Έτος που θα γίνει πράξη η “αλλαγή σελίδας” για την ελληνική οικονομία φιλοδοξεί να αποτελέσει το 2022, αφού το οικονομικό επιτελείο θα επιχειρήσει να αποτινάξει περιορισμούς και δεσμεύσεις που επιβαρύνουν την οικονομία πάνω από μία δεκαετία, ενώ η πραγματική οικονομία θα αρχίσει να αισθάνεται την υψηλότερη οικονομική μεγέθυνση.

Αν το 2021 είναι η χρονιά στην οποία η οικονομία θα ανακάμψει (σχεδόν πλήρως) από την τελευταία κρίση του κορωνοϊού, το 2022 θα έχει “σταθμούς” που θα βάλουν ξανά την Ελλάδα δίπλα στους εταίρους της στην Ε.Ε. Αυτό θα μπορούσε να είχε γίνει νωρίτερα, ίσως από πέρσι, αν δεν μεσολαβούσε η οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού. Η πεποίθησή αυτή έχει εμπεδωθεί και στις αγορές, οι οποίες πλέον δεν έχουν ενδοιασμούς στο να επενδύσουν στην Ελλάδα. Τούτο διότι, παρά την πανδημία του κορωνοϊού, που ήρθε σε μικρό χρονικό διάστημα μετά το τέλος της εποχής των Μνημονίων, αλλά και την ενεργειακή κρίση που ζούμε σήμερα, μια χώρα με χρέος πάνω από 200% εξασφάλισε και υλοποίησε μέτρα στήριξης περίπου 41,8 δισ. ευρώ σε δύο χρόνια, ενώ συνέχισε να βελτιώνει τα λάθη του παρελθόντος.

Η αλλαγή σελίδας θα αποτυπωθεί σε αλλαγή πορείας σε επτά τομείς, που θα σηματοδοτήσουν την “επόμενη μέρα” των διαδοχικών κρίσεων για την Ελλάδα.

Συγκεκριμένα: 

Ανάπτυξη: Ο πρώτος έχει να κάνει με το ότι στο τέλος του επόμενου χρόνου η Ελλάδα αναμένεται να πετύχει ανάπτυξη 4,5%. Για φέτος η ανάπτυξη υπολογίζεται σήμερα στο 6,1%, αλλά όλοι πλέον εντός και εκτός Ελλάδας βλέπουν ανάπτυξη για το 2021 πάνω από 7%. Το μήνυμα που θα δοθεί στο τέλος του επόμενου χρόνου είναι ότι η χώρα αφήνει πίσω της την αναιμική ανάπτυξη της τριετίας 2017-2019 και περνά σε σταθερά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Αρωγοί σε αυτό θα είναι οι ετήσιες εισροές της τάξης των 5,3 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα 3,5 δισ. που θα εισρεύσουν από το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2021-2027. Σε ό,τι αφορά τα “συστατικά” του ΑΕΠ, η ανάπτυξη για το 2022 θα προέλθει από την αύξηση των επενδύσεων κατά 23,4%, των εξαγωγών κατά 11,1% και της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 2,9%.

Απασχόληση – μισθοί: Ο δεύτερος είναι οι προβλέψεις για την αποτύπωση της ευημερίας των αριθμών και στην πραγματικότητα των εργαζομένων. Μετά την αναστάτωση που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού στην αγορά εργασίας, το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να μειωθεί το 2022 κατά 1,7%, φτάνοντας στο 14,3%, από 16% που αναμένεται να φτάσει φέτος, ενώ και η απασχόληση αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,7%. Στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού που στείλαμε στις Βρυξέλλες υπάρχει πρόβλεψη για αύξηση των εισοδημάτων το 2022 κατά 4,1%. Οι επιχειρήσεις θα κερδίσουν περίπου 5 δισ., που είναι το “κούρεμα” των επιστρεπτέων προκαταβολών συνολικού ύψους 8 δισ. με τα οποία ενισχύθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας.

Μείωση φορολογικού βάρους: Παρότι και το 2022 δεν επιτρέπεται να εφαρμοστούν μόνιμα φορολογικά μέτρα λόγω της παράτασης της συνολικής ρήτρας διαφυγής, ο Προϋπολογισμός του επόμενου έτους περιέχει μέτρα ύψους 2,9 δισ. ευρώ που αφορούν κυρίως τη μείωση του φορολογικού βάρους. Ανάμεσά τους η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, που θα ισχύσουν και πάλι ως έκτακτα μέτρα, με προοπτική να επεκταθούν και να μονιμοποιηθούν το 2023. Παράλληλα, έρχονται και οι αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ, με την πλειονότητα των πολιτών να πληρώνουν μικρότερο φόρο. Οι επιχειρήσεις θα φορολογηθούν με συντελεστή 22% αντί 24%, ενώ έχει μειωθεί και η προκαταβολή φόρου στο 55% για όσους ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και στο 80% για τα νομικά πρόσωπα.

Χρηματοδότηση της οικονομίας: Στο πλέον προβληματικό κομμάτι της πραγματικής οικονομίας φαίνεται ότι το 2022 θα δούμε το φως στην άκρη του τούνελ. Μέσα στον επόμενο χρόνο θα δούμε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να μειώνονται έπειτα από 10 χρόνια σε μονοψήφιο ποσοστό, ενώ οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί τους τελευταίους 18 μήνες κατά 36 δισ. ευρώ. Σε συζήτηση στη Βουλή, ΥΠΟΙΚ, επιχειρήσεις και τράπεζες έβαλαν το στοίχημα σε έναν χρόνο να έχουμε 100.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τραπεζικό προφίλ.

Δημοσιονομική προσαρμογή: Μεγάλες αλλαγές θα έχουμε και στα δημόσια οικονομικά. Με δεδομένη την υψηλή ανάπτυξη τον επόμενο χρόνο, και κατά συνέπεια την ανάκαμψη των εσόδων, που υπέφεραν τους μήνες της πανδημίας, θα έχουμε τον επόμενο χρόνο μια δημοσιονομική προσαρμογή κατά περίπου 6% του ΑΕΠ ή 11 δισ. ευρώ τόσο στο δημοσιονομικό όσο και στο πρωτογενές έλλειμμα, λόγω της σταδιακής απόσυρσης των μέτρων στήριξης και της ανάκαμψης των δημοσίων εσόδων που θα ακολουθήσουν την άνοδο του ΑΕΠ. Το δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται, από το 10,1% του ΑΕΠ φέτος, να μειωθεί στο 3,7% του ΑΕΠ το 2022, ενώ το πρωτογενές έλλειμμα θα μειωθεί, από το 7,3% του ΑΕΠ φέτος, στο 1,2% του ΑΕΠ το 2022. Η προοπτική είναι στο τέλος του 2023 το έλλειμμα να έχει μειωθεί κάτω από το 3% του ΑΕΠ και να έχουμε περάσει ξανά σε πρωτογενή πλεονάσματα.

Χρέος: Τις πιο σημαντικές αλλαγές για το 2022 τις αναμένουμε για το χρέος, που είναι και το πιο “ευαίσθητο” μέγεθος της οικονομίας. Μέσα στην πανδημία η Ελλάδα βρέθηκε να δανείζεται με καλύτερους όρους από τη γειτονική μας Ιταλία, που συμμετέχει στο G7, και ιστορικά χαμηλά επιτόκια, χωρίς να έχει ακόμη επενδυτική βαθμίδα. Συστατικά της επιτυχίας αυτής ήταν το εξαιρετικά θετικό προφίλ του χρέους (χαμηλά επιτόκια δανεισμού, μέση λήξη ομολόγων 21 χρόνια), τα υψηλά διαθέσιμα, που δεν υποχώρησαν κάτω από τα 30 δισ. ούτε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και η συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο PEPP. Μέσα στο 2022 είναι πολύ πιθανό να δούμε τα ελληνικά κρατικά ομόλογα να συμμετέχουν στο κανονικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (ή κάποιο παράγωγο), ενώ υπάρχει βάσιμη προσδοκία και για την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας. Παράλληλα, έχει δρομολογηθεί η πρόωρη αποπληρωμή των 1,8 δισ., που είναι το υπόλοιπο δανείων από τα μνημονιακά δάνεια του ΔΝΤ, αλλά και ένα μέρος από τα διμερή δάνεια των 52,3 δισ. ευρώ που πήραμε με το πρώτο Μνημόνιο.

Το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας: Εκτός από τα κρίσιμα θέματα που αλλάζουν τον επόμενο χρόνο και αφορούν την πραγματική οικονομία και τα δημόσια οικονομικά, το 2022 έρχεται και το τέλος της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας. Δηλαδή του “ειδικού καθεστώτος” για την Ελλάδα που διαρκεί σχεδόν τρία χρόνια και που, εκτός από τις συνεχείς τρίμηνες αξιολογήσεις, περιόριζε σε συγκεκριμένα όρια την οικονομική πολιτική. Η ολοκλήρωση και των τελευταίων δεσμεύσεων της χώρας θα ανοίξει τον δρόμο για τη σχετική εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Πηγή: capital.gr