Η Credit Suisse Group AG δεν συνωμότησε με τις μεγαλύτερες τράπεζες παγκοσμίως προκειμένου να επηρεάσει τις τιμές στην αγορά συναλλάγματος μεταξύ του 2007 και του 2013 αποφάνθηκε ένα σώμα ενόρκων στο Μανχάταν.

Έτσι η τράπεζα κέρδισε μία νίκη, καθώς εργάζεται για την ανασυγκρότησή της, προκειμένου να αφήσει πίσω της μια σειρά σκανδάλων.

Η υπόθεση αυτή έχει σημείο αναφοράς μία προσπάθεια χειραγώγησης της αγοράς συναλλάγματος, η οποία προκάλεσε τη διεξαγωγή μιας σειράς ερευνών σχετικά με τους κανόνες που διέπουν την ίδια αγορά, με συνέπεια την επιβολή προστίμων μεγαλύτερων των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων (10,23 δισεκατομμύρια ευρώ) σε αρκετές τράπεζες.

Ένας εκπρόσωπος της Credit Suisse δήλωσε ότι η τράπεζα “είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένη για το γεγονός ότι οι ένορκοι συμφώνησαν με τα επιχειρήματά της ώστε η υπόθεση του ενάγοντος να μην έχει καμία αξία”.

Η Credit Suisse ήταν η τελευταία τράπεζα που είχε ανοιχτή δικαστική διαμάχη με τους επενδυτές ξένου συναλλάγματος το 2013, ενώ άλλες 15 τράπεζες επέτυχαν να συμβιβαστούν στο πλαίσιο συμφωνιών οικονομικού ύψους 2,31 δισεκατομμυρίων δολαρίων (2,36 δισεκατομμυρίων ευρώ). Οι επενδυτές κατηγόρησαν την τράπεζα ότι το προσωπικό της μοιράστηκε μυστικές πληροφορίες σχετικά με την πορεία των τιμών με άλλους παίκτες της αγοράς, καθώς και άλλες τράπεζες.

Στη διάρκεια της δίκης που άρχισε στις 11 Οκτωβρίου σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στο Μανχάταν, οι ένορκοι άκουσαν καταθέσεις σχετικά με την παραδοχή της ενοχής τους από 5 τράπεζες το 2015 για συνωμοσίες που σχετίστηκαν με το σπάσιμο του ανταγωνισμού στην αγορά συναλλάγματος, ενώ είδαν αντίγραφα σημειώσεων από τις αίθουσες επικοινωνίας της Suisse που έφεραν τον χαρακτηρισμό “Το Καρτέλ”, με τους επενδυτές να υποστηρίζουν ότι το προσωπικό της τράπεζας είχε εμπλακεί σε συνωμοσία.