Ο κυνηγημένος στρατιώτης μετατρέπεται ταχύτατα σε σαδιστή λοχαγό, σε ένα φιλμ που αναδεικνύει την αγριότητα αλλά και τον σουρεαλισμό του πολέμου.

Αλλη μια σκοτεινή αφήγηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μας έρχεται αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες, αυτή τη φορά διά χειρός του δημιουργού του επιτυχημένου «Red», Ρόμπερτ Σβέντκε. Ο Γερμανός κινηματογραφιστής ανατρέχει στις τελευταίες εβδομάδες του πολέμου, προκειμένου να διηγηθεί την αληθινή ιστορία του Βίλι Χέρολντ, ο οποίος έγινε γνωστός ως ο «εκτελεστής του Εμσλαντ», όντας υπεύθυνος για σχεδόν 200 φόνους, κυρίως συμπατριωτών του, ενστόλων και πολιτών.

Είμαστε στο 1945 και η υποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων έχει γίνει πια κανονική τρεχάλα ενώ αρκετοί λιποτακτούν. Ενας από τους τελευταίους, ο 19χρονος Βίλι, καθώς προσπαθεί να αποφύγει τη σύλληψη, πέφτει πάνω σε ένα εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο όπου βρίσκει τη στολή ενός λοχαγού. Ο νεαρός ντύνεται άψογα, φοράει τα παράσημά του και με συνοπτικές διαδικασίες παίρνει την ταυτότητα του αξιωματικού. Στα μετόπισθεν πλέον συναντά ένα απόσπασμα στρατιωτών και τίθεται επικεφαλής τους. Ωστόσο εκτός από τη στολή του λοχαγού, έχει πια υιοθετήσει και τη δολοφονική του προσωπικότητα…

H κατάδυση

Το ασπρόμαυρο φιλμ του Σβέντκε πραγματοποιεί κατάδυση στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης φύσης, την οποία συχνά ο πόλεμος φέρνει στην επιφάνεια. Ο κυνηγημένος στρατιώτης αποκτά ουρανοκατέβατη εξουσία και ξαφνικά μετατρέπεται σε σαδιστή διοικητή. Σε μια περίσταση απόλυτης παρακμής, όπου οι ηθικές –ακόμα και οι στρατιωτικές– αξίες έχουν σε μεγάλο βαθμό εκλείψει, τα τέρατα γεννιούνται κατευθείαν μέσα από τους λασπωμένους δρόμους και η ανθρώπινη ζωή γίνεται φθηνή.

Ο δημιουργός εξηγεί τους σκοπούς της ταινίας του: «Με τα σημερινά δεδομένα, οι πράξεις αποτρόπαιης βιαιότητας που έλαβαν τότε χώρα φαντάζουν αφύσικες, ψυχοπαθητικές και τρομακτικές. Αλλά ο τρόμος είναι μια έννοια ηθική και όχι λογική. Προκειμένου να ερμηνεύσουμε τις πράξεις του πρωταγωνιστή, οφείλουμε να κατανοήσουμε τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούσε και να μην τον κρίνουμε με όρους της δικής μας σύγχρονης πραγματικότητας. Πρέπει να υπερβούμε τη στείρα ηθικολογία και να δούμε τον κόσμο μέσα από τη δική του οπτική […] Δεν έχουμε σκοπό να δικαιολογήσουμε ή να συγχωρήσουμε τις πράξεις του Χέρολντ τοποθετώντας τες σε κάποιο εννοιολογικό πλαίσιο ή, ακόμα χειρότερα, προτείνοντας έναν ηθικό σχετικισμό. Αυτό που θέλουμε είναι να κατανοήσουμε το πλαίσιο, εντός του οποίου αυτές οι πράξεις ήταν εφικτό να συμβούν και να προσεγγίσουμε το γενικότερο πλαίσιο εκείνης της εποχής μέσα από αυτό το συγκεκριμένο γεγονός».

Παρ’ όλη πάντως τη βιαιότητα και τις σκληρές εικόνες της ταινίας, το αισθητικό στοιχείο που ξεχωρίζει είναι μάλλον ο σουρεαλισμός. Ως γνωστόν ο ίδιος ο πόλεμος βρίθει από στιγμές, όπου το αλλόκοτο και το παράλογο γίνονται κανόνας και το συγκεκριμένο φιλμ προτάσσει αρκετές φορές το (μαύρο) χιούμορ μπροστά στην απελπισία του θανάτου.

Το βαρόμετρο της εβδομάδας

– Στο «Παιχνίδι με τη φωτιά», ο Κορεάτης Λι Τσανγκ-Ντονγκ μεταφέρει ένα μυθιστόρημα του Χαρούκι Μουρακάμι, μπαίνοντας και στην τελική 9άδα των οσκαρικών (ξενόγλωσσων) υποψηφιοτήτων. Ενας νεαρός άνδρας συναντά τυχαία μια κοπέλα που έμενε παλιά στη γειτονιά του και την ερωτεύεται. Οταν ωστόσο εκείνη γυρίζει από ένα ταξίδι στην Αφρική, του συστήνει τον Μπεν, έναν πλούσιο μυστηριώδη τύπο με τον οποίο είναι πλέον μαζί. Τα πράγματα ωστόσο είναι πιο περίπλοκα από όσο δείχνουν. Μια πολύ δυνατή ιστορία γύρω από τον απελπισμένο έρωτα μετατρέπεται σε ανάλογης δυναμικής –αλλά ανοικονόμητης χρονικά– ταινία.

– «Στο σώμα της» ο Ζαχαρίας Μαυροειδής παρουσιάζει, μέσα από ένα χαμηλότονο ντοκιμαντέρ, την ιστορία των τελευταίων «δεκαπεντάρηδων», οι οποίοι κάθε χρόνο τον Αύγουστο επιστρέφουν στα κελιά της Μονής της Κοίμησης, στο νότιο άκρο της Θηρασίας. Προβάλλεται στις 19/1, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.

– Στο «Βράδυ που έφαγε τον κόσμο» παρακολουθούμε ένα καλλιτεχνικό ζόμπι-θρίλερ του Γάλλου Ντομινίκ Ροσέ. Επειτα από ένα ξέφρενο πάρτι, ο Σαμ ξυπνάει σε κάποιο διαμέρισμα του Παρισιού, για να διαπιστώσει πως όλοι οι υπόλοιποι είναι νεκροί και η πόλη κατειλημμένη από φονικά ζόμπι. Τρομαγμένος, ταμπουρώνεται στο κτίριο και προσπαθεί να οργανωθεί ώστε να επιβιώσει. Η μοναξιά ωστόσο και η απελπισία παίζουν περίεργα παιχνίδια. Επηρεασμένο από το «28 μέρες μετά» και όλα τα σχετικά παράγωγα, το φιλμ συνθέτει την ιστορία ενός ναυαγού στο κέντρο της πόλης, με τη θάλασσα γύρω του να μην έχει καρχαρίες αλλά πεινασμένους νεκροζώντανους.