Τα αντικαταθλιπτικά είναι σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικά για τους πόνους της μέσης και της οστεοαρθρίτιδας, σύμφωνα με μία νέα επιστημονική μελέτη, παρόλο που αυτά τα φάρμακα, τα οποία μπορεί να έχουν παρενέργειες, χρησιμοποιούνται ευρέως σε όλον τον κόσμο γι’ αυτές τις καταστάσεις.

Μέχρι σήμερα, όταν τα αναλγητικά όπως η παρακεταμόλη και το ιμπουπροφέν αποτυγχάνουν να βελτιώσουν τα συμπτώματα των ασθενών, οι γιατροί συχνά συνιστούν αντικαταθλιπτικά για τους χρόνιους πόνους στη μέση και την οστεοαρθρίτιδα στο ισχίο ή στο γόνατο. Όμως, τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι για τους πόνους της μέσης τα όποια οφέλη των αντικαταθλιπτικών μετά από ένα τρίμηνο είναι τόσο μικρά (της τάξης του 5%) που δεν είναι άξια λόγου για τη μεγάλη πλειονότητα των ασθενών, ενώ για την οστεοαρθρίτιδα δεν μπορεί να αποκλεισθεί μία μικρή ωφέλεια (μείωση συμπτωμάτων της τάξης του 10% μετά από τρεις μήνες).

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Τζιοβάνι Φερέιρα της Σχολής Δημόσιας Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «British Medical Journal» (BMJ), αξιολόγησαν (συστηματική επισκόπηση και μετα-ανάλυση) στοιχεία από 33 τυχαιοποιημένες και ελεγχόμενες με ψευδοφάρμακο (πλασίμπο) κλινικές δοκιμές που αφορούσαν συνολικά περισσότερους από 5.000 ανθρώπους με πόνους στη μέση ή τον αυχένα, ισχιαλγία ή οστεοαρθρίτιδα, οι οποίοι έπαιρναν αντικαταθλιπτικά (τύπου SNRI ή τρικυκλικά).

«Μερικά αντικαταθλιπτικά αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο κάποιου να βιώσει παρενέργειες. Πολλοί άνθρωποι λαμβάνουν τέτοια φάρμακα που μπορεί να μην τους βοηθούν στους πόνους τους, αντίθετα να τους κάνουν κακό», ανέφερε ο Φερέιρα. Σύμφωνα με τη μελέτη, δύο στα τρία άτομα που έπαιρναν αντικαταθλιπτικά (SNRI) εμφάνισαν τουλάχιστον μία παρενέργεια, όπως ναυτία.

Ο καθηγητής Άντριου ΜακΛάχλαν, κοσμήτορας της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, τόνισε ότι όσοι παίρνουν αντικαταθλιπτικά για τους πόνους στη μέση ή την οστεοαρθρίτιδα, δεν πρέπει να διακόψουν απότομα τη θεραπεία τους, επειδή μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα στέρησης, όπως ζαλάδα, ναυτία, άγχος, τρέμουλο, ιδρώτα, σύγχυση και διαταραχές ύπνου, γι’ αυτό πρέπει πρώτα να συμβουλευθούν τον γιατρό τους.