Στην τελετή αποκαλυπτηρίων της προτομής του Παύλου Μπακογιάννη, μίλησε η κόρη του, Αλεξία Μπακογιάννη, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης που διοργάνωσε ο Δήμος Φιλοθέης – Ψυχικού στη μνήμη του -δολοφονημένου από την 17Ν- δημοσιογράφου και πολιτικού.
Αποφεύγοντας τους συναισθηματισμούς και τις προσωπικές αναφορές, στην ομιλία της επέλεξε να μη σταθεί στο άδικο και μαρτυρικό τέλος της ζωής του πατέρα της, αλλά να φωτίσει μέσα από ένα βαθιά πολιτικό -και όχι κομματικό- πρίσμα, όλα όσα σηματοδότησε με τη ζωή του και τη στάση του απέναντι στα δημόσια πράγματα, ο Παύλος Μπακογιάννης.
Σε μια προσπάθεια να μεταφέρει στο σήμερα τις ιδέες και τα ιδανικά που καθοδήγησαν τη ζωή του πατέρα της, η Αλεξία μίλησε για τη μεγάλη ένδεια της παραγωγής πολιτικής σκέψης και την απουσία οράματος στην πολιτική, κενά που -όπως είπε- εκμεταλλεύονται τα άκρα.
Αναφερόμενη στη «δομική αποδοχή του άλλου», ως στάση ζωής του Παύλου Μπακογιάννη, η Αλεξία τόνισε τη σημασία της διαφορετικότητας στη Δημοκρατία και τον ρόλο της στην κοινωνική πρόοδο, σημειώνοντας πως «είναι πάντα πιο εύκολο να δείξεις τον εχθρό από το να εξηγήσεις, να πείσεις, να ματώσεις από το κόστος», συμπληρώνοντας πως «το σωστό ή το λάθος ταυτίζονται με τον φορέα του μηνύματος, και είναι σχεδόν απαγορευτικό να αναγνωρίσει κάποιος το δίκιο του άλλου. Πιστεύουμε, ότι ίσως έτσι, με φωνασκίες και βεβαιότητες, θα κοροϊδέψουμε τον κόσμο, ότι το κάνουμε όπως οι άλλοι που τους αρέσουν».
Από την ομιλία της δεν έλειψαν οι αναφορές στις αιτίες που έχουν οδηγήσει σε κρίση τη σύγχρονη αστική Δημοκρατία. «Ο πολιτικός λόγος πλημμυρίζει από κενή ρητορική εξέγερσης και επανάστασης, που διακόπτεται από σποραδικά επεισόδια βίας χωρίς πάθος, και η πολιτική κοινωνία μετατοπίζεται από την απάθεια στη διαμαρτυρία, και ξανά πίσω», σημείωσε η Αλεξία Μπακογιάννη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως «οι ίδιοι οι πολιτικοί, δεν πιστεύουν πια στην πολιτική».
Απορρίπτοντας την κληρονομιά του Ντάνιελ Μπελ και του Τέλους των Ιδεολογιών, η κόρη του Παύλου Μπακογιάννη πρότεινε να ξαναθυμηθούμε την ετοιμολογία της λέξης «ιδεολογία», τη σύνθεση δηλαδή της «ιδέας» και του «λόγου» και να την τοποθετήσουμε στη θέση που της αρμόζει, στον πυρήνα της παραγωγής πολιτικής σκέψης.
Η Αλεξία Μπακογιάννη, έκλεισε την ομιλία της, απευθύνοντας ένα κάλεσμα προς όλους, ανεξαρτήτως κομματικής ταυτότητας. Ζήτησε να δώσουμε μια ακόμη ευκαιρία στην πολιτική, πιστεύοντας ξανά σε αυτή, προσδιορίζοντας εκ νέου το περιεχόμενό της. «Είναι επιτέλους καιρός να ξαναπιστέψουμε στην πολιτική. Είναι επιτέλους καιρός να ανταποκριθούμε στην υπέροχη ελευθερία της Δημοκρατίας. Και όπως έλεγε ο Απολινέρ – αν και πιστεύω ότι αυτή η φράση θα ταίριαζε πάρα πολύ στον Παύλο Μπακογιάννη- είναι επιτέλους καιρός να ξανανάψουμε τα αστέρια».

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία της Αλεξίας Μπακογιάννη:

«Εξοχότατη Κυρία Πρόεδρε της Δημοκρατίας, Κυρίες και Κύριοι, καλησπέρα σας,

Καταρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω εκ μέρους και της μητέρας μου και του αδερφού μου, τον Δήμο Ψυχικού, και ειδικά τον Δήμαρχο κ. Δημήτριο Γαλάνη και την κα Φαίνη Χατζηαθανασιάδου, για την μεγάλη τιμή που μας κάνουν απόψε.

Όπως επίσης και τον Γεώργιο Καλακαλά που με τόση ευαισθησία φιλοτέχνησε τούτη τη προτομή και που δεν έζησε, δυστυχώς, να τη δει τοποθετημένη. Αλλά και τον κ. Νικόλαο Χριστογιάννη, που είχε την ευγένεια να την προσφέρει.

Όλως ιδιαιτέρως, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους εκπροσώπους των κομμάτων για τη σημερινή τους παρουσία, η οποία τιμά τη μνήμη αλλά και την κληρονομιά του Παύλου Μπακογιάννη

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι,

Ο Παύλος Μπακογιάννης έχει μείνει στις μνήμες των περισσοτέρων, για τον τρόπο που πέθανε. Ηρωικά. Μαρτυρικά. Ο φόρος του αίματος όμως, είναι φόρος βαρύς για εκείνους που μένουν, και λερώνει τις ψυχές τους για το υπόλοιπο του βίου τους. Όμως αυτό, αφορά εν τέλει εμάς. Ο τρυφερός και χαδιάρης μπαμπάς, ο ταυτόχρονα τόσο αυστηρός με τα μαθήματα και τη γνώση, «όλα μπορούν να σας τα πάρουν, έλεγε, ακόμα και την ομορφιά σας, αυτά όμως που έχετε μέσα στο κεφάλι σας, δεν μπορούν να σας τα πάρουν ποτέ», οι μικρές στιγμές που κάνουν τη ζωή, είναι δικές μας να τις θυμόμαστε, να λείπουν από μας και από τα παιδιά μας που ποτέ δεν τις έζησαν.

Κι αυτός ο λίγος χρόνος ακόμη, που τόσο λαχταράμε, ποτέ δεν θα σώσει να ‘ρθει.

Ο Παύλος Μπακογιάννης όμως αξίζει στην πραγματικότητα να τον θυμόμαστε για το τρόπο που έζησε και για αυτά που πίστευε. Και όταν έλεγε μετά τη Χούντα, «ας μην ξανακαταντήσουμε ήρωες», σα να ξόρκιζε το μέλλον που θα ερχόταν.

Σήμερα, με αυτή σας την πρωτοβουλία, έχουμε τη δυνατότητα να θυμηθούμε όσα πρέσβευε ο Παύλος Μπακογιάννης και πως αυτά αντανακλώνται στο σήμερα. Έτσι τουλάχιστον όπως εγώ τα αντιλαμβάνομαι.

Η καλή του φίλη Άρτεμη Σκούταρη, μου είπε όταν μιλήσαμε για τη σημερινή ημέρα: «ο Παύλος ήταν ο προσωπικός μου διαφωτισμός». Και αυτό ήταν ο Μπακογιάννης. Ένας σύγχρονος διαφωτιστής. Με όλες τι έννοιες της λέξης. Υπέρμαχος του ορθολογισμού και της προόδου, του διαλόγου, της προσωπικής αλλά και συλλογικής ελευθερίας, πολέμιος του σκοταδισμού, όποια μορφή και αν έπαιρνε. Φιλελεύθερος των δικαιωμάτων. Ελεύθερος από θέση. Και αυτό ήθελε να μεταδώσει στην ελληνική κοινωνία και πολιτική σκηνή. Αυτό το φως που του έδινε η ελεύθερη σκέψη.

Γιατί ο Παύλος Μπακογιάννης ήταν πρωτίστως βαθιά ιδεολόγος. Όχι με την αφοριστική έννοια του δόγματος. Αντιθέτως. Σ’ ένα από τα αγαπημένα μου κείμενα με τίτλο «Επιστολή στον φίλο μου Κνίτη Γιώργο», έγραφε :

«Φίλε μου Γιώργο. Οι φράσεις που επαναλαμβάνονται στομώνουν την κριτική σκέψη. Σκέψου πόσο κακό έχουν κάνει τα δόγματα στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Τρομάζει κανείς ξέροντας τι ζημιές μπορεί να κάνει σ’ ένα νεανικό μυαλό ο δογματισμός. Κράτα λοιπόν όσο μπορείς ελεύθερη την ψυχή και το μυαλό σου, ανοιχτά και για τις αυριανές σκέψεις και ιδέες».

Η Ελευθερία ως πολιτική πραγματικότητα ήταν κινητήριος δύναμη και βασικός καθοδηγητής της σκέψης αλλά και της ύπαρξής του. Γιατί ο Μπακογιάννης ήταν αυτό: ένας άνθρωπος που παρήγαγε πρωτογενή πολιτική σκέψη, και που σε μία εποχή πολωμένων κομματικών συγκρούσεων έδινε ακούραστα τη μάχη των ιδεών χωρίς κομματικές ή ιδεοληπτικές παρωπίδες. Μας έμαθε ότι κάθε υποκατάσταση του πολιτικού λόγου συνιστά στην πραγματικότητα φυγομαχία.

Έλεγε: «τα πολιτικά σχήματα οφείλουν να απευθύνουν προτάσεις ζωής και όχι προτάσεις εξουσίας. Χρειαζόμαστε ακόμα μια ανανέωση, που συντονίζει τους κοινωνικούς ρυθμούς με τις απαιτήσεις της εποχής μας. Σήμερα ο καθένας είναι τόσο προοδευτικός ή τόσο συντηρητικός όσο δείχνουν οι πολιτικές του πράξεις».

Και η πρόοδος ως έννοια ευρύτερη, ως συλλογική κοινωνική πρόοδος συνέπαιρνε τον Μπακογιάννη. Την πίστευε βαθιά, πίστευε στην ασταμάτητη ορμή της. «Κανένας αμαξάς, δεν μπόρεσε να εμποδίσει το θρίαμβο του αυτοκινήτου, μας έλεγε, να το θυμάστε.»

Δίκαια θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, πόσο αναγκαίος θα ήταν σήμερα, που η πολιτική τείνει -παγκοσμίως- να περιορίζεται σ’ έναν ανταγωνισμό διαχειριστών εξουσίας.

Σε όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες, οι συμβατικοί πολιτικοί κάνουν έναν αγώνα να αποδείξουν ποιος μπορεί να λύσει καλύτερα, αποτελεσματικότερα, τα προβλήματα του σήμερα, αφήνοντας πεισματικά το όραμα για το αύριο – την αρχέγονη αυτή κοινωνική ανάγκη-, στα άκρα, τα οποία την εκμεταλλεύονται δεόντως. Και το χειρότερο είναι ότι μετά μοιάζουν να εκπλήσσονται με το αποτέλεσμα.

Έγραφε ο Μπακογιάννης : «από τους διαχειριστές της εξουσίας καλλιεργείται και προβάλλεται ασύστολα κάθε ιδιωτική και δημόσια τεχνική του πολιτικού και κοινωνικού μηδενισμού, και η πολιτική αδράνεια προπαγανδίζεται ως κορυφαία συνεισφορά στο σύστημα, και συστατική ιδιότητα του αποδεκτού πολίτη».

Και είχε δίκιο και για το 2022, όπου η ένδεια παραγωγής πολιτικής σκέψης ωθεί πολίτες και κοινωνία παγκοσμίως, σ’ έναν αφοπλιστικό παροντισμό, που με τη σειρά του προκαλεί μια βαθιά μετάλλαξη της πολιτικής έκφρασης.

Και ο τρόπος που πραγματεύεται κανείς τη πολιτική του έκφραση είναι εξίσου σημαντικός με την έκφραση αυτή καθαυτή. Ο πολιτικός πολιτισμός, ο σεβασμός στη διαφορετική άποψη, είναι στοιχεία που κάνουν την κοινωνία να προοδεύει. Πολύ νωρίς, ο Παύλος Μπακογιάννης ανέδειξε τη διαφορετικότητα ως στοιχείο δημοκρατίας, γιατί «το μεγαλείο της Δημοκρατίας, όπως έλεγε, είναι ότι δέχεται τον άνθρωπο όπως είναι».

Τούτη η δομική αποδοχή του άλλου, ως στάση ζωής, χάραξε τη πορεία του.

«Επειδή διαφωνούμε, επειδή δεν μοιάζουμε θα πρόσθετα εγώ, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να συνυπάρχουμε», όπως έλεγε ο Μπακογιάννης. Αλλά είναι πάντα πιο εύκολο να δείξεις τον εχθρό από το να εξηγήσεις, να πείσεις, να ματώσεις από το κόστος. Και επειδή, όπως πάλι έλεγε ο ίδιος, «το ήθος της πολιτικής, είναι, και προοπτικά γίνεται ήθος της κοινωνίας», βάζουμε μόνοι μας τα χεράκια μας και βγάζουμε τα ματάκια μας.

 

Διότι σήμερα κατεξοχήν, οι πολιτικοί παρασύρονται σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο, από μια τάση ηθικής απλοποίησης σύνθετων πολιτικών ζητημάτων. Δίνουν «σήμα αρετής», εκφράζοντας απόψεις που τείνουν να εκπληρώσουν τις δικές τους ναρκισσιστικές επιθυμίες για αποδοχή στις κοινότητές μας.

Το σωστό ή το λάθος ταυτίζονται με τον φορέα του μηνύματος, και είναι σχεδόν απαγορευτικό να αναγνωρίσει κάποιος το δίκιο του άλλου. Πιστεύουμε, ότι ίσως έτσι, με φωνασκίες και βεβαιότητες, θα κοροϊδέψουμε τον κόσμο, ότι το κάνουμε όπως οι άλλοι που τους αρέσουν.

Όμως οι λαϊκιστές απαντούν στον πραγματικό θυμό και την απογοήτευση στην κοινωνία με τρόπο που ποτέ δεν θα καταφέρουν οι συμβατικοί πολιτικοί. Και το μόνο που καταφέρνουν εκείνοι με αυτή τους τη συμπεριφορά, είναι να ρίχνουν το επίπεδο της πολιτικής, αποξενώνοντας ακόμα περισσότερο τους πολίτες. Όσο αυτό συνεχίζει, το λαϊκίστικο σήμα της αντιπολιτικής θα συνεχίσει να ευδοκιμεί.

Και εμείς, αρνούμαστε να δούμε πως αυτό που χρειάζεται είναι μια αλλαγή παραδείγματος. Αντί να αποσπάται η προσοχή μας από την «απειλή» του λαϊκισμού, θα πρέπει να κάνουμε περισσότερα για να εκπληρώσουμε την ιδρυτική υπόσχεση της Δημοκρατίας: να εκπροσωπούμε τις ανησυχίες των πολιτών και να προσφέρουμε λύσεις Πολιτικής.

 

Εάν η λαϊκίστικη πρόκληση μπορεί να σοκάρει μετριοπαθή κόμματα και ηγέτες αρκετά, ώστε να λάβουν μέτρα για να αντιστρέψουν τις πραγματικές αιτίες της δημοκρατικής μας αποσύνδεσης, – που κυμαίνονται από τις ανισότητες πλούτου μεταξύ καπιταλιστών και αριστερών, μέχρι το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των γενεών, και τον τοξικό δεσμό χρήματος και πολιτικής – τότε μπορεί ακόμη να προκαλέσει μια Δημοκρατική Αναγέννηση. Αλλά αν το μόνο που μπορούν να προσφέρουν τα κυρίαρχα κόμματα, είναι μια «καλλωπιστική» αλλαγή της πολιτικής του παρελθόντος, τότε δεν θα πρέπει να εκπλησσόμαστε αν οι νεότεροι πολίτες, συνεχίζουν να αποσυνδέονται από τη Δημοκρατία.

Έρευνες δείχνουν, ότι οι νέοι, είναι πιο θετικοί απέναντι στη Δημοκρατία υπό την ηγεσία λαϊκιστών ηγετών, τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς, ενώ οι millennials στις προηγμένες Δημοκρατίες, είναι πιο πιθανό να βλέπουν τους πολιτικούς αντιπάλους ως… ηθικά ελαττωματικούς.

Από τη μανία μας να τους πείσουμε για την πρακτική μας αποτελεσματικότητα, ξεχάσαμε ποιο είναι το… job description, που λέμε και στο Καρπενήσι. Δεν εκλέγουν οι πολίτες μια εταιρία αξιοποίησης ανθρώπινου δυναμικού, με τον κατάλληλο άνθρωπο στη κατάλληλη θέση.

Κατά τον Μπακογιάννη: «Η πολιτική παραμένει ο κορυφαίος ρυθμιστής και εκφραστής της παρέμβασης, του ελέγχου και του προσανατολισμού, και στη νέα εποχή. Αυτό σημαίνει ότι ο τεχνοκράτης δεν μπορεί, και δεν επιτρέπεται να υποκαταστήσει τον πολιτικό» κατέληγε.

Σε εποχές βέβαια, τόσο σύνθετες όσο αυτές που ζούμε, είναι προφανώς αναγκαία η συμβολή ανθρώπων που ξέρουν να διαβάζουν αριθμούς, να αναλύουν δεδομένα, να προβλέπουν εξελίξεις.

Αλλά και σε αυτό, είναι κρίσιμο να υπάρχει μια διανοητική και ηθική διεύθυνση. Η ιστορία μας έχει διδάξει πώς οι φωτισμένες μειοψηφίες είναι αυτές που αλλάζουν τον κόσμο. Απλώς απαιτείται ενότητα μεταξύ αυθορμήτου και πειθαρχίας, για να γίνουν οι μεγάλες αλλαγές και να μην παραμείνουν ουτοπία ή θεωρία.

Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να πάμε πίσω στα βασικά της Δημοκρατίας. Στην αξία και το περιεχόμενο, κάθε ψήφου, κάθε πολίτη.

Σε κάθε εκλογές , δημοτικές, εθνικές, ευρωπαϊκές, οι έχοντες την εξουσία αναρωτιούνται κάθε φορά, κατόπιν αποτελέσματος βεβαίως, για τις επιλογές του λαού ως προς το ποιους διαλέγει να τον εκπροσωπούν στη μάχη του σταυρού. Αλλά αυτή τους η αναρώτηση, εξαντλείται κάθε φορά σε ένα είδος περιφρόνησης για τον ίδιο αυτό λαό που πράττει έτσι. Από κοντά και η λεγόμενη διανοητική ελίτ. Μας κυνηγάει η φράση του Τσώρτσιλ, «αρκούν 15 λεπτά με το μέσο ψηφοφόρο για να χάσει κανείς τη πίστη του στη Δημοκρατία». Όμως, με όλα του τα καλά, ο Τσώρτσιλ ήταν ένα αριστοκράτης που έβλεπε το λαό ως εργαλείο του, και όχι ως εντολέα του.

Και εκεί γίνεται το λάθος. Αντί η εξουσία να ψάξει να κάνει τη κοινωνία συμμέτοχη στις αποφάσεις της, της τις ανακοινώνει.

Ενώ θεωρητικά, διεκδικούμε -υπεραπλουστευμένα κατά τη γνώμη μου- το μετα-ιδεολογικό, υπεύθυνο κέντρο, το εκλογικό σώμα μας κάνει τη χάρη να τσακώνεται σε εντελώς άλλα πεδία. Ο πολιτικός λόγος πλημμυρίζει από κενή ρητορική εξέγερσης και επανάστασης, που διακόπτεται από σποραδικά επεισόδια βίας χωρίς πάθος, και η πολιτική κοινωνία μετατοπίζεται από την απάθεια στη διαμαρτυρία, και ξανά πίσω. Η όποια προσπάθεια πρωτογενούς παραγωγής πολιτικής, χαρακτηρίζεται αφοριστικά ως ρομαντική ή ακόμα χειρότερα – Θε μου ξεμίστευε- ως μη-προτεραιότητα.

Οι ίδιοι οι πολιτικοί δεν πιστεύουν πια στην πολιτική.

 

Φίλες και φίλοι,

Είναι επιτέλους καιρός να ξεφύγουμε από τη λαθεμένη ανάγνωση της κληρονομιάς του Ντάνιελ Μπελ και του Τέλους των Ιδεολογιών.

Είναι επιτέλους καιρός να επαναπροσδιορίσουμε τη λέξη, να θυμηθούμε ότι προέρχεται από την ιδέα και τον λόγο. Και ότι αυτή, είναι η υποχρέωση των πολίτικών. Γιατί η μάχη για την Ιδέα είναι συνεχής, και τίποτα δεν είναι δεδομένο. Κι όσο εμείς επαναπαυόμαστε στα κεκτημένα και θεωρούμε τη μάχη των ιδεών πολυτέλεια μπροστά στο μεγάλο Ο της οικονομίας ή το μεγάλο Π της πρακτικότητας, οι άλλοι κερδίζουν έδαφος. Ποιος θα το έλεγε στ’ αλήθεια ότι το 2022 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ θα έπαιρνε μια τέτοια απόφαση για το δικαίωμα στην άμβλωση; Όσο εμείς κοιμόμαστε άλλοι γράφουν τη δική τους ιστορία.

 

Είναι επιτέλους καιρός να δείξουμε στην νέα γενιά, ένα συγκροτημένο πλέγμα ιδεών για το αύριο, ένα όραμα για το οποίο να αξίζει να παλεύεις, όχι απλώς να ζεις. Χωρίς πίστη στην Ιδέα, στην Αλλαγή, όπως κι αν θα την ορίσεις, τι νόημα έχει να κάνει κανείς πολιτική έτσι κι αλλιώς;.

 

Ο Μπακογιάννης το έζησε, όσο απόλυτα το εξέφρασε: «το όραμα έχει τη θέση του δίπλα στον πολιτικό ρεαλισμό, που τον ολοκληρώνει. Ο πολιτικός ρεαλισμός και το όραμα δεν είναι πλευρές κάποιας σχηματοποιημένης αντίθεσης, αλλά οι συνιστώσες της ανθρώπινης ύπαρξης και της πορείας της προς το μέλλον» έλεγε.

 

Φίλες και φίλοι,

 

Επειδή είμαι η κόρη του Παύλου Μπακογιάννη, επειδή αρνούμαι να πιστέψω ότι πέθανε τζάμπα, απέναντι σε όλους εκείνους που έχουν απογοητευτεί από την πολιτική, εγώ σηκώνω την πίστη μου σε αυτή.

 

Διότι δεν υπάρχει καμία άλλη διαδικασία στον κόσμο, όσα δισεκατομμύρια ή δόξα και να έχεις, που να μπορεί να αλλάξει τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων με μία και μόνη απόφαση. Αυτός είναι τελικά ο πυρήνας της πολιτικής. Και τον χάνουμε, μέσα στις καθημερινές συνάφειες και ομιλίες. Χάνουμε τόσο το μέγεθος της ευθύνης όσο και το μεγαλείο του αποτελέσματος.

 

Από τον Πλάτωνα, μέχρι τον Χριστό και από τον Μακιαβέλι μέχρι τον Μαρξ, η ιδέα ενός καλύτερου κόσμου, μιας καλύτερης Πολιτείας έρχεται και ξανάρχεται, για να αντιμετωπίσει την ανάγκη της κοινωνίας για το αύριο. Για την επόμενη μέρα. Για την πρόοδο.

Είναι επιτέλους καιρός να ξαναπιστέψουμε στην πολιτική.

Είναι επιτέλους καιρός να ανταποκριθούμε στην υπέροχη ελευθερία της Δημοκρατίας.

Και όπως έλεγε ο Απολινέρ – αν και πιστεύω ότι αυτή η φράση θα ταίριαζε πάρα πολύ στον Παύλο Μπακογιάννη- είναι επιτέλους καιρός να ξανανάψουμε τα αστέρια».