Στις συζητήσεις με επιχειρηματίες  μια νέα ανησυχία έχει προκύψει. «Δεν βρίσκουμε κόσμο να προσλάβουμε». Αλήθεια; Με τρεις στους δέκα νέους χωρίς δουλειά; Και με μόλις τέσσερις στους δέκα Έλληνες να εργάζονται;

Η αγορά εργασίας σήμερα δεν είναι όπως ήταν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η ανεργία, που είχε φτάσει στο 28%, έχει πέσει στο 12%. Πάνω από 200.000 θέσεις εργασίας δημιουργηθήκαν μόλις το 2021. Η Ελλάδα στάθηκε όρθια στην πανδημία και η οικονομία έχει αποκτήσει μια δυναμική που έχουμε να δούμε χρόνια. Ξένες πολυεθνικές νιώθουν ασφάλεια να έρθουν και να επενδύσουν στη χώρα μας.

Σε αυτό το περιβάλλον οι μισθοί στην Ελλάδα παραμένουν χαμηλοί. Πρώτη συμβουλή, λοιπόν, ενός οικονομολόγου προς εργοδότες που ψάχνουν και δεν βρίσκουν εργαζόμενους: «Αν δεν μπορείτε να βρείτε κόσμο, αυτό είναι διότι δεν προσφέρετε αρκετά χρήματα. Αυξήστε τους μισθούς!». Πάνε οι εποχές που μια αγγελία έφερνε δεκάδες βιογραφικά. Είναι βαθιά μου πεποίθηση ότι το 2022 θα επανέλθουμε σε μια κανονικότητα αύξησης των μισθών. Μετά από τόσα χρόνια κρίσης, οι Έλληνες αξίζουμε υψηλότερες αμοιβές.

Στα βιογραφικά δεν πρέπει να δεχόμαστε φωτογραφίες, ημερομηνία γέννησης, οικογενειακή κατάσταση, αριθμό τέκνων ή φύλο. Κρίνουμε τον άλλον με βάση τις ικανότητές του, όχι άλλα χαρακτηριστικά. Και αν θέλουμε να χτίσουμε μια επιχείρηση με αξιοπιστία, που να προσελκύει καλούς εργαζόμενους, εφαρμόζουμε πιστά την εργασιακή νομοθεσία και σεβόμαστε τον εργαζόμενο.

Όμως δεν αρκεί αυτό: Οι εργοδότες πρέπει να απλώσουν και τα δίχτυα τους. Και να κοιτάξουν εκεί που δεν βλέπουν σήμερα. Υπάρχουν πολλοί Έλληνες και Ελληνίδες που αξίζουν την προσοχή μας. Και έχουν να προσφέρουν. Και αυτό θα συμφέρει και την ίδια την επιχείρηση.

Ξεκινάμε με τους νέους. Με ανεργία διπλάσια του μέσου όρου της Ε.Ε., ο νέος θέλει να εργαστεί. Και να μάθει. Πιθανώς να χρειαστεί κάποια σύντομη κατάρτιση. Ή, αν σπουδάζει παράλληλα, ευέλικτο ωράριο. Η νέα γενιά θα είναι πάντα διαφορετική. Και αυτή είναι η δύναμή της. Θα προσφέρει μια καινούργια οπτική γωνία. Το μέλλον γράφεται από τους νέους. Ας σταματήσουμε την προκατάληψη εναντίον τους.

Προκατάληψη υπάρχει, όμως, και προς τους μεγαλύτερους. Μόλις ένας στους δύο Έλληνες 55-64 ετών εργάζεται σήμερα. Η συσσωρευμένη εμπειρία είναι πολύτιμη. Πιθανώς να χρειαστεί και εδώ ευέλικτο ωράριο. Ή εκπαίδευση σε νέα συστήματα.

Στην Ελλάδα εργάζεται το 58% των Ελληνίδων, ηλικίας 20-64, έναντι 72% στην Ε.Ε. Έχουμε τη χαμηλότερη συμμετοχή γυναικών στην αγορά εργασίας. Μια μητέρα ίσως χρειάζεται να αφήνει κάπου τα παιδιά της. Όμως κι αυτό από μόνο του είναι σεξιστικό. Ρόλο στην ανατροφή των παιδιών έχει και ο πατέρας. Οι επιχειρήσεις, ιδίως οι πιο μεγάλες, μπορούν να προσφέρουν ευέλικτα ωράρια στους γονείς, ή τηλεργασία ή και χώρο φροντίδας βρεφών. Ο εργοδότης δεν πρέπει να ρωτάει, ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, μια γυναίκα αν σκοπεύει να κάνει παιδιά. Και προφανώς πρέπει να φροντίζει για ένα εργασιακό περιβάλλον όπου δεν θα υπάρχει ο κίνδυνος της σεξουαλικής παρενόχλησης.

Πάνω απ’ όλα, όμως, οι εργοδότες πρέπει να μελετήσουν τα εμπόδια που βρίσκουν μπροστά τους οι εργαζόμενες. Υπάρχουν γυναίκες στα ανώτερα κλιμάκια της επιχείρησης; Και αν όχι, γιατί; Αν δεν αλλάξουμε αυτό, πώς πιστεύουμε ότι θα προσελκύσουμε γυναίκες;

Στην πολύχρωμη τέντα που θα στήσουμε υπάρχουν πολλές άλλες ομάδες πολιτών που σήμερα υποεκπροσωπούνται. Ένα ΑμεΑ μπορεί να εργαστεί, αν ο εργασιακός χώρος του έχει προσαρμοστεί κατάλληλα ή και με τηλεργασία. Ένα τρανς άτομο δεν πρέπει να κρίνεται από την εμφάνισή του. Η θρησκεία ή η εθνοτική καταγωγή δεν έχει σχέση με την εργασιακή μας απόδοση.

Υπάρχουν χιλιάδες Έλληνες που έφυγαν στη διάρκεια της κρίσης και θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, αλλά σε ένα εργασιακό περιβάλλον με αξιοκρατία, που σέβεται τη διαφορετικότητα και τον εργαζόμενο. Με προοπτικές εξέλιξης χωρίς μέσο ή επετηρίδα.

Είναι και εκείνοι που μπορεί να σπούδασαν κάτι διαφορετικό από τον τομέα στον οποίο αναζητούν εργασία. Ή και να μην είχαν την ευκαιρία να σπουδάσουν. Ο επικεφαλής της Viva, του πρώτου ελληνικού «μονόκερου», δεν αποφοίτησε καν από το ΤΕΙ του. Η επιτυχία στη ζωή δεν οφείλεται μόνο στα ακαδημαϊκά μας προσόντα. Ως εργοδότες αναζητούμε συνεχώς τα χαρακτηριστικά που θα κάνουν κάποιον να πετύχει στη θέση του, όποια και να είναι αυτά.

Το σημερινό άρθρο δεν αναφέρεται καθόλου στις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, όπως η θέσπιση του προγράμματος του Πρώτου Ενσήμου. Ή στις νταντάδες της γειτονιάς. Ή στη μεταρρύθμιση της κατάρτισης. Ή στην ανεξαρτητοποίηση του ΣΕΠΕ. Γιατί θέλουμε να αναδείξουμε τις ευθύνες των εργοδοτών αλλά και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται.

Σήμερα είναι περισσότερο αναγκαίο παρά ποτέ οι εργοδότες να προσαρμόσουν τις διαδικασίες προσλήψεων, την αντίληψη που επικρατεί πολλές φορές για την εργασιακή εξέλιξη αλλά και τον τρόπο που προσεγγίζουν τους υποψηφίους.

Σε μια ολοένα πιο ανταγωνιστική αγορά εργασίας ο εργοδότης που θα αφουγκραστεί αυτήν τη νέα πραγματικότητα καλύτερα θα έχει και καλύτερο αποτέλεσμα για την επιχείρηση και την κερδοφορία του.

Ήρθε η ώρα να μεγαλώσει και να απλώσει η τέντα μας. Στην πολύχρωμη τέντα της Ελλάδας χωρούν όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.