Δεν γιόρτασαν όλοι με τον ίδιο τρόπο τη χθεσινή Ημέρα της Ανεξαρτησίας του Αφγανιστάν, η οποία σηματοδοτεί το τέλος της βρετανικής κυριαρχίας, στις 19 Αύγουστου του 1919. Οι Ταλιμπάν, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, ως οι θριαμβευτές του πολέμου που τους επέτρεψε να επιστρέφουν στην εξουσία ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια, χαιρέτισαν την επέτειο, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι άξιοι συνεχιστές του κινήματος για την ανεξαρτησία. Ισχυρίστηκαν δε ότι κατάφεραν να νικήσουν «την αλαζονική δύναμη του κόσμου», εννοώντας φυσικά τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Από την άλλη, ωστόσο, προτού καλά καλά συμπληρωθεί μία εβδομάδα από την είσοδό τους στην Καμπούλ, μετά την κατάρρευση του προηγούμενου καθεστώτος ως χάρτινου πύργου, εκατοντάδες Αφγανοί σε πολλές πόλεις έστειλαν ένα πρώτο μήνυμα αντίστασης και ανυπακοής προς τους Ταλιμπάν και τη σαρία, ακόμη και στην πρωτεύουσα. Αρκετοί από αυτούς, μάλιστα, το πλήρωσαν με τη ζωή τους, καθώς οι πληροφορίες κάνουν λόγο για δεκάδες νεκρούς, καθώς οι δυνάμεις των Ταλιμπάν άνοιξαν πυρ και χθες – τις περισσότερες φορές στον αέρα, με αποτέλεσμα να προκληθεί πανικός και να ποδοπατηθούν αρκετοί άνθρωποι, ενώ κάποιες και στο ψαχνό. Υπενθυμίζεται ότι οι πληροφορίες ανέφεραν ότι τρεις τουλάχιστον νεκροί υπήρξαν και την Τετάρτη, σε διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην πόλη Τζαλαλαμπάντ.

Την ίδια στιγμή και ενώ οι Ταλιμπάν έχουν ανακοινώσει ήδη απαγόρευση κυκλοφορίας σε ορισμένες πόλεις φοβούμενοι και άλλες διαδηλώσεις και ταραχές, η κατάσταση στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, το μοναδικό σημείο της πρωτεύουσας που παραμένει εκτός ελέγχου τους, είναι κυριολεκτικά χαοτική. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ανάμεσα σε όλες τις τραγωδίες που εκτυλίσσονται εκεί, χθες φέρεται να έχασε τη ζωή του, πέφτοντας από αεροπλάνο, ο ποδοσφαιριστής της εθνικής ομάδας της χώρας, Ζακί Ανουάρι.

Ολα δείχνουν, πάντως, ότι μετά τον συνωστισμό χιλιάδων ανθρώπων την Κυριακή και τη Δευτέρα, οι οποίοι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να εισέλθουν στον χώρο με την ελπίδα να επιβιβαστούν σε κάποια πτήση προς άλλες χώρες, η πρόσβαση καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. Αξίζει να σημειωθεί δε ότι στο θέμα αυτό οι δυνάμεις των Δυτικών που βρίσκονται εντός του αεροδρομίου – κάπου 4.500 αμερικανοί στρατιώτες που σύντομα θα γίνουν6.000, μαζί με εκατοντάδες βρετανούς, τούρκους και άλλους -είναι σε πλήρη συνεννόηση με τους Ταλιμπάν, οι οποίοι έχουν αναπτυχθεί περιμετρικά και έχουν στήσει μπλόκα σε όλους τους γύρω δρόμους. Αμφότετοι, άλλωστε, έχουν διαμηνύσει πως είναι μάταιο να επιχειρήσει να προσεγγίσει το αεροδρόμιο όποιος δεν διαθέτει τα κατάλληλα ταξιδιωτικά έγγραφα, δηλαδή ξένο διαβατήριο ή αφγανικό με βίζα άλλης χώρας προς την οποία πραγματοποιούνται πτήσεις εκκένωσης. Τις εξελίξεις στο εσωτερικό παρακολουθούν με εξαιρετικό ενδιαφέρον, όπως είναι φυσικό, όλοι οι γείτονες του Αφγανιστάν, που προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους με βάση τα νέα δεδομένα και την αλλαγή εξουσίας. Πέρα δε από την Κίνα (κυρίως) και τη Ρωσία, οι οποίες έχουν ήδη δηλώσει πρόθυμες να καλύψουν το κενό που αφήνει η αποχώρηση των Αμερικανών και των συμμάχων τους από το ΝΑΤΟ, υπάρχουν και άλλες χώρες που βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού. Ανάμεσά τους είναι το Ιράν και το Πακιστάν, με τις οποίες το Αφγανιστάν διαθέτει σύνορα μήκους χιλιάδων χιλιομέτρων, καθώς και παραδοσιακές σχέσεις.

Είναι γεγονός ότι τόσο η Τεχεράνη όσο και το Ισλαμαμπάντ χαιρέτισαν την επικράτηση των Ταλιμπάν απέναντι στον «ιμπεριαλισμό» και τη «νεοαποικιοκρατία» των ΗΠΑ. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να γίνουν οι πρώτοι που θα αναγνωρίσουν επισήμως τη νέα κυβέρνηση της Καμπούλ. «Εσπασαν τα δεσμά της δουλείας» δήλωσε, ανάμεσα στα άλλα, ο πακιστανός πρωθυπουργός (και στενός σύμμαχος του Ερντογάν) Ιμράν Καν. Πρόκειται για μια τεράστια ευκαιρία να «αναγεννηθεί η ζωή και να υπάρξει ασφάλεια και ελευθερία» είπε από την πλευρά του ο (νεοεκλεγείς και σκληροπυρηνικός) πρόεδρος του Ιράν Ιμπραήμ Ραϊσί.

Ταυτόχρονα, όμως, όπως σημειώνει σε ανάλυσή του και το Politico, «οι δύο στρατηγικά πιο σημαντικοί γείτονες του Αφγανιστάν γνωρίζουν ότι έρχονται προβλήματα προς το μέρος τους». Εκτός από το νέο κύμα προσφύγων που λογικά πρέπει να αναμένουν -οι δύο χώρες φιλοξενούν περίπου 5 εκατομμύρια Αφγανούς – η προσοχή τους πέφτει ήδη στις επιπτώσεις που θα έχει η κυριαρχία των Ταλιμπάν, τόσο στο εσωτερικό τους όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο.

Η Τεχεράνη, πιο συγκεκριμένα, έχει κάθε λόγο να φοβάται για την τύχη της σιιτικής μειονότητας του Αφγανιστάν, η οποία αριθμεί κάπου 2,5 εκατομμύρια, σε σύνολο πληθυσμού 32,5 εκατομμυρίων (αν και πολλοί έχουν ήδη φύγει). Ειδικά με βάση την οδυνηρή εμπειρία του 1998 όταν, κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν, είχαν σφαγιαστεί οι ιρανοί διπλωμάτες στην πόλη Μαζάρ-ι-Σαρίφ – η οποία βρίσκεται στον Βορρά και, μαζί με τη Χεράτ, θεωρούνταν προπύργια της ιρανικής επιρροής.

Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι το Ιράν στήριζε τη Βόρεια Συμμαχία του πολέμαρχου Μασούνε (τώρα κουμάντο κάνει ο γιος του), με την οποία τώρα έχει συμπράξει και ο μέχρι πρότινος αντιπρόεδρος Αμρουλάχ Σάλεχ. Ετσι, η στάση του θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσο οι Ταλιμπάν θα φτάσουν σε συμβιβασμό μαζί του και θα δεχθούν τη συμμετοχή του στο σχήμα διακυβέρνησης – και παράλληλα, από το κατά πόσο η εστία αντίστασης που δείχνει να συγκροτείται στο Παντσίρ «υιοθετηθεί» από τους Αμερικανούς και Βρετανούς, καθώς στις τάξεις της φέρονται να βρίσκονται και εκατοντάδες μέλη των ειδικών δυνάμεων που προηγούμενου καθεστώτος.

Το Ισλαμαμπάντ, από την πλευρά του, παρά το γεγονός ότι οι μυστικές του υπηρεσίες και ο στρατός του βοήθησαν παντοιοτρόπως τους Ταλιμπάν τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, επίσης δεν επιθυμεί την περαιτέρω ενίσχυση της εξτρεμιστικής πτέρυγας του ίσλάμ. Σε τελική ανάλυση, η πακιστανική ελίτ φοβάται πως εάν το μοντέλο των Ταλιμπάν πετύχει στο Αφγανιστάν, κάποιοι ίσως δελεαστούν και σκεφτούν να μετατρέψουν και το Πακιστάν σε ισλαμική δημοκρατία ή εμιράτο.

Φυσικά, αυτό σε καμία περίπτωση δεν θα είναι εύκολο, ενώ πρακτικά ένα τέτοιο εγχείρημα δεν έχει πολλές πιθανότητες να πετύχει. Παρ’ όλα αυτά, η αποσταθεροποίηση που θα προκαλέσει εντός της χώρας είναι τουλάχιστον ανεπιθύμητη από την ηγετική της ελίτ.

Τι σημαίνουν όλα αυτά πρακτικά; Οτι, πολύ απλά, η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά ρευστή. Ειδικά καθώς οι Ταλιμπάν δεν έχουν εδραιώσει ακόμη την εξουσία τους.

Η Τουρκία επιμένει

Η Τουρκία, όπως παραδέχθηκαν οι Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Μεβλούτ Τσαβούσογλου, δεν έχει εγκαταλείψει το σχέδιό της να αναλάβει αναβαθμισμένο ρόλο στην ασφάλεια και τη διαχείριση του διεθνούς αεροδρομίου της Καμπούλ, μόλις τελειώσει η παρούσα κρίση. Με τους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους να έχουν διαμηνύσει πως θα αποχωρήσουν πλήρως μόλις απομακρύνουν τους υπηκόους τους και τους συνεργάτες τους (πιθανότατα έως τις 31 Αυγούστου, ενδεχομένου και με μια μικρή παράταση), είναι φανερό ότι οι Ταλιμπάν θα χρειαστούν βοήθεια προκειμένου να διασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία της βασικής πύλης επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Φυσικά, όπως γνωρίζει πρώτος ο ίδιος ο Ερντογάν, η Τουρκία δεν είναι σε θέση να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε εκείνη την περιοχή. Αυτός ανήκει, άλλωστε, στον στενό σύμμαχό της, το Πακιστάν, καθώς και σε άλλες χώρες, όπως η Κίνα και το Ιράν. Παρ’ όλα αυτά, μοιάζει αποφασισμένη να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι αποτελεί τη μόνη ισλαμική χωρά του ΝΑΤΟ και να προσφερθεί, έτσι, να αποτελέσει τη μελλοντική «γέφυρα» των Ταλιμπάν με τις ΗΠΑ και τη Δύση.

πηγή: Τα Νέα