«Η εξορία μοιάζει με φυλακή» και μπορεί τα «μετα-τραυματικά σύνδρομα της φυλακής να υποχωρούν με την πάροδο του χρόνου», αλλά «το τραύμα της εξορίας, ορισμένες φορές γίνεται πολύ βαρύ».

Η συγγραφέας, δημοσιογράφος και ακτιβίστρια Ασλί Ερντογάν τα δοκίμασε -ή μάλλον εξαναγκάστηκε να το κάνει- και τα δύο· και τη φυλακή και την εξορία. Και το «τραύμα» και από τα δύο είναι …εμφανές -στη σχεδόν ασκητική μορφή της, στο απέραντο γαλάζιο των ματιών της που σκληραίνει όταν μιλά για την κατάσταση στη σημερινή Τουρκία, στα παραπάνω λόγια της. Αλλά και σε πολλά άλλες πτυχές της πολυκύμαντης ζωής της, όπως την αφηγήθηκε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στο περιθώριο της 16ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, όπου ήρθε προσκεκλημένη των εκδόσεων «Ποταμός», από τις οποίες κυκλοφορούν και τα βιβλία της.

Γεννημένη το 1967, στην Κωνσταντινούπολη, με σπουδές στις θετικές επιστήμες, τις οποίες εγκατέλειψε για χάρη της γραφής, η Ασλί Ερντογάν θεωρείται διεθνώς ως η φωνή της «αιχμάλωτης» Τουρκίας. Τα βιβλία της είναι απαγορευμένα στη χώρα της, ενώ μετά τη φυλάκισή της το 2016 και τις διώξεις από το καθεστώς Ερντογάν, με τον οποίο το μόνο …κοινό είναι το επίθετο -«σαν να λέμε Παπαδόπουλος στην Ελλάδα», λέει χαρακτηριστικά- ζει εξόριστη στη Φρανκφούρτη.

«Η εξορία είναι πολύ διαφορετική από το να είσαι μετανάστης, για παράδειγμα. Η εξορία μοιάζει με φυλακή. Είναι δύσκολο να κατανοήσεις γιατί πονάει τόσο. Ώσπου να σου συμβεί… Είσαι ελεύθερος να πας παντού στον κόσμο, εκτός από ένα μικρό μέρος αυτού. Κι αίφνης ο κόσμος συρρικνώνεται και μοιάζει με φυλακή», λέει η Ασλί Ερντογάν, η οποία φυλακίστηκε με την κατηγορία της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση και της υπονόμευσης της εθνικής ενότητας, ύστερα από τέσσερις μήνες κράτησης αποφυλακίστηκε, υπό όρους, ενώ η δίκη της εκκρεμεί.

«Συνάντησα μια γυναίκα, Κούρδισσα δικηγόρο, η οποία κατέφυγε στην Αυστρία, ενόσω εκκρεμούσε η δίκη της. Τελικά αθωώθηκε και κατόπιν αυτού, κοιτάζοντας γύρω της, ανακάλυψε την ομορφιά της Βιέννης, την οποία δεν είχε παρατηρήσει πριν· εν τέλει ήθελε να μείνει εκεί. Πριν, όταν επιθυμούσε διακαώς να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, η Βιέννη ήταν γι’ αυτήν μια φυλακή», εξηγεί η Τουρκάλα συγγραφέας, η οποία ζει κι αυτή έτσι, σήμερα, ως εξόριστη…

«Αισθάνομαι ή μάλλον συμπεριφέρομαι κατά τον ίδιο τρόπο σε σχέση με τη Φρανκφούρτη, όπου ζω. Αρνούμαι να μάθω γερμανικά, αρνούμαι να μάθω την επόμενη στάση λεωφορείου από εκεί που μένω, αρνούμαι να επισκεφθώ μουσεία. Πάντα, με τη σκέψη ότι σε μια – δυο εβδομάδες πάλι θα επιστρέψω… Όλοι οι εξόριστοι έχουν τα ίδια συμπτώματα. Μένουν πέντε χρόνια σε μια πόλη και αρνούνται να μάθουν οτιδήποτε σε σχέση με αυτήν. Αρνούνται ακόμα και να ψωνίσουν ρούχα, με τη σκέψη ότι θα επιστρέψουν. Οι περισσότεροι φοράμε ρούχα που φέραμε μαζί μας από την Τουρκία. Ξεγελάς τον εαυτό σου ότι θα επιστρέψεις…», λέει χαρακτηριστικά.

Το «τραύμα» της εξορίας δεν είναι το μόνο που χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή της. Είχε προηγηθεί αυτό της φυλακής, ως ένα άλλο είδος σκοτεινού προπομπού… «Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι διατήρησα την εσωτερική μου ειρήνη. Θα ήταν ψέμα αν δεν παραδεχόμουν πως με τραυμάτισε αυτή η εμπειρία. Με τραυμάτισε πάρα πάρα πολύ. Όταν βγήκα από τη φυλακή ήμουν σχεδόν αγνώριστη. Οι γύρω μου δεν μου το έλεγαν ανοιχτά, αλλά είδα κάποια βίντεο το επόμενο διάστημα κι εγώ η ίδια είχα πρόβλημα να αναγνωρίσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Ήμουν σε πολύ κακή κατάσταση και νομίζω πως δεν έχω ακόμα επανέλθει πλήρως στην πρότερη κατάσταση. Τα μετα-τραυματικά σύνδρομα της φυλακής υποχωρούν με την πάροδο του χρόνου, αλλά τώρα θα πρέπει να αντιμετωπίσω ένα άλλο τραύμα, που είναι η εξορία. Ορισμένες φορές γίνεται πολύ βαρύ. Ιδιαίτερα στην ηλικία μου… δεν είμαι πια τόσο νέα και πολλοί άνθρωποι που γνωρίζω παραμένουν φυλακισμένοι».

Η εξορία είναι, για την Ασλί Ερντογάν, ανοιχτή πληγή που αιμορραγεί, αλλά θα επέστρεφε ποτέ στην Τουρκία και σε ποια Τουρκία θα ήθελε να επιστρέψει; «Δεν μπορώ να επιστρέψω, γιατί δεν έχει ολοκληρωθεί η εκδίκαση της υπόθεσής μου. Νομίζω ότι το κάνουν επίτηδες, καθώς όλες οι υποθέσεις, ακόμα κι αυτές που ξεκίνησαν μετά τη δική μου, έχουν τελειώσει… Θα ήταν αυτοκτονικό, αν επέστρεφα χωρίς να υπάρξει δικαστική απόφαση», λέει σε μια αυθόρμητη πρώτη τοποθέτηση και μετά αρχίζει να «σκαλίζει» πιο βαθιά, προσπαθώντας να φτάσει στις «ρίζες» της πατρίδας.

«Δεν υπάρχει μια μόνιμη απάντηση στο ερώτημα τι είναι πραγματικά πατρίδα. Η πατρίδα είναι κατά μια έννοια φανταστική. Φτιάχνεις την πατρίδα σου με ό,τι σου δίνεται, αλλά και είναι κάτι βαθιά ριζωμένο μέσα σου. Αλλάζει μέρα με τη μέρα, με την ηλικία, το τι είναι πατρίδα. Πάντα υπάρχει κάτι που σου λείπει. Ακόμα και για ανθρώπους σαν εμένα, που πέρασαν πάνω από μια δεκαετία της ενήλικης ζωής τους στο εξωτερικό», τονίζει και δηλώνει την απέχθειά της σε «κάθε μορφή εθνικισμού και όλα τα συναφή».

Παραδέχεται, ωστόσο, πως «υπάρχουν πολλά πράγματα» που της λείπουν και λέει πως στην Ελλάδα αισθάνεται σχεδόν κατά 65% ότι βρίσκεται στην Τουρκία! «Μου αρέσει και η Ιταλία. Ακόμα και η Μάλτα. Όπου υπάρχει ήλιος και θάλασσα και μπορώ να κάθομαι έξω και να το απολαμβάνω είναι σαν να είμαι στην Τουρκία», σημειώνει και το βλέμμα της φωτίζεται στη λέξη «ήλιος».

Ηρωίδα, προδότρια ή «απλώς συγγραφέας»;

Στο εξωτερικό αντιμετωπίζεται ως σύμβολο ενάντια στον αυταρχισμό αλλά στη χώρα της, την Τουρκία, έχει έρθει αντιμέτωπη (και) με εκ διαμέτρου αντίθετες κριτικές. «Και η ίδια η Τουρκία με έχει απορρίψει. Όχι μόνο το πολιτικό σύστημα, αλλά και ένα μέρος της κοινωνίας που μου καταλογίζει προδοσία. Έχω έρθει αντιμέτωπη και με αυτού του είδους τις συμπεριφορές στον δρόμο. Για κάποιους είμαι προδότρια…», αναφέρει η συγγραφέας του «Μήτε κι η σιωπή είναι δική σου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ποταμός», όπως επίσης η «Κοκκινοσκουφίτσα Πόλη» και η συλλογή διηγημάτων «Ο θαυμαστός μανδαρίνος», σε μετάφραση της Ανθής Καρρά.

«Δεν νομίζω ότι μου αξίζει κανένα από τα δύο (σ.σ. ηρωίδα ή προδότρια», επισημαίνει, εξηγώντας πως είναι «…απλώς συγγραφέας», όπως χαρακτηριστικά λέει: «Όχι με κεφαλαίο σίγμα, αλλά είμαι συγγραφέας και προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου. Αυτό είναι το μόνο μου ταλέντο, το μόνο που δίνει νόημα στη ζωή μου. Δεν είμαι καμία μεγάλη πολιτική μαχήτρια ή ακτιβίστρια, ιδιαίτερα για τα τουρκικά στάνταρτ, που πολλοί άνθρωποι έδωσαν μεγάλες μάχες και πλήρωσαν πολύ βαρύ τίμημα. Σχεδόν ντρέπομαι που μου έχει δοθεί αυτός ο τίτλος. Για παράδειγμα, για μένα πολιτικός ήρωας είναι ο Σελαχατίν Ντερμιτάς και αρκετοί άλλοι που σχεδόν άλλαξαν την Τουρκία και σήμερα, είτε έχουν διαφύγει στο εξωτερικό, είτε είναι στη φυλακή».

Ζώντας εξόριστη στην Ευρώπη, έχει την ευκαιρία να αφουγκράζεται τον κόσμο και απ’ αυτή την όσμωση, αυτό που, όπως λέει, έχει κατανοήσει, είναι ότι «στην Ευρώπη, οι άνθρωποι στον δρόμο είναι αυτοί που “ακούγονται” περισσότερο σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στην Τουρκία απ’ ό,τι οι ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις»…

«Έχω ζήσει δύο χούντες. Ακόμη και οι χούντες δεν ήταν όπως σήμερα…»

Το πρόσωπό της σκληραίνει και οι συχνότητες στη φωνή της πιάνουν «κόκκινο», όταν η συζήτηση φτάνει στη σημερινή κατάσταση στην Τουρκία. «Έχω ζήσει δύο χούντες και οι χούντες δεν ήταν έτσι. Κανείς δεν έμενε περισσότερα από δέκα χρόνια στη φυλακή, ακόμα και κατά την περίοδο της χούντας… υπήρχαν βασανιστήρια και κρεμάλες, αλλά αυτού του είδους οι αστρονομικές ποινές, 15 χρόνια, 30 – 40 χρόνια, ακόμα και ισόβια… Επέβαλαν ισόβια σε περισσότερους από 2000 ανθρώπους μέσα σ’ έναν μόλις χρόνο, για πολιτικούς λόγους», λέει και μιλάει για «πλήρη κατάρρευση της Δημοκρατίας».

«Δεν ήταν ποτέ πραγματική δημοκρατία, αλλά υπήρχαν κάποιες δίκες, είχαν αρχίσει να οικοδομούνται κάποιοι μικροί θεσμοί. Ιδιαίτερα τη δεκαετία από το 2000 έως το 2010 ήταν μια περίοδος ανοίγματος σε πολλές πτυχές. Η νυχτερινή ζωή είχε ανθίσει, το ίδιο και ο πολιτισμός, υπήρχαν συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις με αποκορύφωμα το Γκεζί. Τώρα δεν υπάρχει αυτό πλέον… Τώρα είναι μια τρομακτική χώρα κατά πολλούς τρόπους. Διαβάζω τις ειδήσεις και τρομάζω με την τουρκική κοινωνία. Η κυρίαρχη (πολιτική) δύναμη άλλαξε την κοινωνία πολύ και παρά πολύ γρήγορα. Η απόλυτη εξουσία στην κορυφή έχει διαπεράσει όλα τα στρώματα της κοινωνίας και οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν μικροί δικτάτορες, όπου κι αν είναι…», αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Δεν είναι μια χώρα που μπορεί να ζήσει κάποιος εύκολα πλέον. Είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τα νεαρά κορίτσια -αυτά είναι ο νούμερο ένα στόχος- για τις γυναίκες, για τους ομοφυλόφιλους…», προσθέτει και στο ερώτημα «μπορεί να αλλάξει κάτι και πώς;» μοιάζει σαν να μην έχει απάντηση…

«Όλοι όσοι είναι γύρω μου λένε πως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Αλλά όταν τους ρωτώ τι θα γίνει, κανείς δεν απαντά. Όλοι οι Τούρκοι είναι ειδικοί στο ποδόσφαιρο και την πολιτική… Σιωπούν… Εκλογές; Δεν υπάρχουν εκλογές τα τελευταία χρόνια. Είναι μια παρωδία. Στρατιωτικό πραξικόπημα; Είναι η χειρότερη επιλογή και είναι κι αυτή αδύνατη. Ο στρατός πλέον είναι τελείως “σκλάβος” του Ερντογάν. Οι Κούρδοι; Είναι όλοι στη φυλακή… Οι δημοκρατικές δυνάμεις; Η Αριστερά ή η Κεντροαριστερά; Είτε παραμένει σιωπηρή, είτε στη φυλακή, είτε έχει εγκαταλείψει τη χώρα. Δεκάδες χιλιάδες έχουν φύγει», επισημαίνει.

Η Ασλί Ερντογάν έχει, όπως λέει, το «σύνδρομο της Κασσάνδρας», ως μια άλλη …«καταραμένη» μαντική ικανότητα, που την κάνει να (προ)βλέπει όσα δεινά ανακύπτουν στο διάβα της ζωής της. «Δεν θέλω να ακούσω το ένστικτό μου σε ό,τι αφορά τη χώρα μου, την Τουρκία. Το έκανα να “σωπάσει”… Δεν έχω, ωστόσο, κάποιο προαίσθημα πως κάτι θα αλλάξει δραστικά. Δεν πιστεύω πως θα βιώσουμε ένα είδος Αποκάλυψης, κάποιον εμφύλιο πόλεμο ή κάτι παρόμοιο. Άλλωστε, αυτό που βιώνουμε, σήμερα, είναι μια κόλαση…», λέει για την πατρίδα της.

Στον αποχαιρετισμό, της ζητάμε να «προβλέψει» την επιστροφή στην πατρίδα της και, τότε, απαντά με έντονη τη μελαγχολία στη φωνή: «Πρώτα είπα ότι σε δυο χρόνια θα επιστρέψω, μετά έλεγα σε πέντε, τώρα λέω σε δέκα. Είμαι ήδη 52, όμως. Ποιος ξέρει αν θα ζω σε μια δεκαετία από τώρα…».