Τόσο για την Ευρωπαϊκή Ενωση ευρύτερα όσο και για την Ελλάδα ειδικότερα, η αποκλιμάκωση της

έντασης και η επανέναρξη του διαλόγου μεταξύ Πεκίνου και Ταϊβάν είναι πλέον το ζητούμενο.

 

Γράφει ο Φώτης Καρύδας

 

Η πολιτική της «Μίας Κίνας», την οποία βεβαίως αναγνωρίζει και η Ε.Ε., ουσιαστικά υιοθετήθηκε για πρώτη φορά το 1949, στο τέλος του κινεζικού εμφυλίου πολέμου. Το ηττημένο Εθνικιστικό Κόμμα (Κουομιτάνγκ) αποσύρθηκε στην Ταϊβάν, την οποία και όρισε ως έδρα της κυβέρνησης, ενώ οι νικητές κομμουνιστές άρχισαν να κυβερνούν την κυρίως Κίνα ως Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Και οι δύο πλευρές υποστήριζαν ότι εκπροσωπούν ολόκληρη την Κίνα.

Εκτοτε οι σχέσεις κινούνται μεταξύ όξυνσης και προσπαθειών προσέγγισης, με την Ταϊβάν να λειτουργεί στην πραγματικότητα ως ξεχωριστή οντότητα, που έχει δική της κυβέρνηση, εισπράττει τους φόρους της και αναπτύσσει στρατό στα σύνορά της, αλλά να μην έχει προχωρήσει επισήμως σε διακήρυξη της ανεξαρτησίας της. Το Πεκίνο έχει πετύχει με την αναγνώριση της πολιτικής της «Μίας Κίνας» να μην αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ η Ταϊβάν ως ανεξάρτητο κράτος.

Τις τελευταίες ημέρες, η Κίνα ξεκίνησε τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ασκήσεις που έχει πραγματοποιήσει ποτέ κοντά στην Ταϊβάν, μια κίνηση-επίδειξη δύναμης σε ζωτικής σημασίας διεθνείς ναυτιλιακές λωρίδες αλλά και ένδειξη αντίδρασης στην επίσκεψη στο νησί της προέδρου της Βουλής των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι.

Την ευκαιρία να γίνει αυτήκοος μάρτυς των κινεζικών απόψεων σχετικά με την κατάσταση που διαμορφώνεται τα τελευταία 24ωρα αλλά και σε βάθος χρόνου στον Ειρηνικό Ωκεανό είχε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, ο οποίος συναντήθηκε χθες με τον Κινέζο ομόλογό του Γουάνγκ Γι, στο περιθώριο της 55ης Συνόδου της Ενωσης των Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). Η συνάντηση, μάλιστα, προγραμματίστηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του υπουργού Εξωτερικών της Κίνας, γεγονός το οποίο υπογραμμίζεται ιδιαιτέρως από την ελληνική πλευρά.

Η συνάντηση είχε τυπικό έναυσμα την 50ή επέτειο από τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας – Κίνας, αλλά επεκτάθηκε στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Κυπριακό, πέρα βέβαια από το εμπόριο, τις επενδύσεις και τον πολιτισμό, που αποτελούν σταθερούς συνδετικούς κρίκους ανάμεσα στην Αθήνα και στο Πεκίνο.

Οι δύο υπουργοί Εξωτερικών σημείωσαν ιδιαίτερα την ανάγκη για σεβασμό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών που, από την ελληνική πλευρά, αποτελεί ένα σαφές μήνυμα για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά αποτελεί και μια επιβεβαίωση της θέσης της χώρας μας υπέρ της πολιτικής της «Μίας Κίνας», γεγονός πολύ σημαντικό για το Πεκίνο. Η στήριξη των ελληνικών θέσεων από την Κίνα αποτελούν σημαντική επιτυχία της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας.

Σε κάθε περίπτωση, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μην κλιμακωθεί περαιτέρω η ένταση στην περιοχή. Οποιαδήποτε μονομερής αλλαγή στο status quo θα μπορούσε να ανάψει μια περιφερειακή πυρκαγιά, η οποία θα μπορούσε να εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο. Η Κίνα είναι μια χώρα που παράγει τεχνολογικά και άλλα προϊόντα, τα οποία η Ελλάδα εισάγει. Μια πολεμική σύγκρουση Κίνας και Ταϊβάν θα αύξανε σημαντικά τις τιμές στα παραπάνω προϊόντα και γενικότερα θα δυσκόλευε ευρύτερα τις εμπορικές σχέσεις της Κίνας με την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Τόσο για την Ευρωπαϊκή Ενωση ευρύτερα όσο και για την Ελλάδα ειδικότερα, η αποκλιμάκωση της έντασης και η επανέναρξη του διαλόγου μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν είναι το ζητούμενο και προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να εργαστούμε.