Ποιοι είναι οι Ευρωπαίοι – και συνεπακόλουθα οι Ελληνες – που παραμένουν ανεμβολίαστοι; Σε αυτό τα κρίσιμο ερώτημα, εν μέσω της εξελισσόμενης υγειονομικής κρίσης, επιχειρεί να απαντήσει με νέα στοιχεία ευρωπαϊκή μελέτη. Τα συμπεράσματα είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά αλλά και αποκαλυπτικά για τη στρατηγική «πειθούς», καθώς εκτιμάται ότι σήμερα 451.677 πολίτες στη χώρα μας άνω των 60 ετών παραμένουν ανεμβολίαστοι και συνεπώς εκτεθειμένοι στον SARS-CoV-2.

Αναλυτικότερα και στο πλαίσιο της έρευνας για την Υγεία, τη Γήρανση και τη Συνταξιοδότηση στην Ευρώπη (SHARE), τον περασμένο Ιούλιο οι ερευνητές επανεστίασαν το «μικροσκόπιό» τους σε 47.000 Ευρωπαίους, ανάμεσα στους οποίους και 3.500 Ελληνες ηλικίας 50 ετών και άνω. Στόχος τους να «ξεκλειδώσουν» το προφίλ εκείνων που διστάζουν ή αρνούνται να εμβολιαστούν.

Οπως διαπιστώθηκε από τα προκαταρκτικά στοιχεία της έρευνας, το 18% των συμμετεχόντων (από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ, Ελβετίας και Ισραήλ) δεν είχαν ακόμη υποβληθεί σε εμβολιασμό έναντι της λοίμωξης Covid-19. Στη χώρα μας το αντίστοιχο ποσοστό άγγιζε το 24%.

Οι ερευνητές έκαναν, εντούτοις, ένα βήμα παραπέρα, καθώς προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τις προθέσεις ή τις… αγκυλώσεις, συνέχισαν τις διερευνητικές ερωτήσεις. Τι διαπίστωσαν; Από τους Ελληνες οι οποίοι δεν είχαν ακολουθήσει έως τα μέσα του καλοκαιριού τον δρόμο της «Ελευθερίας» – παρότι αυτός είχε ανοίξει μήνες πριν -, το 27% δήλωσαν ότι θέλουν να εμβολιαστούν. Επιπλέον, το 40,3% εντάχθηκε στην ομάδα των αναποφάσιστων, ενώ το 32,7% των μη εμβολιασμένοι Ελλήνων παρέμεναν αρνητικοί.

Παρ’ όλα αυτά, μία πιο ενδελεχής ματιά δείχνει ότι οι έλληνες αρνητές είναι λιγότεροι συγκριτικά με άλλες χώρες. Συνεπώς το πεδίο δράσης της εκστρατείας «πειθούς» παραμένει γόνιμο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σε χώρες που έχει προχωρήσει ο εμβολισμός, όπως είναι η Δανία και το Ισραήλ, ο σκληρός πυρήνας των αρνητών είναι μεγαλύτερος – 64,2% και 77% αντίστοιχα.

Πίσω στη χώρα μας, οι μεγαλύτεροι ηλικιακά μη εμβολιασμένοι εμφανίζονται να είναι και οι πλέον άκαμπτοι. Πιο συγκεκριμένα, το 43% των Ελλήνων άνω των 80 ετών που δεν είχαν εμβολιαστεί έως εκείνη την περίοδο, δήλωναν ότι δεν προτίθενται να αλλάξουν γνώμη. Στην ηλικιακή κατηγορία 70-79 ετών το αντίστοιχο ποσοστό έπεφτε στο 34,7% και στην κατηγορία 60-69 κυμαινόταν στο 39,2%.

«Δηλαδή στην Ελλάδα, ένα κρίσιμο θέμα που προκύπτει είναι ότι οι πολίτες 65 ετών και άνω είναι κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες πιο πιθανό να είναι αναποφάσιστοι ή αρνητές από τους νεότερους. Πρόκειται, συνεπώς, για τους πιο ευάλωτους σκεπτικιστές σχετικά με το εμβόλιο», παρατηρεί με νόημα ο Πλάτων Τήνιος, οικονομολόγος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και μέλος της ερευνητικής ομάδας SHARE.

Μια πιθανή παράμετρος, σύμφωνα με τον ειδικό, που μπορεί να εξηγήσει τον εντοπισμό αρνητών στην πλέον ευάλωτη ομάδα πολιτών (δηλαδή, στους ηλικιωμένους οι οποίοι τεκμηριωμένα διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών) είναι η κατάσταση της υγείας τους. «Εκείνοι που αναφέρουν κακή υγεία πιθανόν δεν εμβολιάζονται γιατί φοβούνται τυχόν παρενέργειες. Από την άλλη, όσοι δηλώνουν μόνοι τους “άριστη” υγεία νιώθουν λιγότερο τρωτοί. Ετσι απέχουν από τον εμβολιασμό τα δύο άκρα, για διαφορετικούς λόγους».

Επιπρόσθετα και όπως αναλύει, μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο ειδικός, «ένα κρίσιμο εύρημα που φαίνεται να διακρίνει τους Ελληνες από τους λοιπούς Ευρωπαίους είναι ότι όταν προϋπήρχε διαγνωσμένη ασθένεια και συνεπώς στενή επαφή με γιατρό, ευνοήθηκε ο εμβολιασμός. Αυτό ερμηνεύεται ως επιθυμία για την ύπαρξη κάποιας αυθεντίας, για να τους καθοδηγεί, σε προσωπικό επίπεδο. Η παρατήρηση αυτή ενδεχομένως εξηγεί και τον αντίστοιχο ρόλο τής Εκκλησίας, καθώς οι ιερείς έχουν αυξημένο κύρος σε ομάδες με πολλούς μη εμβολιασμένους όπως στην ύπαιθρο και σε άτομα με στοιχειώδη εκπαίδευση».

Ο καθηγητής, δε, συμπληρώνει πως το ζητούμενο είναι «να αποσαφηνιστεί το προφίλ των αναποφάσιστων και των αρνητών, ώστε οι πολιτικές υγείες να στοχεύσουν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και να καταφέρουν να τους μεταπείθουν».

Επιπλέον, και σύμφωνα με ίδια δεδομένα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οικονομική κατάσταση είναι ο ισχυρότερος προγνωστικός παράγοντας με τους οικονομικά ασθενέστερους να εκφράζουν αμφιβολίες ή άρνηση. Το ίδιο ισχύει και για όσους έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ενώ επίσης σημαντικοί παράμετροι είναι η κατάσταση της υγείας αλλά και επίδραση της Covid-19 στο άμεσο περιβάλλον – οικογένεια ή φίλους.

Πηγή: Τα Νέα