Αντρικκής μου, ο άνθρωπος τις μνήμες του οποίου κουβαλάω στην ψυχή μου, έφυγε από τη Μόρφου μία ημέρα πριν από τον δεύτερο Αττίλα.Τις ημέρες του Αυγούστου. Μας ειδοποίησαν ότι και η αστυνομία εγκαταλείπει την Μόρφου. Και ότι έπρεπε να φύγουμε. Ε, τι να κάναμε; μου έλεγε και πάντα αισθανόμουν ότι μετάνιωνε για κάτι. «Φύγαμε με τα ρούχα που φορούσαμε. Με τα σορτς και τις παντόφλες. Και 10 λίρες στην τσέπη. Η μαμά σου στην Αθήνα, ο θείος σου φαντάρος…» τότε η διήγηση σταματούσε. «Ας όψονται τζείνοι που τα εκάμασι» συνήθιζε να λέει με μίαν ευχή σε κάθε γιορτή και κάθε τραπέζι, «και του χρόνου σπίτι μας, μωρό μου». Το σπίτι του Αντρικκή μου το έδωσαν σε οπαδό του καθεστώτος. Όταν πήγαμε μαζί δεν θέλησε να ανέβει. Τα μάτια του δάκρυσαν ξανά στην πόρτα του συνεταιρισμού που διηύθυνε και ήταν το γραφείο του. Όλη του η ζωή. Το μόνο που πήρε από την Μόρφου ήταν ένα λουλούδι και δύο πορτοκάλι από τις πορτοκαλιές του. Τα κρατούσε στα χέρια του όλη την ημέρα. Και δεν ήρθε μαζί μας ποτέ ξανά στη Μόρφου… Έφυγε κι αυτός,περιμένοντας τη λύση…

Η ιστορία της Αγαθούλας και της Ντενίζ

Η Αγαθούλα είναι και αυτή από την Μόρφου. Σήμερα 69 χρονών, έχει δισέγγονα και ζει πρόσφυγας στη Λεμεσό. Όταν άνοιξε η πόρτα του σπιτιού της στην Μόρφου, ήταν σαν να κάνεις ταξίδι στον χρόνο. Ήταν όλα στη θέση τους. Εκεί όπου τα άφησε. Η φωτογραφία του γάμου της στο σύνθετο, τα τραπεζομάντηλα, η αγαπημένη της πολυθρόνα.

«Εγώ είμαι εδώ φιλοξενούμενη.  Μένω εδώ μέχρι να με αφήσουν να γυρίσω στο σπίτι μου, στην Πάφο, λέει η κυρία Ντενίζ και η Αγαθούλα πάει στην κουζίνα να φτιάξει καφέ σαν να μην πέρασε μία ημέρα…

 

Η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ

Συμπληρώνονται φέτος 46 χρόνια από την παράνομη και βάναυση τουρκική εισβολή στην Κύπρο, που άφησε πίσω της χιλιάδες νεκρούς και αγνοούμενους. Η φετινή μαύρη επέτειος έρχεται σε μια συγκυρία όπου η τουρκική κυβέρνηση κλιμακώνει την επιθετικότητά της στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής και Κεντρικής Μεσογείου. Ειδικά για την Κύπρο, η στρατηγική αυτή εκφράζεται με τις συνεχιζόμενες παράνομες τουρκικές ενέργειες στην κυπριακή ΑΟΖ.

Διδασκόμενη από τα μαθήματα της ιστορίας, η διεθνής κοινότητα και ειδικότερα η ΕΕ, πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της για να τερματιστεί η τουρκική επιθετικότητα και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για διάλογο.

Στεκόμαστε αλληλέγγυοι στον Κυπριακό λαό, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Στηρίζουμε την προσπάθεια για επανέναρξη των συνομιλιών στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ και του πλαισίου Γκουτέρες, για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στο πλαίσιο μιας διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας.