Έπρεπε να περάσει ένας χρόνος και κάτι μήνες, να διαπομπευθούν δημοσίως οι φερόμενοι ως πρωταγωνιστές στην υπόθεση της Novartis, προκειμένου να καταλήξουν οι αρμόδιοι χειριστές του φακέλου ότι… δεν τρέχει τίποτα. Εν τω μεταξύ όμως «έτρεχαν» οι πληροφορίες ότι ο τάδε έχει πολυτελές ακίνητο στη Σιγκαπούρη, ο δείνα διατηρεί παχυλό λογαριασμό σε τράπεζα της Ελβετίας, ενώ οι τροχήλατες βαλίτσες “έκαναν” βόλτες στο Μέγαρο Μαξίμου σύμφωνα με τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος.

του Χάρη Παυλίδη

Εν προκειμένω το «σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους» δεν εντάσσεται στην κατηγορία των ειδικού χειρισμού ανεκδότων που φέρουν τη σήμανση: «Λέμε και καμιά… να περνάει η ώρα». Μπορεί αυτό εκ του αποτελέσματος να ισχύει για τους μάρτυρες, αλλά δεν ισχύει για τους εμπνευστές της σκευωρίας. Παρ’ όλα αυτά ο μηχανισμός του συστήματος που δρούσε υπογείως- μεταφορικά και χωροταξικά- όλους τους προηγούμενους μήνες άσκησε πιέσεις ώστε η υπόθεση να έχει το αποτέλεσμα που προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός.

Και ποιος ήταν αυτός; Να κλονισθεί η εμπιστοσύνη του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας στα πρόσωπα που φέρονταν να εμπλέκονται στην υπόθεση, εν συνεχεία δε να προκληθεί ρήγμα που θα οδηγούσε στη διάσπαση του κόμματος, αφού πιεζόμενος ο Κυριάκος Μητσοτάκης- σύμφωνα με τις μύχιες επιθυμίες των «υπογείων»- θα «άδειαζε» τα κορυφαία στελέχη του κόμματος του. Παράλληλα στόχευαν στην πολιτική εξόντωση του Αντώνη Σαμαρά και του Άδωνι Γεωργιάδη, ενώ μέσω της Novartis πίστευαν ότι θα τοποθετούσαν στις θέσεις του Δημήτρη Αβραμόπουλου και του Γιάννη Στουρνάρα τους δικούς τους.

Ανάλογος ήταν και ο σχεδιασμός για τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Ανδρέα Λοβέρδο για τους ίδιους λόγους. Κι έναν επιπλέον: Χωρίς αυτούς θα ήταν ανοιχτός ο δρόμος για τη συμπόρευση του ΚΙΝΑΛΛ με το ΣΥΡΙΖΑ, μια ήταν και παραμένουν τα μεγάλα εμπόδια για τη διείσδυση του Αλέξη Τσίπρα στο χώρο της κεντροαριστεράς. Ενδεχομένως οι εξελίξεις να ήταν διαφορετικές, ανεξαρτήτως ευφάνταστων σεναρίων ή καθοδηγούμενων καταθέσεων, εάν δεν αποκαλύπτονταν οι ταυτότητες των προστατευομένων μαρτύρων. Η υπόθεση Μανιαδάκη «στράβωσε» το σχεδιασμό και άρχισαν τα προβλήματα.

Η παραίτηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, ο οποίος φέρεται να είπε ότι «δεν θα πάω φυλακή», υπονοώντας ότι δέχεται πιέσεις αν και δεν υπάρχουν στοιχεία εναντίον των πολιτικών, το πόρισμα της μητρικής Novartis ότι μετά από διεθνή έλεγχο δεν βρέθηκε πολιτικό χρήμα, και το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν χρήματα σε τράπεζες του εξωτερικού ή του εσωτερικού για τους 10, αλλά ούτε λογαριασμοί στενών συγγενικών προσώπων ή συνεργατών, μετέτρεψε το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους», στη μεγαλύτερη πολιτική αθλιότητα από συστάσεως ελληνικού κράτους.

Τελικά, η πολύκροτη υπόθεση κατέληξε σε «φιάσκο». Επιεικής ο χαρακτηρισμός αν αναλογισθεί κανείς τα όσα συνέβησαν αυτούς τους μήνες. Όχι τόσο γιατί η… πολύκροτη αποδείχθηκε «τζούφια», όσο γιατί το fiasco (αποτυχία) δεν περιγράφει επακριβώς την απόπειρα «φόνου». Εδώ δεν ισχύει το «με συγχωρείται λάθος». Όπως δεν ισχύουν δικαιολογίες του τύπου «νόμιζα πως μου έκανε τεχνητή αναπνοή και τώρα περιμένω παιδί». Όπως είπε και ο Robert Kennedy: «Don’t get mad, get even».